Με μεγάλη επιτυχία ολοκληρώθηκε το 14ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη το διάστημα από 28 – 30 Αυγούστου 2016 και είχε ως θέμα: «Ευαγγελισμός και Επανευαγγελισμός στην Ευρώπη του 21ου αιώνα». Ο θεσμός αυτός που ξεκίνησε πριν από 25 χρόνια οργανώνεται από το Φραγκισκανικό Ινστιτούτο Πνευματικότητας του Ποντιφικού Πανεπιστημίου «Αντωνιάνουμ» και το Τμήμα Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
Η έναρξη πραγματοποιήθηκε το πρωί της Κυριακής 28 Αυγούστου στην Σταυροπηγιακή Μονή Βλατάδων με την Ορθόδοξη Θ. Λειτουργία την οποία παρακολούθησαν όλοι οι σύνεδροι, καθολικοί και ορθόδοξοι. Στην συνέχεια, έγινε η επίσημη έναρξη στο αμφιθέατρο της Μονής, με την παρουσία του Παναγιώτατου Μητροπολίτη Θεσσαλονίκης κ.κ. Άνθιμου ο οποίος ανέγνωσε χαιρετισμό της Α.Θ.Π. του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου και της Α.Θ.Μ. του Αρχιεπισκόπου Αθηνών κ.κ. Ιερωνύμου. Ακολούθως ο Αρχιεπίσκοπος Ιωάννης Σπιτέρης ανέγνωσε τον χαιρετισμό που ιδιοχείρως υπέγραψε για το συμπόσιο η Α.Α. ο Πάπας Φραγκίσκος και έχει ως εξής:
«Προς
τον Σεβαστό Αδελφό Καρδινάλιο Kurt Koch
Πρόεδρο του Ποντιφικικού Συμβουλίου για την Προώθηση της Ενότητας των Χριστιανών
Με έντονη χαρά πληροφορήθηκα πως συνεχίζεται η αξιέπαινη πρωτοβουλία της σύγκλησης ενός Συμποσίου, υπό την αιγίδα του Φραγκισκανικού Ινστιτούτου Πνευματικότητας του Ποντιφικικού Πανεπιστημίου Antonianum και του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, με σκοπό την προώθηση του θεολογικού και πολιτισμικού διαλόγου μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων.
Το ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο που θα πραγματοποιηθεί από τις 28 έως τις 30 Αυγούστου του 2016 στη Θεσσαλονίκη, θα έχει ως θέμα «Την ανάγκη επανευαγγελισμού των χριστιανικών κοινοτήτων στην Ευρώπη». Η παρουσία στην Ευρώπη τόσων ανθρώπων, που παρότι βαπτισμένοι, δεν έχουν επίγνωση του δώρου της πίστης που έχουν δεχθεί, δεν νιώθουν την παρηγοριά από αυτήν και δεν συμμετέχουν στην ζωή της χριστιανικής κοινότητας, συνιστά μια πρόκληση για όλες τις Εκκλησίες που υπάρχουν στην γηραιά Ήπειρο. Σε μια πραγματικότητα όπως είναι η ευρωπαϊκή, στην οποία χαλαρώνουν ολοένα και περισσότερο οι δεσμοί με τις χριστιανικές ρίζες, καθίσταται προφανής η ανάγκη για έναν νέο ευαγγελισμό. Αυτή η ιεραποστολική δέσμευση υποστηρίζεται από την βαθιά πεποίθηση ότι ο Χριστός, «μπορεί πάντα, με την καινοτομία του, να ανανεώσει τη ζωή μας και την κοινότητά μας, και μολονότι διασχίζει σκοτεινές εποχές και εκκλησιαστικές αδυναμίες, η χριστιανική πρόταση δεν γερνάει ποτέ» (Αποστολική Παραίνεση, Evangelii gaudium, 11).
Γι’ αυτό εύχομαι το Συμπόσιο με τη βοήθεια των σκέψεων που θα παρουσιάσουν οι αξιότιμοι Εισηγητές και χάρη στην ειλικρινή και εγκάρδια ανταλλαγή απόψεων μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων μελετητών, να μπορέσει να προτείνει και να εντοπίσει νέους δρόμους, δημιουργικές μεθόδους και μια γλώσσα κατάλληλη προκειμένου να φτάσει το άγγελμα του Ιησού Χριστού, με την πληρότητα του κάλλους του, στο σύγχρονο Ευρωπαίο.
Εμπιστευόμενος την πραγματοποίηση αυτής της ευχής στη μεσιτεία της Παναγίας Μητέρας του Θεού, του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος ανήγγειλε πρώτος το Ευαγγέλιο στους κατοίκους της Θεσσαλονίκης, και στους Αγίους ευαγγελιστές Κύριλλο και Μεθόδιο, που κατάγονταν από αυτή την πόλη, χαιρετώ εγκάρδια τους διοργανωτές και τους συμμετέχοντες του Συμποσίου, βεβαιώνοντάς τους πως θα τους μνημονεύω στην προσευχή μου και ικετεύοντας να έχουν όλοι την Αποστολική Ευλογία.
Βατικανό, 9 Αυγούστου 2016
Φραγκίσκος».
Στη συνέχεια ακολούθησαν οι δύο εισαγωγικές τοποθετήσεις, από τον Κοσμήτορα του Α.Π.Θ. Καθηγητή Μ. Κωνσταντίνου με θέμα: «Η Ορθόδοξη Εκκλησία απέναντι στην πρόκληση του επανευαγγελισμού του κόσμου» και από τον Αρχιεπίσκοπο Ιωάννη Σπιτέρη με θέμα: «Το αίτημα του επανευαγγελισμού στην Καθολική Εκκλησία» την οποία και παραθέτουμε:
«Το έργο του ευαγγελισμού αποτελεί ένα ουσιώδες καθήκον της Εκκλησίας και υπαγορεύεται από την εντολή του Κυρίου: «πορευθέντες οὖν μαθητεύσατε πάντα τὰ ἔθνη» (Μτ 28,19). Πράγματι, η Εκκλησία υπάρχει για να ευαγγελίζεται, όπως έγραψε ο Πάπας Παύλος ΣΤ’, στην εγκύκλιο Επιστολή «EvangeliiNuntiandi» (§ 14). Στα 2000 και πλέον χρόνια ιστορίας της, λαμβάνοντας υπόψη τις κοινωνικές και ιστορικές αλλαγές, η Εκκλησία παρέμεινε πάντοτε πιστή σε αυτή την εντολή του Κυρίου της. Χρησιμοποιώντας και πάλι τα λόγια του Παύλου ΣΤ’, θυμίζουμε ότι «Ευαγγελίζομαι σημαίνει αναγγέλλω το όνομα, τη διδασκαλία, τη ζωή, τις υποσχέσεις, τη Βασιλεία, το Μυστήριο του Ιησού της Ναζαρέτ, Υιού του Θεού» (ό.π., § 22).
Σήμερα, η Δυτική Εκκλησία κατανοεί τον ευαγγελισμό ως πορεία μύησης, που ερμηνεύεται ως επανευαγγελισμός ή νέος ευαγγελισμός περιοχών με μακρά χριστιανική παράδοση που όμως ταλαιπωρούνται από την εκκοσμίκευση και τη θρησκευτική αδιαφορία. Η σημερινή Εκκλησία, ακολουθώντας το παράδειγμα της Εκκλησίας των πρώτων χρόνων του Χριστιανισμού, προτείνει ξανά, μέσω της πορείας μύησης, το αιώνιο Ευαγγέλιο. Στόχος αυτής της ευαγγελικής πρότασης είναι η διαμόρφωση ώριμων χριστιανών, οι οποίοι να νιώθουν «ότι έχουν κληθεί» από τον ίδιο τον Χριστό να Τον γνωρίσουν και να Τον βιώσουν μέσα στην εκκλησιαστική διάσταση, θέτοντάς Τον στο κέντρο της ύπαρξής τους.[1]
Αποσαφήνιση των όρων
Σήμερα, στον καθολικό κόσμο προκρίνεται ο όρος «νέος ευαγγελισμός» έναντι του όρου «επανευαγγελισμός». «Μιλάμε για Νέο ευαγγελισμό, παρά για επανευαγγελισμό, όπως αποκαλείται ενίοτε, για να υποδηλώσουμε ότι η τρέχουσα ιστορική καμπή απαιτεί από εμάς να αναγγείλουμε ξανά με νέο ενθουσιασμό και χρησιμοποιώντας νέες εκφραστικές μεθόδους το αιώνιο μήνυμα: Τον Ιησού Χριστό και την καλή Αγγελία του. Αν χρησιμοποιούσαμε τον όρο επανευαγγελισμός, θα υπαινισσόμαστε απλώς κάποια επουσιώδη βελτίωση ή μια απλή διόρθωση των ανθρωπίνων ατελειών του παρελθόντος. Αντίθετα, νέος ευαγγελισμός σημαίνει να δοκιμάζουμε νέα θεωρητικές και πρακτικές εκφράσεις για να «αναγγείλουμε» αποτελεσματικά το παντοτινό κήρυγμα στο πλαίσιο ενός διαφορετικού κοινωνικοπολιτισμικού περιβάλλοντος. Επομένως, δεν ξεκινάμε από το μηδέν, αλλά χτίζουμε, με τις απαραίτητες αναπροσαρμογές και αναδιαρθρώσεις του παρελθόντος, ένα άλλο όροφο πάνω στους ήδη υπάρχοντες. Για τον λόγο αυτόν, πρόκειται για έναν νέο ευαγγελισμό που αφορά τόσο τον ζήλο των πρωταγωνιστών όσο και τις πολιτισμικές προσλήψεις και τις ποιμαντικές στρατηγικές».[2]
Μια απαραίτητη διευκρίνιση
Για να αναδείξουμε τον επιτακτικό χαρακτήρα του αιτήματος του επανευαγγελισμού ή του νέου ευαγγελισμού στην Καθολική Εκκλησία, θα παρουσιάσουμε τη σκέψη των τελευταίων Παπών επί του θέματος. Αυτό θα μπορούσε να δώσει την εντύπωση, κυρίως στους φίλους μας ορθοδόξους, ότι η Καθολική Εκκλησία ταυτίζεται με την προσωπική σκέψη των εκάστοτε Παπών. Ωστόσο, κάτι τέτοιο δεν ισχύει, διότι η διδασκαλία του Επισκόπου Ρώμης δεν είναι ουρανοκατέβατη, αλλά αντανακλά το ιστορικό κλίμα της στιγμής, που εκφράζεται σε εκατοντάδες δημοσιεύσεις, συνέδρια, συζητήσεις γύρω από ποιμαντικά προβλήματα, ένα από τα οποία είναι και ο Νέος Ευαγγελισμός. Ο Πάπας, κατά την τακτική διδακτική του διακονία, συλλέγει και ερμηνεύει αυτά τα αιτήματα και τα προβάλλει εκ νέου σε ολόκληρη την Εκκλησία, ενθαρρύνοντάς την να ξεκινήσει μία πορεία ανανέωσης στα όρια μιας πολύ δύσκολης πραγματικότητας για μια παγκόσμια Εκκλησία με χίλια πρόσωπα και άλλες τόσες κουλτούρες και παραδόσεις.
Ο νέος Ευαγγελισμός κατά τον Ιωάννη Παύλο τον Β’
Η έκφραση «νέος ευαγγελισμός» χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Ιωάννη Παύλο τον Β’ το 1979, κατά τη διάρκεια ενός αποστολικού ταξιδιού του στη NowaHuta της Πολωνίας. Με την ευκαιρία αυτή είχε δηλώσει: «Έχουμε δεχθεί ένα σημάδι, πως δηλαδή στο κατώφλι της νέας χιλιετίας – σε αυτούς τους νέους καιρούς, σε αυτές τις νέες συνθήκες ζωής – παρουσιάζεται ξανά η ανάγκη να αναγγείλουμε το Ευαγγέλιο. Έχει αρχίσει ένας Νέος Ευαγγελισμός, ωσάν να επρόκειτο για μια δεύτερη αναγγελία, αν και στην πραγματικότητα είναι πάντοτε η ίδια». Για αυτόν ο Νέος Ευαγγελισμός αποτελεί ένα ζωτικής σημασίας για την Εκκλησία, εφόσον πρόκειται για μια νέα επιφοίτηση του Πνεύματος, για μια νέα Πεντηκοστή: «Ένας νέος γεμάτος ζήλο ευαγγελισμός – δήλωνε – είναι η πρώτη διακονία που η Εκκλησία μπορεί να προσφέρει σε κάθε άνθρωπο και σε ολόκληρη την ανθρωπότητα. Σήμερα απαιτείται ένας ευαγγελισμός που να έχει το ζήλο της Πεντηκοστής. Η αποστολή είναι πρόβλημα πίστεως» (RedemptorisMissio, 11).
Ο Ιωάννης Παύλος Β’ όχι μόνο εισήγαγε τον όρο «Νέος Ευαγγελισμός», αλλά τον ανήγαγε και σε όρο κλειδί της ποντιφικικής του θητείας. Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν, θα διευκρινίσει σε τι συνίσταται η καινοτομία του ευαγγελισμού. Έτσι, ευρισκόμενος στην Αϊτή, κατά τη συνάντησή του με τη Σύνοδο των Επισκόπων της Λατινικής Αμερικής, το 1983, δήλωσε πως ο Νέος Ευαγγελισμός είναι «νέος στο ζήλο του, στις μεθόδους του και στις εκφράσεις του».
Συνεπώς, ο Νέος Ευαγγελισμός είναι η συνάντηση με την Ιησού και απαιτεί πρώτα απ’ όλα μια μεταστροφή αυτών που τον ασκούν: «Στην πραγματικότητα –εξηγεί ο πάπας Ιωάννης Παύλος Β’- το αίτημα για νέο ευαγγελισμό είναι πριν απ’ όλα ένα αίτημα για μεταστροφή. Πράγματι, διαμέσου της μαρτυρίας μιας Εκκλησίας όλο και πιο πιστής στην ταυτότητά της και πιο ζωντανής σε όλες τις εκδηλώσεις της, οι άνθρωποι και οι λαοί όλου του κόσμου, θα μπορέσουν να συνεχίσουν να συναντούν τον Ιησού Χριστό» (Στους Λατινοαμερικανούς Επισκόπους, στις 12 Οκτωβρίου 1992, στο Santo Domingo).
Όταν μιλάμε για ευαγγελισμό θα πρέπει αυτός να αναφέρεται όχι μόνο σε κοινωνικά προβλήματα, αλλά κυρίως στο περιεχόμενο της πίστεως. «Αυτό, -λέει ο Πολωνός Πάπας – θα συμβεί όταν το όνομα, η διδασκαλία, η ζωή και οι υποσχέσεις, το μυστήριο, με μια λέξη η Βασιλεία του Ιησού της Ναζαρέτ, του Λυτρωτή του ανθρώπου, θα διακηρύσσεται με νέα τόλμη, χωρίς εύκολες καιροσκοπικές συρρικνώσεις και αμφισημίες» (26 Νοεμβρίου 1989).
Η εγκύκλιος «Redemptorismissio» (7 Δεκεμβρίου 1990), καθιστά οριστική αυτή τη διευκρίνιση. Μεταξύ άλλων, αναφέρεται σε έναν ευαγγελισμό που στοχεύει στη μετάδοση των «αξιών της Βασιλείας», όπως είναι η ειρήνη, η δικαιοσύνη, η ελευθερίας, η αδελφοσύνη. Αλλά πλάι στις θετικές πτυχές αυτού του κηρύγματος, δυστυχώς υπάρχουν και αρνητικές πλευρές, όπως η αποσιώπηση του προσώπου του Ιησού Χριστού (εδώ γίνεται έμμεση αναφορά σε διάφορες θεολογίες όπως η «πολιτική θεολογία», η «θεολογία της απελευθέρωσης» κ.ο.κ.). Απέναντι σε μια τέτοια αντίληψη, ο Πολωνός Πάπας εκφράζεται με σταθερότητα: «Η Βασιλεία του Θεού, δεν είναι μία έννοια, μία διδασκαλία, ένα πρόγραμμα προς επεξεργασία, αλλά πριν απ’ όλα είναι ένα πρόσωπο που έχει την όψη και το όνομα του Ιησού της Ναζαρέτ, της εικόνας του αόρατου Θεού» (αρ. 17).
Και με την έννοια του «Νέου Ευαγγελισμού» κατέστη σαφές με ποιο τρόπο αυτή η νέα ώθηση για την ιεραποστολή της Εκκλησίας, θα απευθύνεται σε όλα τα μέλη του λαού του Θεού. Η ομολογία πίστεως και η διάδοσή της, δεν είναι προνόμιο ειδικών ή αξιωματούχων, αλλά ανήκει σε όλα τα μέλη του λαού του Θεού. Αυτή πρέπει να είναι «κοινό έργο των Επισκόπων, των πρεσβυτέρων, των μοναχών και των λαϊκών, των γονέων και των νέων»[3] .Το 1987 ο ίδιος Πάπας ενθαρρύνει τους Γάλλους Επισκόπους, κατά τη διάρκεια επίσκεψής τους adliminaapostolorum, «να εκπαιδεύσουν τους χριστιανούς τους στην ανάληψη ευθύνης για την από κοινού προώθηση ενός νέου ευαγγελισμού».
ΒΕΝΕΔΙΚΤΟΣ ΙΣΤ’
Και για τον Βενέδικτο τον ΙΣΤ’, ο Νέος Ευαγγελισμός αποτελούσε μια δέσμευση πρώτης προτεραιότητας. Έχοντας επίγνωση ότι η δέσμευση του νέου Ευαγγελισμού πρέπει να αφορά ολόκληρη την Εκκλησία, συνεκάλεσε τη Σύνοδο των Επισκόπων, που διεξήχθη από τις 7 έως 28 Οκτωβρίου 2012, στο Βατικανό, με θέμα: «Ο Νέος Ευαγγελισμός για τη διάδοση της χριστιανικής πίστεως». Οι παρεμβάσεις των συνοδικών Πατέρων ήταν γεμάτες ανησυχίες, αλλά και ελπίδα για το μέλλον της πίστεως, μέσα σε έναν κόσμο που σταδιακά αποχριστιανοποιείται.
Στο Εργαλείο Εργασίας (InstrumentumLaboris), – ένα κείμενο που συνέταξαν Επίσκοποι από όλον τον κόσμο και έγινε αντικείμενο μελέτης πριν και κατά τη διάρκεια της Συνόδου -, μεταξύ άλλων διαβάζουμε: Στον δυτικό κόσμο «διαπιστώθηκε μια ανησυχητική απώλεια της αίσθησης του ιερού, φτάνοντας μέχρι του σημείου να τεθούν υπό αμφισβήτηση θεμελιώδη ζητήματα που φαίνονταν αδιαμφισβήτητα, όπως η πίστη σε έναν Θεό Δημιουργό που προνοεί για τον κόσμο, η αποκάλυψη του Ιησού Χριστού, μοναδικού Σωτήρα, και η κοινή αντίληψη των θεμελιωδών εμπειριών του ανθρώπου, όπως η γέννηση, ο θάνατος, η ζωή σε μια οικογένεια, η αναφορά σε έναν φυσικό ηθικό νόμο» (αρ. 43). Για τον λόγο αυτόν, «ο όρος “Νέος Ευαγγελισμός” καθιστά αναγκαίο έναν νέο τρόπο αναγγελίας της χριστιανικής πίστεως, προπάντων σ’ αυτούς που ζουν μέσα σε ένα περιβάλλον, όπως το σημερινό, όπου η εξάπλωση της εκκοσμίκευσης έχει αφήσει βαριά τα ίχνη της, ακόμα και στις Χώρες με χριστιανική παράδοση» (αρ. 44). Συνεπώς «μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Νέος Ευαγγελισμός θέλει να αντηχήσει ως μια έκκληση, ένα αίτημα της Εκκλησίας προς τον εαυτό της για να ανακτήσει τις πνευματικές δυνάμεις της και να δεσμευθεί να καταθέσει θετικές προτάσεις μέσα σε αυτό το νέο πολιτισμικό κλίμα, προβαίνοντας στις θετικές της προτάσεις. Το επίθετο «νέος» αναφέρεται στο διαφοροποιημένο πολιτισμικό περιβάλλον και παραπέμπει στην ανάγκη η Εκκλησία να ανακτήσει δυνάμεις, θέληση, φρεσκάδα και ευστροφία στον τρόπο της να βιώνει την πίστη και να τη μεταδίδει» (αρ. 49).
Ποντιφικικό Συμβούλιο για την Προώθηση του Νέου Ευαγγελισμού
Στην ίδια κατεύθυνση, εμφορούμενος από προφητικό πνεύμα, ο Πάπας Βενέδικτος ΙΣΤ’, δια της Αποστολικής Επιστολής «UbicumqueetSemper», ίδρυσε στις 21 Σεπτεμβρίου του 2010, το «Ποντιφικικό Συμβούλιο για την Προώθηση του Νέου Ευαγγελισμού», το οποίο, σύμφωνα με την ιδρυτική επιστολή, έχει μεταξύ των άλλων, τα ακόλουθα καθήκοντα:
1ον. Να εμβαθύνει περαιτέρω τη θεολογική και ποιμαντική σημασία του Νέου Ευαγγελισμού και
2ον. Να προωθήσει και να ενθαρρύνει, σε στενή συνεργασία με τις ενδιαφερόμενες Επισκοπικές Συνόδους, που θα να διαθέτουν έναν adhoc οργανισμό, τη μελέτη, τη διάδοση και την εφαρμογή της Ποντιφικικής Διδασκαλίας σχετικά με τα ζητήματα που αφορούν τον Νέο Ευαγγελισμό.
Ένα από τα πιο αξιόλογα αποτελέσματα αυτού του Ποντιφικικού Συμβουλίου, είναι η δημοσίευση του Εγχειριδίου του Νέου Ευαγγελισμού. Η συγκεκριμένη έκδοση αποτελεί μια ευρεία ανθολογία αποσπασμάτων από ομιλίες, μηνύματα, διαλέξεις, αποστολικές επιστολές και άλλα Παπικά έγγραφα από το 1939 και έπειτα. Επιπλέον, περιέχει αποσπάσματα από τα επίσημα έγγραφα της Β’ Βατικανής Συνόδου. Όλα τα κείμενα έχουν επιλεγεί με βάση τη σπουδαιότητά τους για το Νέο Ευαγγελισμό. Το Εγχειρίδιον παρουσιάζει το θέμα του Νέου Ευαγγελισμού ξεκινώντας από την διαμόρφωση και διάδοση της ίδιας της έννοιας κατά την πορεία των τελευταίων δεκαετιών, και δείχνει τη σημασία της για την Εκκλησία του σήμερα.[4]
Στην εισαγωγή αυτού του έργου, διαβάζουμε: «Δεν λείπουν τα ερωτηματικά πάνω στο Νέο Ευαγγελισμό. Ορισμένοι αναρωτήθηκαν αν είναι αναγκαίο να χρησιμοποιούμε αυτή την έκφραση που θα μπορούσε να φανεί ως κάτι το διαφορετικό από την ιεραποστολή την οποία η Εκκλησία άσκησε στην πορεία των δύο χιλιάδων χρόνων της. Άλλοι διέκριναν στον όρο μια κριτική εναντίον κάποιων ποιμαντικών πρακτικών των περασμένων δεκαετιών που δεν αποδείχθηκαν πάντοτε αποτελεσματικές και γόνιμες. Άλλοι, αντίθετα, συνειδητοποίησαν την επιτακτική ανάγκη για μια ποιμαντική μεταστροφή, για να δοθεί φωνή στο Πνεύμα που καλεί σε μια διαρκώς ανανεωνόμενη Πεντηκοστή».
ΠΑΠΑΣ ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Όταν ο καρδινάλιος Bergoglio εξελέγη Πάπας, ο Άγγλος φιλόσοφος, RogerScruton, αγγλικανός στο θρήσκευμα, είπε: «Η Ευρώπη εκχριστιάνισε τον κόσμο, σήμερα οι ευρωπαϊκές ελίτ έχουν αρνηθεί τη χριστιανοσύνη, γι’ αυτό η εκλογή του Bergoglio θα είναι η ευκαιρία για έναν επανευαγγελισμό της Ευρώπης μέσω ενός Αργεντινού Ιησουίτη». Δεν ξέρω αν ένας άνθρωπος, ακόμα και αν είναι ο Πάπας «που ήρθε από την άλλη άκρη του κόσμου», μπορεί, από μόνο του, να ευαγγελισθεί την Ευρώπη, ξέρω όμως ότι αυτός ο Πάπας έχει έναν δικό του προσωπικό τρόπο, πολύ αποτελεσματικό, για να ευαγγελίζεται. Ένα στυλ τόσο απλό, που προκαλεί αμηχανία σε κάποιους ανθρώπους, ακόμη και μέσα στην Καθολική Εκκλησία. Το στυλ αυτό το εκφράζει στις συχνές ομιλίες του προς τον λαό που συρρέει για να τον ακούσει, στα ποιμαντικά έγγραφά του, αλλά πάνω απ’ όλα στη μετασυνοδική αποστολική Παραίνεση «Evangelligaudium», την οποία είχαμε την ευκαιρία να μελετήσουμε σε αυτόν εδώ τον χώρο, στις 21 Απριλίου του 2015.
Για να συνειδητοποιήσουμε πώς ο Πάπας Bergoglio εννοεί το Νέο Ευαγγελισμό και πώς τον παρουσιάζει στον σημερινό άνθρωπο, θεωρούμε αναγκαίο να προτάξουμε μια ιστορικό-θεολογική σημείωση. Ένα τμήμα της Δύσης, ερμηνεύοντας το προπατορικό αμάρτημα με αφετηρία τον Αυγουστίνο ως ενοχή, κατανόησε τον θάνατο του Χριστού με όρους δικανικούς, ως ικανοποίηση της δικαιοσύνης του Θεού. Ως γνωστόν, ο σημαντικότερος εκφραστής της «περὶ ἱκανοποιήσεως δικανικὴς θεωρίας», υπήρξε ο Άνσελμος Καντερβουρίας στο κλασικό του έργο «CurDeushomo?» (Γιατί ο Θεός έγινε άνθρωπος;) (1098). Δεν είναι ο κατάλληλος χώρος ούτε στις προθέσεις μας να εξεταστεί τι πραγματικά ήθελε ο Άνσελμος να υποστηρίξει με αυτήν τη σωτηριολογική του άποψη. Το σίγουρο είναι, πάντως ότι στη σχολαστική παράδοση η θέση του Ανσέλμου για την ικανοποίηση της δικαιοσύνης του Θεού προσέλαβε έντοναδικανικές προεκτάσεις και σκιαγράφησε έναν Θεό ελάχιστα χριστιανικό. Η θέση αυτή έχει διεισδύσει και στη νεότερη θεολογία, στα λαϊκά κηρύγματα ακόμη και στη λειτουργία. Έτσι συνέβαλε στο να κατανοηθεί ο Θεός όχι τόσο ως Πατέρας, αλλά πρωτίστως ως νομοθέτης και ζηλωτής εγγυητής του νόμου, τον οποίον χρειάζεται με κάθε τρόπο να εξευμενίσουμε και να κατευνάσουμε με τα έργα μας και κυρίως με τα βάσανά μας. Η σχέση με τον Θεό αντί να είναι μια σχέση υιική, κατέληξε σε μια σχέση υποταγμένη σε μια νοοτροπία δικανική, ατομικιστική και ευσεβιστική.
Έχει λεχθεί ότι μια τέτοια εικόνα του Θεού υπήρξε μία από τις θεωρητικές δογματικές παραστάσεις που απομάκρυνε περισσότερο τον σύγχρονο άνθρωπο από τη χριστιανική πίστη. Υπήρξαν βεβαίως άγιοι, θεολόγοι, πνευματικά έργα καθώς και όλοι οι τελευταίοι Πάπες, που προσπάθησαν να αλλάξουν αυτήν τη νοοτροπία. Πιστεύουμε, ωστόσο, ότι η επιμονή με την οποία ο σημερινός Ποντίφικας, στα κηρύγματα και γενικότερα στη διδασκαλία του, παρουσιάζει την εικόνα του Θεού ως Σπλαχνικού Πατέρα, που «πάντοτε, πάντοτε συγχωρεί», το γεγονός ότι αφιέρωσε ένα Ιωβηλαίο Έτος στην ευσπλαχνία του Θεού, αποκαλύπτουν αυτό που ο Πάπας Φραγκίσκος εννοεί ως Νέο Ευαγγελισμό. Αυτό που απλώς θέλει είναι να βοηθήσει στην αποκατάσταση της ευαγγελικής έννοιας του Θεού ως Πατέρα ο οποίος αγαπά και ελεεί, και συνακόλουθα στην αποκατάσταση της σωστής σχέσης μαζί Του. Αυθεντικός χριστιανό, είναι αυτός που αισθάνεται βαθιά μέσα του πως ο Θεός είναι Πατέρας του και μπορεί να φωνάξει από τα βάθη της καρδιάς, «Αβά ο πατήρ».
Ο άλλος τρόπος με τον οποίο ο Πάπας Φραγκίσκος θέλει να ευαγγελιστεί το σημερινό άνθρωπο που έχει εγκαταλείψει την πίστη ή την απορρίπτει ως δυσβάσταχτο βάρος, είναι να του δείξει την ομορφιά της πίστεως, το χαρούμενο πρόσωπο του Χριστού, τη χαρά να πιστεύει. Έτσι αρχίζει η μετασυνοδική Αποστολική Παραίνεση Evangeliigaudium: «Η χαρά του Ευαγγελίου πλημμυρίζει την καρδιά και όλη τη ζωή αυτών που συναντώνται με τον Ιησού Χριστό. Όσοι αφήνουν τον εαυτό τους να σωθεί από Αυτόν, ελευθερώνονται από την αμαρτία, από τη θλίψη, από το εσωτερικό κενό, από την απομόνωση. Με τον Ιησού Χριστό πάντοτε γεννιέται και αναγεννιέται η χαρά. Στην Παραίνεση αυτή, επιθυμώ να απευθυνθώ στους πιστούς χριστιανούς, για να τους προσκαλέσω σε ένα νέο σταθμό ευαγγελισμού, σφραγισμένου από αυτήν τη χαρά και να υποδείξω δρόμους για την πορεία της Εκκλησίας κατά τα επόμενα έτη» (αρ. 1). Αυτό όμως είναι δυνατό όταν το «μικρό ποίμνιο» των χριστιανών έχει ανακαλύψει και βιώσει αυτή την ομορφιά. Τότε θα είναι δυνατό να μαρτυρήσει αυτή την πίστη και η μαρτυρία αυτή θα είναι αποτελεσματική. «Όλοι έχουν το δικαίωμα –γράφει- να δεχθούν το Ευαγγέλιο. Οι χριστιανοί έχουν το καθήκον να το αναγγέλλουν, χωρίς να αποκλείουν κανένα, όχι σαν αυτόν που επιβάλλει μια νέα υποχρέωση, αλλά σαν αυτόν που μοιράζεται μια χαρά, δείχνει έναν ωραίο ορίζοντα, προσφέρει ένα λαχταριστό γεύμα. Η Εκκλησία δεν αυξάνεται προσηλυτίζοντας αλλά “προσελκύοντας”» (αρ. 14).
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ
Ολοκληρώνοντας αυτή την εισαγωγή μου στο Συμπόσιό μας, θα μπορούσατε να με ρωτήσετε: Η διδασκαλία των Παπών για την αναγκαιότητα του Νέου Ευαγγελισμού, μια Σύνοδος των Επισκόπων πάνω στο θέμα αυτό, εκατοντάδες βιβλίων, άρθρων, διαλέξεων, εκπομπών πάνω στο Νέο Ευαγγελισμό έχουν άραγε συμβάλει στην αλλαγή της νοοτροπίας των ποιμαντικών λειτουργών; Έχουν αποδώσει καρπούς στην Καθολική Εκκλησία;
Δεν είμαι σε θέση να κρίνω – το παρατηρητήριό μου δεν έχει μεγάλη εμβέλεια – αλλά από αυτό που μου είναι δυνατό να διαπιστώσω, δεν βλέπω μεγάλες αλλαγές στον τρόπο μετάδοσης της πίστης. Μάλιστα, υπάρχουν πολλοί που πιστεύουν πως η απώλεια της πίστεως οφείλεται στις καινοτομίες της Β’ Βατικανής Συνόδου, στα ανοίγματα προς τους άλλους χριστιανούς, στις άλλες θρησκείες και ούτω καθεξής. Για τον λόγο αυτόν, οι κύκλοι αυτοί δηλώνουν ότι είναι ανάγκη να οπισθοχωρήσουμε και να αποκαταστήσουμε τη χαμένη χριστιανοσύνη μέσω πρακτικών, που έχουν δοκιμαστεί με επιτυχία από την παλαιά παράδοση. Δεν υπάρχει ανάγκη να αλλάξουμε, αλλά να αποκαταστήσουμε!
Είμαι, ωστόσο, εξίσου βέβαιος ότι πολλοί μέσα στην Καθολική Εκκλησία, ξεκινώντας από τους επικεφαλής, έχουν πειστεί για την αναγκαιότητα να αλλάξει ο τρόπος που παρουσιάζεται το Ευαγγέλιο στους άνδρες και στις γυναίκες του σήμερα. Σύμφωνα με αυτήν την ανάγνωση, αυτό που αυτή τη στιγμή ζούμε, δεν είναι το τέλος της πίστεως, αλλά μιας συγκεκριμένης πίστεως. Δεν είναι το τέλος του χριστιανισμού, αλλά ενός συγκεκριμένου χριστιανισμού. Δεν είναι το τέλος του κόσμου, αλλά ενός συγκεκριμένου κόσμου.
Μέσα στα πλατιά γεωγραφικά όρια της Καθολικής Εκκλησίας, ήδη μπορούμε εδώ κι εκεί να δούμε τους πρώτους σπόρους της επανεκκίνησης, του νέου τρόπου παρουσίασης της πίστεως που δεν μπορεί να μη φέρει καρπούς στο μέλλον, και μάλιστα κάποιους από αυτούς μπορούμε ήδη να τους διακρίνουμε στον ορίζοντα.
Αυτή η θεώρηση των πραγμάτων φέρει βαθιά τη σφραγίδα της χριστιανικής ελπίδας: πιστεύει ότι το Πνεύμα του αναστημένου Κυρίου δεν έχει αφήσει από τα χέρια του την ιστορία, και ότι αυτή βαδίζει προς την εκπλήρωσή της και όχι προς την καταστροφή της. Δεν πρόκειται για μια απλοϊκή αλλά για μια αναστάσιμη ανάγνωση της ιστορίας».
Μία ιδιαίτερα συγκινητική στιγμή υπήρξε η απονομή τιμητικής πλακέτας στον λαζαριστή ιερ. Ιωάννη Λούβαρη για τα 50 χρόνια ιερατικής του διακονίας και την συνεισφορά του στον διαχριστιανικό διάλογο.
Το υπόλοιπο του συνεδρίου συνεχίστηκε με ενδιαφέρουσες ομιλίες και τοποθετήσεις από ειδικούς όπως ο C. Alzati, PaoloMartinelli, B. Petrà, A. Grazioliκαι A. Lonardo και Χ. Τσιρώνη, Χ., Ατματζίδη, Δ. Κούκουρα, Π. Βασιλειάδη, Σ. Τσομπανίδη, Ν. Δημητριάδη και Δ. Κεραμιδά που σε παράλληλους δρόμους επιχείρησαν να τεκμηριώσουν και να αναδείξουν όλες τις πτυχές αλλά και τον προβληματισμό αυτού του μεγάλου θέματος όπως αντιμετωπίζεται από τις δύο χριστιανικές παραδόσεις, δηλαδή την καθολική και την ορθόδοξη Εκκλησία. Αναδείχθηκε από όλους η ανάγκη του επανευαγγελισμού της Ευρώπης που μέχρι σήμερα θεωρούνταν επιτακτική μόνο για το δυτικό της μέρος, παρουσιάστηκε δε από τους ορθόδοξους ομιλητές η αναγκαιότητα ενός νέου ευαγγελισμού και για την Ορθόδοξη Ελλάδα και κυρίως για τα μεγάλα αστικά της κέντρα. Υπογραμμίστηκαν εκτενώς οι θέσεις και οι αποφάσεις που ελήφθησαν κατά την πρόσφατη Μεγάλη και Αγία Σύνοδο στο Κολυμπάρι Χανίων, κυρίως δε το μήνυμα της Ορθοδοξίας στον σύγχρονο κόσμο. Επανειλημμένα έγινε αναφορά στην φράση ότι δεν αρκεί η λειτουργική ζωή για να ευαγγελιστεί ο κόσμος, αλλά υπάρχει πλέον ανάγκη για τη «Λειτουργία μετά τη Λειτουργία».
Μία σύνθεση των εργασιών του Συμποσίου ετοίμασε και παρουσίασε ο εκ των διοργανωτών Καθηγητής Παναγιώτης Υφαντής, την οποία και παραθέτουμε:
«Σεβαστοί Πατέρες και σεβαστές μητέρες, αξιότιμοι συνάδελφοι, αγαπητές και αγαπητοί σύνεδροι,
Μόλις ολοκληρώθηκε το ΙΔ΄ Διαχριστιανικό Συμπόσιο, ένας ακόμη σταθμός που επιμηκύνει την ήδη μακρά πορεία των συναντήσεών μας οι οποίες καλύπτουν σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα, όπως επεσήμανε ο Πρόεδρος του Φραγκισκανικού Ινστιτούτου, πολύτιμος φίλος και επίτιμος δημότης της Θεσσαλονίκης αδελφός LucaBianchi.
Θα ήθελα να επισημάνω ότι το παρόν Συμπόσιο, εξαιτίας των ιδιαίτερων περιστάσεων που το ανέβαλαν για ένα χρόνο αλλά και των φονικών σεισμών στην Ιταλία που το σκιάζουν, δείχνει με έναν εξαιρετικά εύγλωττο τρόπο την επιμονή μας να παραμένουμε μαζί για να αντιμετωπίζουμε από κοινού και να μοιραζόμαστε, όχι μόνο τους θεολογικούς, ερευνητικούς, ποιμαντικούς και πνευματικούς μας προβληματισμούς αλλά και τις χρόνιες δυσκολίες ή αιφνίδιες συμφορές με πίστη και καρτερία, με δύο λόγια παρηγοριάς ή με λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλής προσευχής.
Από τη πλευρά μας, ως οικοδεσπότες, προσπαθήσαμε να αντισταθμίσουμε την έλλειψη των μέσων που θα καθιστούσαν ενδεχομένως το Συνέδριό μας πιο πολυτελές ή και πιο άνετο, με μια καρδιακή ανοιχτότητα και μια γενναιοδωρία γνήσιων αισθημάτων φιλίας και συμπάθειας. Και πράγματι, όποτε συνομιλούσαμε μαζί σας στα διαλείμματα των εργασιών, στον δρόμο ή στο δείπνο νιώθαμε, όπως κάθε φορά, να ενσαρκώνετε τον χαρακτηριστικό χαιρετισμό του πνευματικού σας προδρόμου, πατέρα και αδελφού: Paxetbonum. Με την καλοσυνάτη και ειρηνική σας παρουσία επιβεβαιώνετε γιατί η Φραγκισκανική είναι μια από τις ελκυστικότερες και οικείες σε μας πνευματικές εκφράσεις της δυτικής χριστιανοσύνης. Και δίχως να το επιδιώκετε, δείχνετε πως οι άγιες αρετές της απλότητας και η αθωότητας συνθέτουν ένα διαχρονικό πρότυπο ενότητας τόσο για τους χριστιανούς και τις Εκκλησίες μεταξύ τους, όσο και για τη σχέση του ανθρώπου με τον εαυτό του, με τον άλλο, όσο κοντινός ή μακρινός κι αν είναι, και με την κτίση ολόκληρη, τον κοινό οίκο όλων των όντων. Αυτό τον κτιστό κόσμο που μαρτυρεί τη δημιουργική θεία αγάπη και τον οποίο έχουμε την ευθύνη ως χριστιανοί να τον καταστήσουμε ένα δροσερό κήπο γεμάτο εμπειρίες και καρπούς συμφιλίωσης.
Ξεφυλλίζοντας κανείς το Πρόγραμμα του Συμποσίου και διαβάζοντας τους τίτλους των θεματικών ενοτήτων και τους τίτλους των εισηγήσεων, κατανοεί πως πρόκειται για μια πολυεδρική προσέγγιση του θέματος. Για λόγους συστηματικούς θα προσπαθήσω να συνοψίσω τους βασικούς άξονες προβληματισμού και την πραγμάτευσή τους, με βάση τρία βασικά ερωτήματα που κατά τη γνώμη μου συνδέουν σιωπηρά όλες τις εισηγήσεις. Δηλαδή, το γιατί, το τι και το πώς του νέου ευαγγελισμού ή του επανευαγγελισμού στην σύγχρονη Ευρώπη.
Το γιατί του αιτήματος συνυφαίνεται με την ίδια την ταυτότητα του πιστού και με τη θεμελιώδη εντολή του ίδιου του Κυρίου. Πρόκειται δηλαδή για μια δέσμευση, που κρίνει την ευαγγελική και βιβλική πιστότητα του χριστιανού και της Εκκλησίας. Η Εκκλησία ευαγγελίζεται όχι για να επεκταθεί γεωγραφικά, να εξασφαλίσει την αριθμητική της υπεροχή σε σχέση με τις άλλες θρησκείες ή να αυξήσει το θεσμικό της κύρος αλλά για να παραμείνει πιστή στον Χριστό, μια πιστή Νύμφη που μαρτυρεί για τον Νυμφίο. Και ο χριστιανός δεν ευαγγελίζεται για να επιδείξει και να αποδείξει τον ευσεβή ζήλο του και να ελπίσει σε ένα λαμπρότερο φωτοστέφανο. Αλλά απλώς και μόνο για να παραμείνει μέλος του Εσταυρωμένου και Αναστημένου Σώματος του Χριστού. Εσχάτως, μάλιστα, αυτή η μαρτυρία απαιτεί ακόμη και το μαρτύριο, όπως συνέβαινε στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες. Έτσι, μέσα από τη φρίκη της βίας επιβεβαιώνεται η δύναμη του Σταυρού που μεταμορφώνει τα θύματα σε νικητές της ζωής και τους θύτες σε εφήμερες και αδύναμες μαριονέτες του κακού. Οι ομιλητές μας, εξάλλου, παραπέμποντας και σε επίσημα εκκλησιαστικά και οικουμενικά κείμενα τόνισαν πως αυτή η δέσμευση του νέου Ευαγγελισμού δεν είναι προνόμιο ή χρέος μόνο του κλήρου, των επισκόπων, των μοναχών και των αφιερωμένων, παρά τη μεγάλη τους συμβολή και ευθύνη, που μας θύμισε ο Mons. PaoloMartinelli. Αντιθέτως, η ευθύνη του νέου ευαγγελισμού είναι ευθύνη καθενός πιστού ξεχωριστά, ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας, οικογενειακής και κατάστασης ή και θεσμικού ρόλου στην Εκκλησία.
Όσα είπαμε μέχρι εδώ, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί ότι αφορούν όλους τους χριστιανούς και την Εκκλησία κάθε τόπου και κάθε εποχής. Ωστόσο, αυτό που καθιστά το αίτημα του νέου ευαγγελισμού ακόμη πιο επιτακτικό σήμερα είναι το ζοφερό τοπίο της σύγχρονης Ευρώπης, σε επίπεδο πολιτισμικό και πνευματικό, κοινωνικό και πολιτικοκοινωνικό, εντέλει υπαρξιακό και ψυχολογικό, όπως μας θύμισαν αντιστοίχως, ο κοσμήτορας κ. Κωνσταντίνου, οι καθηγητές CerareAlzati, Χρ. Τσιρώνης, Στ. Τσομπανίδης και ο fraAlceoGrazioli. Όσο πιο άδεια από νόημα, αμήχανη ως προς τον προσανατολισμό, στερημένη από πατρική φροντίδα είναι η Ευρώπη τόσο μεγαλύτερη είναι η ευθύνη της Εκκλησίας και κάθε μέλους της ξεχωριστά να παρηγορήσει, να κατευθύνει, να δώσει ελπίδα, να στηρίξει τους πολίτες της, να τους βοηθήσει να αναγνωρίσουν την ανωριμότητά τους και να τους δώσει δύναμη να την ξεπεράσουν. Ο νέος ευαγγελισμός καλείται να ξαναδώσει ισχυρά πολιτισμικά και πνευματικά σημεία αναφοράς στους μη χριστιανούς, στους αδιάφορους ή στους χριστιανούς που έχουν απομακρυνθεί από την Εκκλησία, και αγνοούν ή έχουν λησμονήσει το σύστημα των αξιών, των συμβόλων, της βιβλικής μήτρας που γέννησε τα μνημεία της τέχνης, τα κατορθώματα της σκέψης και των πεποιθήσεων, όλων δηλαδή των στοιχείων που προσέδωσαν διακριτά χαρακτηριστικά στον ευρωπαϊκό πολιτισμό.
Επιπλέον, ένας σύγχρονος ευαγγελιστής της αγάπης μπροστά στην επέλαση του κοινωνικού κακού και της ολιγαρχίας των ισχυρών δεν μπορεί παρά να σταθεί στο πλευρό των αναξιοπαθούντων και κυρίως των φτωχών, αναγνωρίζοντας στο πρόσωπό τους τους ελάχιστους αδελφούς του Χριστού. Σε αυτή την προοπτική, κατανοείται και η από αρκετούς ομιλητές, (όπως την κυρία Κούκουρα, και τους βιβλικούς καθηγητές Χαράλαμπο Ατματζίδη, π. RomanoPenna και Πέτρο Βασιλειάδη), ανάδειξη της προφητικής διάστασης της ευαγγελιζομένης Εκκλησίας σήμερα, η οποία με παρρησία καλείται να ελέγξει τις άδικες δομές, να στρέψει το ενδιαφέρον στο καίριο και, ει δυνατόν, να μεταστρέψει δηλαδή θα οδηγήσει σε μετάνοια τους επίγειους κυρίους και ανταγωνιστές του Θεού.
Περνάμε στο δεύτερο ερώτημα, δηλαδή στο τι του νέου ευαγγελισμού. Η απάντηση βρίσκεται ήδη στη βιβλική ρίζα του όρου, στο άγγελμα της σωτηρία. Oπως τονίστηκε ήδη από τους χαιρετισμούς των εκκλησιαστικών και ακαδημαϊκών μας αρχών και στις εισαγωγικές ομιλίες του Κοσμήτορα και του Σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη, και μας ανέπτυξε ο σεβ. Παύλος Martinelli, το αίτημα του νέου ευαγγελισμού παραμένει ριζωμένο στο γεγονός Χριστός: στη χαρμόσυνη είδηση που αφηγούνται οι ιεροί συγγραφείς, ερμηνεύουν οι Πατέρες και το οποίο συντονίζει τους πνευματικούς βηματισμούς της Εκκλησίας στον χώρο και τον χρόνο. Ωστόσο, σε μια εποχή σύγχυσης, άγνοιας ή συστηματικής συκοφάντησης του Χριστιανισμού, της ιστορίας και της συμβολής του, σε ένα περιβάλλον που τείνει να γίνει επιθετικά ή και θεσμικά αντιχριστιανικό, ο νέος ευαγγελισμός αντιμετωπίζει και πρέπει να ανασκευάσει ποικίλα αυθαίρετα στερεότυπα, ανιστόρητα συνθήματα και ατεκμηρίωτες πεποιθήσεις, βασισμένες στις εμμονές της «ιδεοκρατίας», (καθ. Alzati), σε έναν θεοποιημένο υποκειμενισμό ή σε μια ιδεολογικοποιημένη επιστήμη που στη συνείδηση πολλών ανθρώπων λειτουργεί σαν μια θρησκεία δίχως Θεό.
Σύμφωνα με την εμπειρία των εργατών του νέου Ευαγγελισμού στην καθολική Ιταλία, η Εκκλησία σήμερα πρέπει να ξαναθυμίσει το αλφαβητάρι της πίστης και της εμπειρίας της: την αγάπη, την αλληλεγγύη, την αξία της θυσίας και της μοιρασιάς, τη συμφιλίωση, τη μετάνοια, τη διακονία, τη δύναμη της ατομικής και συλλογικής προσευχής, την εμπιστοσύνη στην πατρική αγάπη του Θεού και την βεβαιότητα της σωτήριας που πηγάζει από τον Σταυρό. Κι ακόμη, τη συγχώρηση, τη διακονία, τη δωρεά της ύπαρξης και το θαύμα της συνύπαρξης.
Είναι σαφές ότι το τι του ευαγγελισμού παραμένει τόσο παλαιό και συνάμα τόσο ριζοσπαστικό ή διαχρονικά επίκαιρο όσο και το ίδιο το γεγονός Χριστός, το Ευαγγέλιο ή το Σύμβολο της Πίστης. Ωστόσο, η κρίσιμη κατάσταση, το αδιέξοδο ή και η «υποκρισία» (p. LucaBianchi) της σύγχρονης Ευρώπης, η δεσπόζουσα αδύναμη σκέψη επιβάλλουν ιδιαίτερους χειρισμούς, προκειμένου αυτός ο νέος ευαγγελισμός να καταστεί προσιτός και «ελκυστικός» (πατριάρχης Βαρθολομαίος και πάπας Φραγκίσκος).
Αυτοί οι χειρισμοί μας οδηγούν στο τρίτο ερώτημα, δηλαδή στο πώς του επανευαγγελισμού. Οι ορθόδοξοι εισηγητές (Κωνσταντίνου, Τσιρώνης, Κεραμιδάς, Κούκουρα) παρουσίασαν και σχολίασαν τις σχετικές αναφορές της πρόσφατης Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, οι οποίες με παρρησία αλλά και ειλικρίνεια κατανοούν τον ευαγγελισμό ως μια μαρτυρία, απαλλαγμένη από τον επιθετικά προσηλυτιστικό ή και επεκτατικό χαρακτήρα του παρελθόντος. Και τονίζουν τον κομβικό ρόλο της αγάπης, της ταπεινοφροσύνης και του σεβασμού προς το διαφορετικό κατά την προσφορά και διατύπωση της αλήθειας. Επιπλέον, τόνισαν το ασκητικό ήθος ως εσωτερική προϋπόθεση του φορέα του ευαγγελισμού και έμπρακτη ενσάρκωση του ίδιου του περιεχομένου του αγγέλματος. Ακόμη περισσότερο όμως υπογράμμισαν τη σημασία της συλλογικής βίωσης και επιβεβαίωσης του αγγέλματος μέσα από το ευχαριστιακό ήθος, που καλείται να απλωθεί σωστικά και θεραπευτικά πέρα από τον λειτουργικό χωρόχρονο στο άνυδρο, εύφλεκτο ή ξερό έδαφος της κοινωνικής πραγματικότητας. Ο καθ. Βασιλειάδης εστίασε στα αιτήματα της λειτουργίας μετά τη λειτουργία και ο καθ. BasilioPetrà μας ανέπτυξε τις ευαίσθητες πτυχές αλλά και τις απαραίτητες ή και επιβεβλημένες αλλαγές στην πρακτική του μυστηρίου της εξομολόγησης προκειμένου να ανακαλύψει ο εξομολογούμενος το για αρκετούς αιώνες κρυμμένο πρόσωπο της θείας φιλανθρωπίας.
Από την άλλη πλευρά, οι καθολικοί αδελφοί μας, παρουσίασαν πιο συστηματικές, πρακτικές και δοκιμασμένες ήδη με επιτυχία εναλλακτικές μεθόδους επανευγγελισμού. Εξάλλου, οι προβληματισμοί και οι εμπειρίες τους γύρω από τον ευαγγελισμό ριζώνουν στη Β΄ Βατικανή, στα λαϊκά κινήματα της δεκαετίας του ‘60 και στις κατοπινές τους μεταμορφώσεις, στην εμπειρία των νεοκατηχουμένων ή εσχάτως στις εμπνευσμένες πρωτοβουλίες μεμονωμένων κληρικών, οι οποίες γνώρισαν εντυπωσιακή απήχηση σε ευρύτερα κοινωνικά στρώματα.
Και εδώ, δεν λείπει η αυτοκριτική γύρω από τα αδιέξοδα του παρελθόντος και η ομολογία της ανάγκης για μια ακόμη πιο συστηματική και ευρύτερη θεολογική και πολιτισμική κατάρτιση των κατηχητών αλλά και των δυσκολιών που προκύπτουν στη σχέση ανάμεσα στους αγάμους κληρικούς, μοναχούς ή αφιερωμένους πιστούς και στους έγγαμους λαϊκούς.
Ένα θεμελιώδες χαρακτηριστικό του πώς είναι η ανάδειξη της ομορφιάς του αγγέλματος. Όπως τόνισε ο donAndreaLonardo, όταν κάποιος βιώνει την ομορφιά του Ευαγγελίου θέλει να τη μεταδώσει στον θλιμμένο, και όταν διατηρεί την ελπίδα και την πίστη ακόμη και στις πιο δύσκολες συνθήκες, αυθόρμητα τις μεταδίδει σε αυτόν που βουλιάζει στην απόγνωση, την αδιαφορία η την τοξική ανία. Ο ίδιος μας θύμισε ότι τα παιδιά πρέπει να αντιμετωπίζονται με σοβαρότητα και ειλικρίνεια. Γι’ αυτό και πολύ συχνά τα παιδιά, δίχως να το θέλουν, γίνονται οι ευαγγελιστές των ίδιων των γονιών τους ή ακόμη και των κατηχητών τους.
Εξίσου πολύτιμη είναι η αξιοποίηση της τέχνης και της λογοτεχνίας στο έργο του νέου ευαγγελισμού ή ακόμη και μια διαφορετική, υπαρξιακή και όχι ηθικολογική, πνευματική και όχι δογματική, προσέγγιση των δέκα εντολών και άλλων αγιογραφικών εδαφίων που το ένα φωτίζει ερμηνευτικά το άλλο.
Παρά τις επιμέρους διαφορές, οι ομιλητές συγκλίνουν στην ανάγκη ενός νέου ευαγγελισμού που θα αναδείξει ξανά το μακραίωνο και ριζοσπαστικό, το ιστορικό και συνάμα εσχατολογικό, το κοινωνικό και μαζί πνευματικό, το θεραπευτικό και απελευθερωτικό φως του Χριστού στην Ευρώπη, σε μια Ήπειρο, που αρνείται να παραδεχθεί πως όταν κήρυξε τον θάνατο του Θεού καταδίκασε σε αργό και βασανιστικό θάνατο τον ίδιο τον ανθρωπισμό της.
Θα κλείσω με τις ακόλουθες σκέψεις, που εκφράζουν όλα τα μέλη του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Με αφορμή την πραγματοποίηση του ΙΔ΄ Διαχριστιανικού Συμποσίου θεωρούμε απαραίτητη τη δραστηριοποίηση όλων και περισσότερων νέων συναδέλφων προκειμένου να συνεχιστεί και να αποφέρει περισσότερους καρπούς αυτή η πρωτοβουλία που με τη βοήθεια του Θεού συμπληρώνει ήδη 25 χρόνια ιστορίας. Γι’ αυτό και ευχαριστούμε από καρδιάς το Ποντιφικικό Συμβούλιο για την Ενότητα των Χριστιανών για την πολιτισμική συνεργασία μεταξύ των Εκκλησιών, για την χορήγηση υποτροφιών σε νέους ορθόδοξους πτυχιούχους Θεολογίας προκειμένου να πραγματοποιήσουν μεταπτυχιακές σπουδές ειδίκευσης σε διάφορα Ποντιφικικά Πανεπιστήμια. Αυτή η θεάρεστη πρωτοβουλία μέχρι τώρα πραγματοποιείται αποκλειστικά μεταξύ των δύο Εκκλησιών, της Καθολικής και της Ορθόδοξης. Θα προτείναμε και θα ευχόμασταν στο μέλλον να πραγματοποιείται άμεσα και μεταξύ των ίδιων των Ορθόδοξων Θεολογικών Σχολών και των Ποντιφικικών Πανεπιστημίων».
Η ατμόσφαιρα του Συμποσίου υπήρξε όπως πάντοτε εξαιρετική και στα περιθώρια αναπτύχθηκε ένας πραγματικά αδελφικός διάλογος. Ο Μητροπολίτης Νεαπόλεως και Σταυρουπόλεως κ.κ. Βαρνάβας προσκάλεσε τους συνέδρους και τους παρέθεσε ένα πλούσιο γεύμα, ενώ ακολούθως ο Μητροπολίτης Σιδηροκάστρου κ.κ. Μακάριος τους προσκάλεσε στο Ησυχαστήριο του Τιμίου Προδρόμου Ακριτοχωρίου Σερρών στο οποίο μονάζουν σαράντα μοναχές, οι οποίες παρέθεσαν στους παρευρισκόμενους επισκέπτες ένα πλούσιο γεύμα. Πρόκειται για ένα σημαντικό μοναστηριακό συγκρότημα, αντίγραφο του παλαιού καθολικού της Ι.Μ. Ξενοφώντος Αγ. Όρους.
Το Συμπόσιο ολοκληρώθηκε με τη Καθολική Θεία Λειτουργία στον Ιερό Καθεδρικό Ναό Αμιάντου Συλλήψεως Θεσσαλονίκης και με δείπνο που παρέθεσε η Καθολική Εκκλησία σε όλους τους Συνέδρους.
[1]Βλ. F. AZZARO, L’evangelizzazione. Storia prospettive, Armando, Roma 2010, 21.
[2]Βλ.www.artcurel.it/ARTCUREL/RELIGIONE/CRISTIANESIMO/nuova evangelizzazione significato.
[3] Για τη σκέψη του Ιωάννη Παύλου 2ου, σχετικά με το Νέο Ευαγγελισμό και την Ευρώπη βλ. B. TESTA [ed.], La nuova evangelizzazione dell’Europa nel magistero di Giovanni Paolo II, Bologna, Studio Domenicano, 1991.
[4] Βλ. http://www.itacalibri.it/it/catalogo/pontificio–consiglio–per–la–promozione–della–nuova–evangelizzazione/enchiridion–della–nuova–evangelizzazione.aspx?ai=17439&avi=17434&LN=it–IT&s=1-92#sthash.WGZAcVkp.dpuf