Δυο μοναδικά ντοκουμέντα για τη χριστιανική αδελφοσύνη
Μία από τις πιο σπουδαίες εγκυκλίους του πάπα Φραγκίσκου είναι η: «Αδελφοί όλοι» (3 Οκτωβρίου 2020). Πρόκειται για ένα πολυδιάστατο ντοκουμέντο στο οποίο ο πάπας Φραγκίσκος ερμηνεύει όλη την σύγχρονη θρησκευτική, ηθική, κοινωνική, πολιτική και οικονομική πραγματικότητα, ξεκινώντας από τη βασική ευαγγελική έννοια, αυτή της αδελφοσύνης. Πρόσφατα, αυτή η παγκοσμίως θετικά πολυσυζητημένη εγκύκλιος, μεταφράστηκε και στα ελληνικά.
Τα λόγια με τα οποία αρχίζει η Εγκύκλιος είναι δανεισμένα από μια επιστολή του Αγίου Φραγκίσκου «σε αυτήν αποκαλεί μακάριο εκείνον που αγαπά τον άλλο ‟σαν να ήταν δίπλα του, ακόμη κι όταν είναι μακριά από αυτόν”. Με αυτά τα λίγα και απλά λόγια, εξήγησε το ουσιώδες μιας ευρύτερης αδελφοσύνης, η οποία καθιστά δυνατό να αναγνωρίσουμε, να εκτιμήσουμε και να αγαπήσουμε κάθε άνθρωπο πέρα από τη φυσική εγγύτητα, πέρα από τον γεωγραφικό τόπο στον οποίο αυτός γεννήθηκε ή όπου ζει» («Αδελφοί όλοι», 1).
Αλλά πριν από αυτήν την εγκύκλιο, ο τότε νεαρός θεολόγος Joseph Ratzinger (ήταν μόλις 33 χρονών), ο μετέπειτα πάπας Βενέδικτος 16ος, είχε γράψει ένα μικρό έργο με τίτλο «Αδελφοσύνη» (Μόναχο 1960) που σύντομα μεταφράστηκε και στα ελληνικά (Αθήνα 1964) και αναδημοσιεύτηκε το 2006. Η μετάφραση έγινε από τον μαθητή του Δημ. Λ. Σταθόπουλο, μετέπειτα καθηγητή Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σε αυτό το μικρό θεολογικό αριστούργημα, αναπτύσσεται, για πρώτη φορά τριαδολογικά, χριστολογικά και εκκλησιολογικά, το κεντρικό μήνυμα του ευαγγελίου: Η αδελφοσύνη.
Θα αρκούσε να διαβάσει κανείς, με προσοχή, αυτά τα δύο κείμενα για να αντιληφθεί ποια είναι η αφετηρία από την οποία ξεκινάει ο χριστιανός για να ερμηνεύσει την πραγματικότητα, να βιώσει την χριστιανική του ύπαρξη και κυρίως τις διαπροσωπικές και διεκκλησιακές του σχέσεις και να καταλάβει την άβυσσο που χωρίζει σήμερα τους χριστιανούς από την καρδιά την ίδια του χριστιανισμού.
«Εσείς όλοι είστε αδελφοί»
Μπορούμε να πούμε πως στους τρεις πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, η πιο κοινή έννοια της εκκλησιολογίας ήταν αυτή της «αδελφικής» κοινότητας.
Ήδη η Καινή Διαθήκη, με τον όρο «αδελφός», συνήθως ορίζει τους μαθητές του Ιησού. Ο Ιησούς απευθύνεται στον Πέτρο με αυτό τον όρο (Βλ. Λουκάς 22,32). Ο Αναστημένος χρησιμοποιεί την ίδια έκφραση απευθυνόμενος στη Μαρία Μαγδαληνή· ο Ιησούς της λέει: «πήγαινε στους αδελφούς μου και πες τους: εγώ ανεβαίνω στον Πατέρα, που είναι Πατέρας δικός μου και Πατέρας δικός σας, δικός μου Θεός και Θεός δικός σας» (Ιωάννης 20,17). Έχοντας υπόψη τους αποστόλους, απευθυνόμενος στις μυροφόρες το πρωί της ανάστασης, τους ονομάζει και πάλι «αδελφούς» (βλ. Ματθαίος 28,10).
Στην Καινή Διαθήκη, η λέξη «αδελφός» προσλαμβάνει μια νέα, χριστολογική, σημασία. Οι χριστιανοί είναι αδέλφια εν Ιησού Χριστώ, είναι ένα με Αυτόν και σ’ Αυτόν, και με τη δύναμη του Πνεύματος γίνονται παιδιά του ίδιου Πατέρα. Έτσι ο Ιησούς είναι ο «πρωτότοκος ενός πλήθους αδελφών» (Ρωμαίους 2,10). Ιδού γιατί οι μαθητές του Ιησού πρέπει να ονομάζονται αδελφοί μεταξύ τους: «Εσάς όμως να μη δεχτείτε να σας αποκαλούν ‟δάσκαλέ μου”. Ένας είναι ο δάσκαλός σας, ο Χριστός, κι εσείς όλοι είστε αδελφοί» (Ματθαίος 23,8). Εξάλλου με το βάπτισμα γινόμαστε αδελφοί του Ιησού σύμφωνα με το θέλημα του Πατέρα.
Η νέα εντολή από την οποία οφείλουν να εμπνέονται οι αδελφοί, είναι αυτή της αγάπης, χωρίς την οποία η ίδια η λατρεία δεν είναι ευάρεστη στον Θεό (βλ. Ματθαίος 5,23).
Η αδελφική αγάπη αποτελεί το σημείο ταυτότητας των μαθητών του Χριστού: «Σας δίνω μια νέα εντολή, να αγαπάτε ο ένας τον άλλο… Έτσι θα σας ξεχωρίζουν όλοι πως είστε μαθητές μου, αν έχετε αγάπη ο ένας για τον άλλο» (Ιωάννης 13,34-35).
Στις Πράξεις των Αποστόλων, ο όρος αδελφός, αναφέρεται 57 φορές και ορίζει τους μαθητές, ιδιαίτερα αυτούς της κοινότητας της Ιερουσαλήμ.
Κατά τον Άγιο Παύλο, θεωρούνται άξιοι να φέρουν το όνομα αυτό όσοι συμμερίζονται τη χριστιανική πίστη. Ο ίδιος απευθύνει τις επιστολές του στους «αδελφούς» (αυτός ο όρος επαναλαμβάνεται 100 φορές στις μεγάλες επιστολές), ενώ αυτοί που δεν συμπεριφέρονται σύμφωνα με τον αυθεντικό χριστιανικό τρόπο λέγονται ως ψευδαδελφοί (Βλ. Β’ Κορ 11,26. Γαλ 2,4).
Στους πρώτους τρεις αιώνες, οι χριστιανοί θεωρούσαν όλους τους βαπτισμένους, με στενούς δεσμούς πραγματικής αγάπης πέραν της φυλής, της γλώσσας και του χρώματος. Ακόμα και οι εθνικοί και οι διώκτες τους ήταν αδέλφια τους, γιατί είχαν τον ίδιο Θεό ως Πατέρα και δημιουργό.
Για τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας ο χριστιανός οφείλει να συμπεριφέρεται στους εθνικούς όπως σε ήδη αδελφούς, που θα γίνουν κάποτε πλήρως αδελφοί.
Για τον Άγιο Αυγουστίνο πρέπει να θεωρούμε αδελφούς ακόμα και τους αιρετικούς. Επαναλαμβάνει με πείσμα: «Θα πάψουν να είναι αδελφοί μας όταν δεν θα λένε πια: “Πάτερ ημών”». Και στους πιστούς λέει για τους αιρετικούς: «Σε εκείνους που σας λένε: δεν είστε αδελφοί μας, απαντήστε: είστε αδελφοί μας».
Μετά τον τρίτο αιώνα κάτι αλλάζει
Σιγά σιγά όμως, μετά τον τρίτο αιώνα με την ταύτιση του κράτους και της θρησκείας, μειώνεται προοδευτικά η καθολικότητα της χριστιανικής αδελφοσύνης. «Εξαφανίζεται η αμοιβαία ονομασία των χριστιανών με την λέξη «αδελφός», καθώς και ο χαρακτηρισμός της εκάστοτε τοπικής Εκκλησίας ως αδελφή. Ο τίτλος εμπεριέχει τώρα μια άλλη σημασία: περιορίζεται στις μοναχικές κοινότητες» (Ratzinger, σελ. 52).
Ο άλλος, που δεν ανήκει στο έθνος μου και άρα στην Εκκλησία μου, είναι ξένος, όχι αδελφός μου.
Σήμερα έχουμε χάσει εντελώς την έννοια της χριστιανικής αδελφοσύνης κυρίως στην πράξη της ζωής. Χάσαμε αυτόν τον θησαυρό, γιατί δεν θεωρούμε το Θεό ως Πατέρα, τον Χριστό ως αδελφό, την Εκκλησία ως μητέρα. Ακόμα και οι «εθνικές» εκκλησίες δεν θεωρούνται μεταξύ τους αδελφές. Ο άκρατος ατομικισμός έχει αντικαταστήσει τη χριστιανική αδελφοσύνη. Αλλά αυτό βρίσκεται έτη φωτός μακριά από το Ευαγγέλιο!
Και ο νοών, νοήτω!
Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος, πρώην Κερκύρας