Σεβασμιότατοι,
Κυρία και κύριε Ακαδημαϊκοί,
Σεβαστοί συνάδελφοι, κύριε Δήμαρχε Τήνου, αγαπητοί φίλοι, κυρίες και κύριοι.
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ !
Πολλοί έχουν την εντύπωση, πως η χριστιανική αρετή της ταπεινοσύνης επιβάλλει, ιδιαίτερα στους ιερείς, να αρνούνται κάθε τι που να είναι τιμητικό προς το πρόσωπό τους, ξεκινώντας από το απλό μπράβο. Δεν είναι έτσι τα πράγματα. Στο Ευαγγέλιο, στην παραβολή των ταλάντων, οι δούλοι παρουσιάζονται στον απολογισμό και λένε: «Κύριε, 5 τάλαντα μου έδωσες, ιδού άλλα πέντε ή δύο κλπ. που κέρδισα μ’ αυτά» Ή ακόμα στην περίφημη εκείνη φράση που συμβουλεύει ο Ιησούς στους μαθητές του να λένε: Είμαι δούλος ανάξιος, έκανα ό,τι έπρεπε να κάνω. Με λίγα λόγια και για να τελειώσει το κήρυγμα βρίσκομαι εδώ, σ’ αυτή την τιμητική θέση λέγοντας: «Ναι, κάποια πράγματα έκαμα. Όμως δε χρειαζόταν αυτή η τιμητική διάκριση. Άλλοι, από σας, έχουν προσφέρει περισσότερα και καλύτερα στη διακονία της Κλειούς και δεν έχετε λάβει κάποιο τιμητικό τόμο ή έστω κάποια διάκριση. Και λέω, «γιατί σε μένα»;
Η διάκριση, προερχόμενη ως πρόταση από φίλους της ακαδημαϊκής κοινότητας, έγινε αποδεκτή από τον Δήμο της ιδιαίτερης πατρίδας μου, της Τήνου. Και αυτό βέβαια με τιμά επιπλέον ως αναγνώριση. Το λέω δημόσια και το εννοώ: πως κανένας δεν μου οφείλει κάτι. Δεν έκανα παρά το καθήκον μου. Εγώ, ναι, σίγουρα οφείλω πολλά και σε πολλούς και απευθύνω ένα μεγάλο ευχαριστώ για όσα μου έχουν προσφέρει κατά καιρούς και μάλιστα ανιδιοτελώς. Και σ’ αυτούς, μεταξύ των οποίων και πολλοί από σας, οφείλω να απευθύνω σήμερα τις ευχαριστίες μου.
Οι διοργανωτές της βραδιάς μου είπαν ότι πρέπει να μιλήσω de profundis. Οπότε, επιτρέψτε μου να βγάλω στην επιφάνεια μερικές πτυχές της ζωής μου, στη διακονία της ιστορίας κυρίως, με τη μορφή της απόδοσης ευχαριστών.
Θα ξεκινήσω από τον Θεό και θα καταλήξω σε σας, που βρίσκεστε σήμερα εδώ για την ταπεινότητά μου.
Από τον Θεό έλαβα ένα τάλαντο και πρέπει να το διπλασιάσω, τουλάχιστον, για να ακούσω το «εύγε δούλε αγαθέ». Τον ευχαριστώ για το τάλαντο και είθε να φανεί επιεικής και οικτίρμων ώστε η απολογία, την ώρα του απολογισμού, να είναι «καλή», κατά τη λατρευτική έκφραση.
Θα πω ευχαριστώ στους πατέρες μου, φυσικούς και πνευματικούς. Οι φυσικοί πατέρες μου με έμαθαν να αγαπώ την ιστορία, την οποία μου τη δίδαξαν από πρώτο χέρι. Ο παππούς από τη μητέρα μου, απλός στρατιώτης στη Μικρά Ασία έφτασε ως τον Σαγγάριο και ως τον Δούναβη πολεμώντας πριν από 100 χρόνια. Και τα βράδια, στις βεγγέρες και όχι μόνο, γύρω από ένα μαγκάλι κάρβουνα διηγούταν με περίσσιο χιούμορ περιστατικά που είχε ζήσει.
Ο πατέρας μου, στρατιώτης στον Αλβανικό πόλεμο, αιχμαλωτίστηκε από τους Ιταλούς, παραδόθηκε στους Γερμανούς και μετά από σιωπή 5 ετών επέστρεψε στην Τήνο στις 3 Αυγούστου 1945, απ’ όπου είχε φύγει στις με την επιστράτευση του 1940. Πολύ αργότερα στο Αρχείο του Βατικανού ανακάλυψα την καρτέλα του ως αιχμαλώτου και ένα επιστολικό δελτάριο που είχε στείλει. Στα πόδια τους μαθήτευσα στην ιστορία, όπως ο Παύλος παρά τους πόδας του Γαμαλιήλ. Και σας διαβεβαιώ πως υπήρξαν εκπληκτικοί μεταδότες της ιστορίας που βίωσαν.
Θα πω ευχαριστώ στους δασκάλους μου, του δημοτικού, του γυμνασίου και του λυκείου, του ιεροσπουδαστηρίου και του πανεπιστημίου καθώς και των άλλων σχολών στις οποίες φοίτησα, ζώντες και τεθνεώτες. Ιδιαίτερα θα ήθελα να σταθώ στη φοίτησή μου στο Ελληνικό Κολλέγιο του Αγ. Αθανασίου της Ρώμης που αποτέλεσε για μένα το μεγάλο κόμβο της εξέλιξης της ζωής μου ποικιλοτρόπως. Εκεί αισθάνθηκα με δέος την ιστορία να με περιβάλλει και εκεί διδάχτηκα τον τρόπο της επιστημονικής αναζήτησης και έρευνας. Εκεί έμαθα πως το ιστορικό παρελθόν και τα πρόσωπα που το συνθέτουν, έζησαν στους ίδιους χώρους και ήταν πρόσφυγες παιδείας όπως και εγώ. Ευτύχησα να έχω ανωτέρους και καθηγητές μεγάλους επιστήμονες στη φιλοσοφία, τη θεολογία, την ερμηνευτική, την εκκλησιαστική ιστορία, την ανατολική και τη δυτική πατρολογία και λατρεία, τη βιβλιοθηκονομία, την αρχειονομία, την παλαιογραφία. Εκείνη τη στιγμή, που με μυούσαν στις επιστήμες τους μπορεί να μην αντιλαμβανόμουν το ιστορικό μέγεθος και βάρος της γνώσης. Αλλά δεν άργησα να το αντιληφθώ. Θεωρώ ευτύχημα το γεγονός ότι βρέθηκα για επτά χρόνια στο Ελληνικό Κολλέγιο, όπου μυήθηκα χωρίς προκαταλήψεις στη βυζαντινή πατερική και λατρευτική παράδοση. Αναφέρω τα ονόματα των βενεδικτίνων πατέρων Emmanuel Lanne, Olivier Rousseau, Bruno Reynolds και Olivier Raquez. Ο τελευταίος εξ αυτών, με την άφιξή μου στο Κολλέγιο, με προσέλαβε ως βοηθό του Βιβλιοθηκάριο. Ξεκίνησα την καταγραφή των παλαιών ελληνικών βιβλίων μια πλούσιας συλλογής, μεταξύ των οποίων η βιβλιοθήκη του Λέοντος Αλλατίου, του Πέτρου Αρκούδιου και άλλων συγχρόνων τους, προσθέτοντας στην ελληνική ιστορική βιβλιογραφία 80 περίπου τίτλους αγνώστων εκδόσεων. Μεγάλη τύχη να εντοπίσω και το μοναδικό σωζόμενο αντίτυπο ενός μνημείου της κυπριώτικης λογοτεχνίας του 1580, το Προσκυνητάριον των Αγίων τόπων, το οποίο φέτος θα τύχει διπλής έκδοσης στην Κύπρο.
Δεν αναφέρομαι στη φοίτησή μου στις Σχολές φιλοσοφίας και θεολογίας στο Γρηγοριανό Πανεπιστήμιο και στο Angelicum, επειδή θα έβγαινα από το πλαίσιο της ευχαριστήριας ομιλίας. Θα πω μόνο πως η φοίτησή μου συνέπεσε χρονικά με τη μεγάλη επανάσταση της νεολαίας του 68 και 69. Πολλά από τα απόνερα εκείνης της ταραγμένης αλλά όμορφης και γεμάτης ελπίδες εποχής έφτασαν και σε μας περνώντας τους παχύς τοίχους των εκκλησιαστικών αυτών ιδρυμάτων και μπορέσαμε να έχουμε μια εξαιρετική επαφή με τις τέχνες και με τη γνώση που άφησαν σε μένα και σε πολλούς άλλους βαθιές ρίζες.
Επιστρέφοντας το 1973 στην Τήνο ήμουν καλά εφοδιασμένος για να μπορέσω να υλοποιήσω κάποιες από τις γνώσεις που είχα λάβει, με τη διοργάνωση μιας βιβλιοθήκης και του ιστορικού αρχείου, που γνώριζα ότι με περίμεναν αποθηκευμένα σε σκονισμένα ντουλάπια και σε υγρές αποθήκες.
Θέλω να πω «ευχαριστώ» στους Έλληνες καθηγητές που γνώρισα και με καθοδήγησαν. Δεν φοίτησα σε ελληνικό πανεπιστήμιο (ήταν πρακτικά αδύνατο), αλλά είχα την εύνοια της τύχης να γνωρίσω σημαντικούς και αξιόλογους καθηγητές και επιστήμονες, οι οποίοι με αντιμετώπισαν ως φίλο. Επιτρέψτε μου να αναφέρω τον Χαράλαμπο Παπαστάθη, τον Ζαχαρία Τσιρπανλή, τον Θωμά Παπαδόπουλο, τον Δημήτριο Πάλλα, τον Ανδρέα Τηλλυρίδη τον σημερινό μητροπολίτη Κένυας Μακάριο, με τους οποίους υπήρξα ομοτράπεζος και συζητητής στα χρόνια του Ελληνικού Κολλεγίου και φίλος στη συνέχεια. Τον Απόστολο Βακαλόπουλο και τον Ιωάννη Χασιώτη και Γεώργιο Πλουμίδη οι οποίοι έδωσαν μια καλή ώθηση για να ασχοληθώ με την ιστορική ελληνική βιβλιογραφία. Ήταν τιμή για μένα η γνωριμία με τους καθηγητές Vittorio Peri, Mario Vitti, Giuseppe Schiro, Nicolo del Re και Paul Canart, με κάποιους απ’ τους οποίους η φιλία συνεχίστηκε και αργότερα. Τους πρωτογνώρισα τους περισσότερους στους διαδρόμους της Biblioteca Vaticana, του Archivio della Propaganda Fide, στις σχολές Βιβλιοθηκονομίας και Αρχειονομίας του Βατικανού. Σχεδόν όλοι τους σύχναζαν στη Βιβλιοθήκη και στο Αρχείο του Ελληνικού Κολλεγίου, όπου τους εξυπηρετούσα ως βοηθός βιβλιοθηκάριος.
Αργότερα γνώρισα στο Ινστιτούτο Βυζαντινών και μεταβυζαντινών μελετών της Βενετίας τους τελευταίους διευθύνοντες: τους αείμνηστους Μανούσο Μανούσακα, Νίκο Παναγιωτάκη και την κ. Χρύσα Μαλτέζου. Και αφού μου δίνεται η ευκαιρία, θέλω να ενώσω και δημοσίως τη φωνή μου, μαζί με τις φωνές τόσων άλλων που απαιτούν τον οφειλόμενο σεβασμό από την πολιτεία και τους εκπροσώπους τους σ’ αυτό το Ίδρυμα που έχει καταστεί θεσμός όχι μόνο από νομοθετικές διαδικασίες, αλλά από το έργο των διευθυντών και των υποτρόφων του, που το καθιέρωσε στην παγκόσμια επιστημονική συνείδηση.
Θα μπορούσα να αναφέρω πλειάδα συμφοιτητών και συμμαθητών μου που αναδείχθηκαν όχι μόνο στις ιερές επιστήμες, αλλά και στη θύραθεν παιδεία, Έλληνες και Ιταλούς, και με τους οποίους μοιράστηκα και γνώσεις και εμπειρίες ζωής.
Τόσο με τον τότε αρχιεπίσκοπο Ιωάννη Περρή, από τον οποίο έλαβα και το Μυστήριο της Χειροτονίας, όσο και με τον διάδοχό του Αρχιεπίσκοπο Νάξου-Τήνου π. Νικόλαο Πρίντεζη, η συνεργασία υπήρξε πολύ καλή στη διοργάνωση του Αρχείου, της Βιβλιοθήκης, ακόμα και Έκθεσης κειμηλίων της Επισκοπής της Τήνου, ιδιαίτερα μετά την αναστήλωση του κτηρίου της επισκοπής όπου φιλοξενούνται αυτές οι συλλογές (1995). Όλα αυτά επιδέχονται και έχουν προοπτικές περαιτέρω ανάπτυξης, ιδιαίτερα η συλλογή αρχειακού υλικού, έντυπου και μη, ιδιαίτερα με την ενσωμάτωση σ’ αυτό ιδιωτικών και οικογενειακών αρχείων ή συλλογών.
Ένα πράγμα στο οποίο θεωρώ ότι συνέβαλα σε αποφασιστικό βαθμό ήταν το άνοιγμα των αρχείων της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα προς τους ερευνητές. Πριν οποιαδήποτε θετική απάντηση οι ενδιαφερόμενοι επίσκοποι, αλλά και ηγούμενοι μονών, ζητούσαν την άποψή μου. Αταβιστικοί φόβοι κρατούσαν όλο αυτό το αρχειακό υλικό κλειστό και ανεκμετάλλευτο. Ευτυχώς έγινε το μεγάλο βήμα και από τους πρώτους που επισκέφτηκαν τα επισκοπικά αρχεία για να τα φωτογραφήσουν σε μικροφίλμ στη Σύρο, τη Σαντορίνη, τη Νάξο και την Τήνο ήταν η κ. Μαρία Πολίτη και ο κ. Αγαμέμνων Τσελίκας.
Αρχή μου ήταν: όλα, αφού τακτοποιηθούν, μετά ανοίγονται και γίνονται κτήμα του λαού μας μέσα από τη μελέτη και την έρευνα. Δεκάδες ερευνητές και φοιτητές πέρασαν και περνούν από το Αρχείο της Τήνου και ερευνούν ή συμβουλεύονται τους φακέλους και τα έγγραφα της Τήνου από το 1995 και μετά. Η βιβλιοθήκη της Τήνου εξειδικεύτηκε σε ικανοποιητικό σημείο στην ιστορία της Τήνου και της καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα και επιχείρησα την έκδοση δυο επετηρίδων με αντίστοιχο περιεχόμενο, τα ΤΗΝΙΑΚΑ ΑΝΑΛΕΚΤΑ και το ΑΝΝΟ DΟΜΙΝΙ. Θα ήταν τα πράγματα σε πολύ καλύτερο σημείο, αν υπήρχε και κάποια έξωθεν οικονομική στήριξη. Όλο αυτό το έργο έγινε με λιγοστά χρήματα και πολλή δουλειά, όχι βέβαια μόνο δική μου, αλλά και άλλων συναδέλφων και συνεργατών μεταξύ των οποίων οφείλω να αναφέρω ονομαστικά την κ. Ρένα Φυρίγου, η οποία έως και σήμερα βρίσκεται πάντα ευδιάθετη στην εξυπηρέτηση των επισκεπτών και των ερευνητών.
Μια άλλη μηνιαία έκδοση ήταν τα ΤΗΝΙΑΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ, που είχε ξεκινήσει το 1971 ο πρώην Αρχιεπίσκοπος των καθολικών της Αθήνας π. Νικόλαος Φώσκολος, όσο ήταν εφημέριος στην Τήνο και που από το 1974 συνεχίσαμε μαζί με μερικούς συναδέλφους. Συμπεριλαμβάναμε εκλαϊκευτικά άρθρα, θεολογικού και ιστορικού περιεχομένου, πέρα από την ειδησεογραφία της ενοριακής ζωής και δράσης και με 1100 τεύχη που μοιράζονταν στις ενορίες της Τήνου, αλλά και μεταξύ των Τηνιακών της Αθήνας. Το τελευταίο τχ περιείχε τις περιλήψεις των Ανακοινώσεων στο Συνέδριο του 1715. Δεν θέλω, για πολλούς λόγους, να πω ότι έχει λήξει η ζωή αυτού του Δελτίου, που αγαπήθηκε και αποτελεί ένα αρχείο πληροφοριών για την Καθολική Εκκλησία της Τήνου και όχι μόνο.
Η ενασχόλησή μου με την ιστορική έρευνα δεν έγινε χωρίς ερωτηματικά και κρίση. Προτεραιότητα είχε πάντοτε η ποιμαντική. Τα υπόλοιπα ακολουθούσαν. Όμως, διαπίστωνα, ότι υπήρχε μια πραγματική διακονία, ένα αληθινό ministerium προς την Εκκλησία στο σύνολό της, αλλά και προς πολλά μεμονωμένα άτομα που χρειάζονταν συμπαράσταση στις αναζητήσεις τους και τις έρευνές τους. Παράλληλα και μαζί, χέρι-χέρι, με το ministerium verbi πορεύτηκε και το ministerium historiae. Η αναζήτηση των πηγών για τη γένεση και την ανάπτυξη της Εκκλησίας μέσα στην οποία γεννήθηκα, έφερε και την αναζήτηση και τη δημοσίευση των πηγών της τοπικής ιστορίας. Εδώ κατανόησα πλήρως πως χωρίς την ιστορία δεν γίνεται καταληπτός ούτε ο λόγος του Θεού, ούτε η λατρεία, ούτε η ζωή της Εκκλησίας, είτε ως κοινότητας είτε ως κοινωνίας. Η ιστορία μόνο βοηθά τον χριστιανό να ξεφύγει από ένα θρησκευτικό χριστιανισμό ηθικολογίας και να προχωρήσει με ρεαλισμό σε ένα οντολογικό χριστιανισμό απελευθέρωσης από τις όποιες σκλαβιές τον καταδυναστεύουν. Συνειδητοποίησα πως η ιστορία είναι τόσο όμορφη που και αυτός ο ανιστορικός Θεός θέλησε με τη σάρκωσή του να λάβει μέρος σ’ αυτήν. Την επιλογή αυτή του Θεού υπέρ της ιστορίας το εξέφρασε τόσο λακωνικά και αριστοτεχνικά ο Ιωάννης όταν έγραψε: «Και ο Λόγος σαρξ εγένετο». Και για τούτο, πείστηκα πως άξιζε να την υπηρετήσω αυτή την ιστορία.
Όπως τόνισα και λίγο πριν, κύρια έγνοια μου ήταν να μπορέσει να φτάσει η ιστορική γνώση ως τον απλό κόσμο των χωριών μας, προς τον οποίο ήμουν απεσταλμένος.
Για να μην σας κουράσω περισσότερο, ολοκληρώνω την ευχαριστήρια αυτή ομιλία μου εκφράζοντας μερικά ακόμα ευχαριστώ που οφείλω:
Προς την κ. Αικατερίνη Δελλαπόρτα, την διευθύντρια του Βυζαντινού και Χριστιανικού Μουσείου που δέχτηκε να φιλοξενηθεί αυτή η εκδήλωση στους όμορφους και ιστορικούς αυτούς χώρους, όπου φιλοξενείτε και η υπέροχη αυτή εικόνα του Jesus Hominum Salvator του Ανδρέα Ρίτσου. Σ’ αυτήν εκφράζεται η αρμονία του συνδυασμού της θεολογικής παράδοσης της Ανατολής και της Δύσης για τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού. Εκφράζουν απόλυτα το ιστορικό μου σκεπτικό και τη φιλοσοφία οι συνδυασμοί της κρητικής σχολής, τόσο στις εικαστικές τέχνες, όσο και στη λογοτεχνία, θρησκευτική και μη. Αυτό που η κ. Χρ. Μαλτέζου εξέφρασε αριστοτεχνικά με την έκφραση Graecolatinitas nostra.
Τον Δήμο της Τήνου που υιοθέτησε αυτή και άλλες εκδηλώσεις κατά το παρελθόν, προσωπικά τον Δήμαρχο κ. Σίμο Ορφανό ευχόμενος κάθε προσωπικό καλό στον ίδιο και την οικογένειά του, στον πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου και τους δημοτικούς συμβούλους όλων τα παρατάξεων, ιδιαίτερα δε τον Παντελή Αρμάο και τον Μανώλη τον Σώχο που βρίσκονται εδώ επί τούτου.
Τους αγαπητούς φίλους ερευνητές και καταξιωμένους επιστήμονες με διεθνή μάλιστα ακτινοβολία, οι οποίοι αποδέχτηκαν την πρόσκληση των διοργανωτών και έστειλαν τις συνεργασίες τους στον τιμητικό τόμο. Οι ίδιοι, πολύ καλά γνωρίζουν, πως πέρα από το τιμώμενο πρόσωπο, είναι η συμβολή τους στη διερεύνηση και εμβάθυνση της ιστορίας, εκείνο που μετρά. Και για τούτο τους τιμώ και τους ευχαριστώ πολύ. Να γνωρίζουν και όλοι εκείνοι οι οποίοι για πρακτικούς λόγους δεν μπόρεσαν να συμμετάσχουν αν και θα το ήθελαν, ότι τους τιμώ και τους ευχαριστώ το ίδιο.
Ευχαριστώ ιδιαίτερα την κ. Χρύσα Μαλτέζου, χωρίς την οποία πολλά δεν θα είχαν γίνει παλαιότερα και επ’ εσχάτων, καθώς και για την τιμή που μου έκανε να αναφερθεί στο πρόσωπό μου.
Ευχαριστώ τα μέλη της οργανωτικής Επιτροπής και κυρίως τους επιμελητές της έκδοσης, την Αγγελική και τη Μαρία, τον Κώστα και τον Κώστα, οι οποίοι κατά την παραβολή «εβάστασαν το βάρος της ημέρας και τον καύσωνα», αλλά και όσους συμμετείχαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο στη διοργάνωση αυτής της εκδήλωσης, όπως τη Μαρία και τον Φραγκίσκο Αμοιραλή που ήρθαν από την Τήνο.
Ευχαριστώ θερμά και τους στενότερους φίλους και συνερευνητές και αδελφούς, για τις επί ώρες συζητήσεις και ανταλλαγές απόψεων επί θεμάτων ιστορίας και ζωής.
Πριν ευχαριστήσω και όλους εσάς, θα ήθελα να απαντήσω στο ερώτημα, που γεννήθηκε πρώτα σε μένα και ίσως και σε κάποιους από σας: Και από εδώ και πέρα, τι μέλλει γενέσθαι;
Αν ο Κύριος μου δώσει πνευματική και σωματική υγεία ώστε να συνεχίσω το ministerium historiae, πρώτη μέριμνα είναι η έκδοση των Πρακτικών του Συνεδρίου του 1715 (που βρίσκεται στην τελική της φάση), και των Πρακτικών της περσινής αρχαιολογικής Ημερίδας. Ταυτόχρονα εργάζομαι και συνεργάζομαι στην επεξεργασία των κειμένων των παλαιότερων ύμνων και λατρευτικών κειμένων της καθολικής κοινότητας της Τήνου (15ος, 16ος και 17ος αι.) προκειμένου να δουν το συντομότερο το φως της δημοσιότητας. Στο τέλος, ελπίζω να έχω χρόνο για να εκδώσω και το δοκίμιο «περί θανάτου» το οποίο σκέπτομαι και μελετώ από χρόνια.
Τέλος ευχαριστώ όλους εσάς που βρίσκεστε εδώ, καθώς και όσους θα το επιθυμούσαν, αλλά άλλες σοβαρότερες ενασχολήσεις ή συγκυρίες (όπως της απεργίας των πλοίων) δεν τους το επέτρεψαν.
Εκ βάθους καρδίας, οι ευχαριστίες μου προς την καθεμιά και τον καθένα ξεχωριστά.
Να είστε καλά!!!