Να επικοινωνήσουμε την οικογένεια: Προνομιακό περιβάλλον της συνάντησης μέσα σε ανιδιοτελή αγάπη
Το θέμα της οικογένειας είναι στο επίκεντρο της βαθιάς εκκλησιαστικής μελέτης και μιας συνοδικής διαδικασίας που προβλέπει δυο Συνόδους: μια έκτακτη, που ήδη διεξήχθη, και μια τακτική, που θα συγκληθεί τον προσεχή Οκτώβριο. Στο πλαίσιο αυτό, θεώρησα σκόπιμο, το θέμα της προσεχούς Παγκόσμιας Ημέρας των Μέσων Κοινωνικής Επικοινωνίας, να έχει ως σημείο αναφοράς την οικογένεια. Εξάλλου η οικογένεια, είναι ο πρώτος χώρος όπου μαθαίνουμε να επικοινωνούμε. Το να επιστρέψουμε σε αυτή την πρωταρχική περίοδο, μπορεί να βοηθήσει, τόσο να καταστεί η επικοινωνία πιο αυθεντική και ανθρώπινη, όσο και να κοιτάξουμε την οικογένεια από μια νέα σκοπιά.
Μπορούμε να εμπνευστούμε από την ευαγγελική εικόνα της επίσκεψης της αειπάρθενου Μαρίας στην Ελισάβετ (Λκ.1,39-56). «Και μόλις εκείνη άκουσε το χαιρετισμό της Μαρίας, σκίρτησε το βρέφος μέσα της. Και γεμάτη από Άγιο Πνεύμα η Ελισάβετ, φώναξε με δυνατή κραυγή και είπε: “Ευλογημένη είσαι εσύ ανάμεσα στις γυναίκες κι ευλογημένος είναι ο καρπός των σπλάχνων σου! (Στίχ. 41-42).
Πριν απ’όλα, το επεισόδιο αυτό, μας παρουσιάζει την επικοινωνία ως έναν διάλογο που εμπλέκει και τη γλώσσα του σώματος. Πράγματι, την πρώτη απάντηση στο χαιρετισμό της Μαρίας, τη δίνει το βρέφος σκιρτώντας από χαρά στα σπλάχνα της Ελισάβετ. Το να αισθανόμαστε αγαλλίαση από τη χαρά της συνάντησης, είναι, υπό κάποια έννοια, το αρχέτυπο και το σύμβολο κάθε άλλης επικοινωνίας, που μαθαίνουμε πριν ακόμη έρθουμε στον κόσμο. Τα σπλάχνα που μας φιλοξενούν, είναι το πρώτο «σχολείο» επικοινωνίας, που διεξάγεται μέσω του ακούσματος και της σωματικής επαφής και όπου αρχίζουμε να εξοικειωνόμαστε με τον εξωτερικό κόσμο μέσα σε ένα περιβάλλον προστατευμένο και κάτω από τον καθησυχαστικό ήχο των κτύπων της μητρικής καρδιάς. Αυτή η συνάντηση μεταξύ δυο όντων, ταυτόχρονα τόσο οικείων αλλά και τόσο διαφορετικών μεταξύ τους, μια συνάντηση γεμάτη υποσχέσεις, είναι και η δική μας εμπειρία επικοινωνίας. Και είναι μια εμπειρία που μας ενώνει όλους, αφού ο καθένας από εμάς γεννήθηκε από μια μητέρα.
Ακόμη και μετά τον ερχομό μας στον κόσμο, υπό κάποια έννοια, παραμένουμε μέσα στα «σπλάχνα», που είναι η οικογένεια. Σπλάχνα, που αποτελούνται από διαφορετικά πρόσωπα που είναι σε σχέση μεταξύ τους: η οικογένεια, είναι ο χώρος όπου μαθαίνουμε να συμβιώνουμε μέσα στη διαφορετικότητα (EG 66). Παρά τις διαφορές φύλου και γενεών, τα πρόσωπα της οικογένειας επικοινωνούν μεταξύ τους, πριν απ’ όλα, επειδή αποδέχονται ο ένας τον άλλον και υπάρχει ένας δεσμός μεταξύ τους. Και όσο πιο ευρεία είναι η βεντάλια αυτών των σχέσεων, όσο πιο διαφορετικές είναι οι ηλικίες τους, τόσο πιο πλούσιο είναι το περιβάλλον της ζωής τους. Ο δεσμός, είναι η βάση του λόγου και αυτός, με τη σειρά του, σταθεροποιεί τον δεσμό. Τα λόγια δεν τα εφευρίσκουμε: μπορούμε να τα χρησιμοποιήσουμε επειδή τα έχουμε λάβει. Στην οικογένεια, μαθαίνουμε να μιλάμε τη «μητρική γλώσσα», δηλαδή τη γλώσσα των προγόνων μας (βλ.Μακ.7,25.27). Μέσα στην οικογένεια, αντιλαμβανόμαστε ότι πριν από εμάς υπήρξαν άλλοι, που διαμόρφωσαν τις συνθήκες για να υπάρχουμε και, με τη σειρά μας, να δημιουργούμε τη ζωή και να κάνουμε κάτι καλό και ωραίο. Μπορούμε να δώσουμε, διότι έχουμε λάβει και αυτός ο ενάρετος κύκλος βρίσκεται στο επίκεντρο της ικανότητας της οικογένειας να επικοινωνείται και να επικοινωνεί, και γενικότερα είναι το υπόδειγμα κάθε επικοινωνίας.
Η εμπειρία του δεσμού, «που υπάρχει πριν από εμάς», κάνει ώστε η οικογένεια να αποτελεί το πλαίσιο μέσα στο οποίο μεταδίδεται η θεμελιώδης εκείνη μορφή επικοινωνίας, που είναι η προσευχή. Όταν η μαμά και ο μπαμπάς βάζουν τα νεογέννητα μωρά τους να κοιμηθούν, πολύ συχνά, τα εμπιστεύονται στον Θεό, ώστε να αγρυπνεί γι’ αυτά. Και όταν κάπως μεγαλώσουν, απαγγέλλουν μαζί τους απλές προσευχές, θυμίζοντας σ’ αυτά, με πολύ αγάπη, και άλλα πρόσωπα: τους παππούδες και τις γιαγιάδες, άλλους συγγενείς, τους αρρώστους και τους πάσχοντες, όλους αυτούς που έχουν περισσότερη ανάγκη της βοήθειας του Θεού. Έτσι, οι περισσότεροι από εμάς, έχουμε μάθει, μέσα στην οικογένεια, τη θρησκευτική διάσταση της επικοινωνίας, η οποία, στον χριστιανισμό, είναι όλη διαποτισμένη από αγάπη, την αγάπη του Θεού.
Μέσα στην οικογένεια, έχουμε πάνω απ’ όλα τη δυνατότητα να αγκαλιάσουμε, να στηρίξουμε, να συνοδεύσουμε, να ερμηνεύσουμε τα βλέμματα και τις σιωπές, να γελάσουμε και να κλάψουμε με συνανθρώπους. Και αυτό γίνεται ανάμεσα σε πρόσωπα χωρίς την προηγούμενη αμοιβαία επιλογή τους. Παρ’ όλα αυτά, είναι τόσο σημαντικά το ένα για το άλλο, ώστε να μας κάνει να κατανοήσουμε την αληθινή σημασία της επικοινωνίας ως ανακάλυψη και οικοδόμηση εγγύτητας. Μικραίνοντας τις αποστάσεις, προσερχόμενοι αμοιβαία σε συνάντηση, και αποδεχόμενοι ο ένας τον άλλον, αισθανόμαστε ευγνωμοσύνη και χαρά: από τον χαιρετισμό της αειπάρθενου Μαρίας και από το σκίρτημα του βρέφους, αναβλύζει η ευλογία της Ελισάβετ, και στη συνέχεια ακολουθεί ο υπέροχος ύμνος «Ευλόγει η ψυχή μου τον Κύριο» με τον οποίο η Παναγία δοξάζει το σχέδιο αγάπης του Θεού για Εκείνη και τον λαό Του. Από ένα «ναι», που πρόφερε με πίστη η αειπάρθενος, προκύπτουν συνέπειες που πάνε πέραν του εαυτού μας και διαχέονται στον κόσμο. «Επισκέπτομαι», σημαίνει ανοίγω τις πόρτες, δεν κλείνομαι στο διαμέρισμά μου, βγαίνω, πηγαίνω προς τον άλλον. Και η οικογένεια είναι ζωντανή, αν αναπνέει μένοντας ανοικτή, πέραν του εαυτού της, προς τους άλλους. Οι δε οικογένειες που συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, μπορούν να επικοινωνήσουν το μήνυμα ζωής και κοινωνίας που φέρουν, μπορούν να προσφέρουν ανακούφιση και ελπίδα στις περισσότερο πληγωμένες οικογένειες και έτσι να συμβάλλουν στην ανάπτυξη της ίδιας της Εκκλησίας, που είναι οικογένεια οικογενειών.
Η οικογένεια, περισσότερο από κάθε άλλο, είναι ο χώρος όπου, ζώντας από κοινού την καθημερινότητα, δοκιμάζονται τα όρια, τα δικά μας και των άλλων, τα μικρά και τα μεγάλα προβλήματα της συνύπαρξης, της συνεννόησης, για μια κοινή πορεία. Δεν υπάρχει η τέλεια οικογένεια, αλλά δεν πρέπει να φοβόμαστε την ατέλεια, τη αδυναμία, ούτε τις συγκρούσεις. Πρέπει να μάθουμε να τα αντιμετωπίζουμε με τρόπο εποικοδομητικό. Για το λόγο αυτόν, η οικογένεια όπου, παρά τα όριά της και τις αμαρτίες της, κυριαρχεί η αγάπη, γίνεται ένα σχολείο συγχώρησης. Η συγχώρηση εμπεριέχει μια δυναμική επικοινωνίας. Μια επικοινωνία που φθείρεται, που διακόπτεται, διαμέσου της μεταμέλειας που δηλώνεται και γίνεται αποδεκτή, μπορεί να αποκατασταθεί και να αναπτυχθεί. Ένα παιδί, που στην οικογένεια μαθαίνει να ακούει τους άλλους, να μιλάει με σεβασμό εκφράζοντας τη δική του άποψη χωρίς να αρνείται εκείνη των άλλων, θα γίνει μέσα στην κοινωνία δημιουργός διαλόγου και συμφιλίωσης.
Όσον αφορά τα όρια και την επικοινωνία, έχουν παρά πολλά να μας διδάξουν οι οικογένειες με παιδιά σημαδεμένα με διάφορες αναπηρίες. Το κινητικό, το αισθητήριο ή νοητικό έλλειμμα, είναι πάντοτε ένας πειρασμός να κλειστούμε στην οικογένειά μας. Αλλά, μπορεί, χάρη την αγάπη των γονέων, των αδελφιών, και άλλων φιλικών προσώπων, να αποτελέσει ένα κέντρισμα για να ανοιχτούμε, να μοιραστούμε με άλλους τη δύσκολη κατάστασή μας, να επικοινωνούμε φυσιολογικά και χωρίς ενδοιασμούς με όλους ανεξαιρέτως. Αυτό μπορεί ακόμη να βοηθήσει και το σχολείο, την ενορία, τις οργανώσεις, να γίνουν πιο δεκτικοί απέναντι στους άλλους και να μην αποκλείουν κανένα.
Κατόπιν, μέσα σε ένα κόσμο, όπου συχνά οι άνθρωποι εξαπολύουν κατάρες, κακολογούν, σπέρνουν ζιζάνια, μολύνουν το ανθρώπινο περιβάλλον μας με φλυαρίες, η οικογένεια, μπορεί να είναι ένα σχολείο ευλογημένης επικοινωνίας. Και τούτο μπορεί να συμβεί εκεί όπου φαίνεται να υπερισχύει το αναπόφευκτο του μίσους και της βίας, όταν οι οικογένειες χωρίζονται μεταξύ τους με τοίχους από πέτρα, ή με τοίχους, όχι λιγότερο αδιαπέραστους, από προκαταλήψεις και μνησικακία, όταν υπάρχουν πολλοί λόγοι για να πούμε «φτάνει πια». Στην πραγματικότητα, να ευλογούμε αντί να καταριόμαστε, να επισκεπτόμαστε αντί να απορρίπτουμε, να αποδεχόμαστε αντί να καταπολεμούμε, είναι ο μοναδικός τρόπος για να σταματήσουμε τον φαύλο κύκλο του κακού, για να δώσουμε τη μαρτυρία ότι το καλό είναι δυνατό να γίνεται πράξη, για να εκπαιδεύσουμε τα παιδιά στην αδελφοσύνη.
Σήμερα, τα σύγχρονα μέσα επικοινωνίας, που κυρίως για τους νέους είναι πια αναπόφευκτα, μπορούν είτε να εμποδίσουν είτε να βοηθήσουν την επικοινωνία μέσα στην οικογένεια και μεταξύ των οικογενειών. Μπορούν να την εμποδίσουν, αν αποβαίνουν ένας τρόπος για να μην ακούμε τους άλλους, για να απομονωνόμαστε στερούμενοι τη φυσική παρουσία τους με την εξάλειψη κάθε στιγμής σιωπής και προσδοκίας, λησμονώντας ότι «η σιωπή αποτελεί τμήμα αναπόφευκτο της επικοινωνίας και χωρίς αυτό δεν υπάρχουν λόγια μεστά περιεχομένου» (Βενέδικτος 16ος, Μήνυμα για την 46η Παγκόσμια Ημέρα Κοινωνικής Επικοινωνίας, 24-1-2012). Μπορούν να την ευνοήσουν, αν βοηθούν στο να διηγούμαστε και να μοιραζόμαστε ιδέες και συναισθήματα με τους άλλους, να παραμένουμε σε επαφή με όσους βρίσκονται μακριά μας, να ευχαριστούμε και να ζητούμε συγχώρηση, να καθιστούν πάντοτε δυνατή τη συνάντηση. Ανακαλύπτοντας καθημερινά αυτό το ζωτικό κέντρο, αυτό το «ζωντανό ξεκίνημα», που είναι η συνάντηση, θα μπορούσαμε να κατευθύνουμε εμείς τη σχέση μας με τις τεχνολογίες, αντί να αφήνουμε τον εαυτό μας να οδηγείται από αυτές. Και στο πεδίο αυτό, οι πρώτοι παιδαγωγοί είναι οι γονείς. Αλλά δεν πρέπει να τους εγκαταλείπουμε μόνους. Η χριστιανική κοινότητα, καλείται να τους πλαισιώνει, ώστε να μπορούν να διδάσκουν στα παιδιά να ζουν στο χώρο της επικοινωνίας έχοντας ως κριτήριο την αξιοπρέπεια της ανθρώπινης προσωπικότητας και το κοινό καλό.
Η πρόκληση που σήμερα παρουσιάζεται ενώπιό μας, είναι, λοιπόν, να μάθουμε ξανά να διηγούμαστε, όχι απλά να παράγουμε και να αναλώνουμε πληροφορίες. Αυτό το τελευταίο, είναι η κατεύθυνση προς την οποία μας ωθούν τα ισχυρά Μέσα της σύγχρονης επικοινωνίας. Η πληροφόρηση είναι σημαντική αλλά δεν αρκεί, διότι, πολύ συχνά, απλουστεύει, θέτει σε αντιπαράθεση τις διαφορές και τις διαφορετικές απόψεις, προτρέποντας να συμπαραταχθούμε υπέρ της μιας ή της άλλης, αντί να ευνοεί μια ενιαία ματιά του συνόλου.
Συμπεραίνοντας, μπορούμε να πούμε ότι η οικογένεια, δεν είναι ένα αντικείμενο για το οποίο διατυπώνονται διάφορες γνώμες ή ένα πεδίο στο οποίο διεξάγονται ιδεολογικές μάχες, αλλά ένα περιβάλλον μέσα στο οποίο μαθαίνουμε να επικοινωνούμε πρόσωπο με πρόσωπο και ένα υποκείμενο που επικοινωνεί, μια «επικοινωνούσα κοινότητα». Μια κοινότητα που ξέρει να συνοδεύει, να γιορτάζει, και να φέρνει καρπούς. Υπό αυτή την έννοια, είναι δυνατό να ανακτηθεί μια ματιά ικανή να αναγνωρίσει ότι η οικογένεια συνεχίζει να αποτελεί μια πολύτιμη και μεγάλη πηγή πνευματικού πλούτου, και όχι μόνο ένα πρόβλημα ή έναν θεσμό σε κρίση. Τα μέσα επικοινωνίας τείνουν μερικές φορές να παρουσιάζουν την οικογένεια ως ένα θεωρητικό μοντέλο, που οφείλουμε να αποδεχτούμε ή να απορρίψουμε, να υπερασπιστούμε ή να καταπολεμήσουμε, αντί μια πραγματικότητα συγκεκριμένη που πρέπει να βιώσουμε. Ή παρουσιάζεται ως μια ιδεολογία κάποιου εναντίον κάποιου άλλου, αντί ως έναν χώρο όπου όλοι μαθαίνουμε τι σημαίνει να επικοινωνούμε μέσα σε μια αγάπη που λάβαμε δωρεάν. Διηγούμαι, σημαίνει αντίθετα, κατανοώ ότι οι ζωές μας εμπλέκονται σε μια ενιαία πλοκή, ότι οι φωνές είναι πολλαπλές και ότι η καθεμιά είναι αναντικατάστατη.
Η πιο ωραία οικογένεια, πρωταγωνίστρια και όχι πρόβλημα, είναι αυτή που ξέρει να επικοινωνεί ξεκινώντας από τη μαρτυρία, την ομορφιά και τον πλούτο της σχέσης μεταξύ άνδρα και γυναίκας και μεταξύ γονέων και παιδιών. Δεν αγωνιζόμαστε για να υπερασπιστούμε το παρελθόν, αλλά εργαζόμαστε με υπομονή και εμπιστοσύνη, σε όλους τους χώρους όπου καθημερινά κινούμαστε, για να οικοδομήσουμε το μέλλον.
Βατικανό 23 Ιανουαρίου 2015
Παραμονή της εορτής του Αγίου Φραγκίσκου Σαλέσιου
Φραγκίσκος