Πέρασε και το Δωδεκαήμερο, πέρασαν οι μεγάλες χριστουγεννιάτικες εορτές. Όπως συνήθως συμβαίνει, το πέρασμα των μεγάλων εορτών αφήνει μέσα μας μια διάχυτη μελαγχολία. Ελπίζω πάντως ότι κάτι από αυτό το μεγαλείο της χριστιανοσύνης, που ζήσαμε τις προηγούμενες μέρες, να έχει κατασταλάξει κάπου στην καρδιά μας για να ενδυναμώνει και για να σιγοζεσταίνει -αδιάκοπα- την πίστη μας. Πράγματι, η πίστη μας έχει ανάγκη από μία διαρκή αναζωογόνηση, από στήριξη και εμψύχωση. Το λειτουργικό έτος, με την κυκλική ανάμνηση των μυστηρίων της ζωής του Κυρίου Ιησού, αποτελεί τον πιο κατάλληλο ανεφοδιασμό για την πορεία της χριστιανικής μας ζωής, ο Χριστός, με ολόκληρο το σωστικό του έργο, μας πλησιάζει, κοινωνεί μαζί μας και με αυτό τον τρόπο επιτελείται η σωτηρία μας.
Αλλά για να συμβεί αυτό είναι αναγκαίο να προσεγγίσουμε το μυστήριο του Χριστού στην ολότητά του. Γι’ αυτόν το λόγο και οι δύο μεγάλες χριστιανικές παραδόσεις, της Ανατολής και της Δύσης, ολοκληρώνουν τις χριστουγεννιάτικες πανηγύρεις με τα Θεοφάνια, την φανέρωση δηλαδή της Θεότητας αυτού του Βρέφους, που με τρυφερότητα και συγκίνηση τον θαυμάσαμε, μαζί με τους βοσκούς, «κείμενον εν τη φάτνη» (βλ. Λουκάς 2, 16).
Τώρα έφτασε η στιγμή, με την πίστη μας, να αντιληφθούμε ότι αυτό το Βρέφος είναι η πραγματική «φανέρωση» του ίδιου του Θεού, πρόκειται, δηλαδή, για την πραγματική, ολοκληρωτική, συγκλονιστική «Θεοφανία» του άφατου, του αόρατου Θεού. Αυτά τα «Θεοφάνια», βέβαια, επιτελούνται σε όλη την διάρκεια της ζωής του Ιησού, με αποκορύφωμα την Ανάστασή του και την έλευση του Αγίου Πνεύματος, το οποίο οδηγεί την Εκκλησία «εις πάσαν την αλήθειαν» (βλ. Ιωάννης 16, 13).
Πώς, όμως, η πρωτοχριστιανική κοινότητα έφτασε να πιστέψει πως ο «Γιός του ανθρώπου» ήταν και «Υιός του» του Θεού και Θεός ο ίδιος;
Προφανώς αυτό το πέρασμα από την ανθρώπινη στην θεϊκή φύση του Ιησού συντελέστηκε προοδευτικά στη συνείδηση της πρωτοχριστιανικής κοινότητας. Βέβαια, έχουμε όλα τα απαραίτητα στοιχεία στα Ευαγγελία και κυρίως στις Επιστολές του Αποστόλου Παύλου, αλλά για να διαμορφώσει την τελική χριστολογική της συνείδηση, η Εκκλησία, χρειάστηκε σχεδόν οκτώ αιώνες. Όλες οι μεγάλες Οικουμενικές Σύνοδοι που συντελέστηκαν σε αυτήν την περίοδο, άμεσα ή έμμεσα, είχαν ως σκοπό να επισημάνουν, ενάντια στις αιρέσεις, τον Ιησού Χριστού ως αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο. Αν ένα από τα δύο είχε αλλοιωθεί, η σωτηρία του ανθρώπου θα είχε διακυβευθεί. Ο Ιησούς είναι αληθινός άνθρωπος, άρα αλληλέγγυος με τους ανθρώπους, ο Ιησούς είναι αληθινός Θεός, άρα οι άνθρωποι μπορούσαν να σωθούν γενόμενοι συμμέτοχοι της θεϊκής Του ζωής. Στην κυριολεξία, αυτή η αλήθεια ήταν θέμα ζωής ή θανάτου για τον άνθρωπο.
Πριν ακόμα από τις μεγάλες Συνόδους, η πρωτοχριστιανική κοινότητα αντιλήφθηκε αυτό το κοσμοϊστορικό γεγονός κυρίως βιωματικά, και τα κείμενα της Καινής Διαθήκης αποτελούν μια αναμφίβολη μαρτυρία.
Φτάνει κανείς να ξεφυλλίσει έστω και τον πρώτο τόμο του μακαριστού πάπα Βενέδικτου του 16ου: «Ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ» που παρακολουθεί τη ζωή του Χριστού από τη Βάπτισή Του στον Ιορδάνη έως τη Μεταμόρφωση και βέβαια τους άλλους δύο τόμους (τα Πάθη, την Ανάσταση και την παιδική ηλικία του Ιησού) για να συνειδητοποιήσει πώς η πρώτη γενιά των χριστιανών στήριξε την πίστη της, την ελπίδα της και κυρίως την αγάπη της στον Ιησού από την Ναζαρέτ, τον Θεάνθρωπο. Γι’ Αυτόν πρόσφεραν την ζωή τους και Αυτόν οι Απόστολοι κήρυξαν σε ολόκληρο τον τότε γνωστό κόσμο.
Ως ελάχιστη τιμή στον μεγάλο θεολόγο Γιόζεφ Ράτσινγκερ θα μου επιτρέψετε ν’ αναπαράγω εδώ ένα μικρό απόσπασμα από τον πρόλογό του στο «Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ»: «Θεωρώ ότι ακριβώς αυτός ο Ιησούς – των Ευαγγελίων – αποτελεί μία σαφή και ιστορικά κατανοητή μορφή. Μόνον επειδή κάτι ασυνήθιστο έχει συμβεί, μόνο εάν η μορφή και τα λόγια του Ιησού υπερέβησαν κατά τρόπο ριζοσπαστικό τον μέσο όρο όλων των ελπίδων και αναμονών, μπορεί να δικαιολογηθεί η Σταύρωσή του και να επεξηγηθεί η επίδρασή του ανά τους αιώνες. Ήδη είκοσι χρόνια μετά το θάνατο του Ιησού απαντούμε στον μεγαλειώδη χριστολογικό ύμνο της Προς Φιλιππησίους Επιστολής (2, 6-8) μια πλήρως αναπτυγμένη χριστολογία. Εκεί αναφέρεται για τον Ιησού ότι ήταν ίσος με το Θεό, αλλά κενώθηκε, σαρκώθηκε και ταπεινώθηκε μέχρι σταυρικού θανάτου. Σε αυτόν τέλος απευθύνθηκε η δοξολογία-προσκύνηση του σύμπαντος, την οποία ο προφήτης Ησαΐας (45,23 Ο΄) διακήρυξε ως αποκλειστικά αρμόζουσα στον Θεό» (Ο Ιησούς από την Ναζαρέτ», Αθήνα, Ψυχογιός, 2007, 21).
Αυτά τα «Θεοφάνια» στο πρόσωπο του Ιησού, που άρχισαν με την γέννησή Του και κορυφώθηκαν με την ανάστασή του, επιτελούνται ακόμα σήμερα γι’ αυτούς που σε Αυτόν τοποθετούν την πίστη, την ελπίδα και την αγάπη τους.
+ Ιωάννης Σπιτέρης