20 Σεπτεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

«Τι αισθάνεται ο άνθρωπος όταν πεθαίνει;».Του σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη

 
Λίγο καιρό πριν ο π. Ιωάννης Λούβαρης μας αφήσει για πάντα, μου έδωσε μερικές φωτοτυπίες λέγοντας μου: «Είναι ένα δικό σας, παλαιότερο άρθρο, το είχα φωτοτυπήσει τότε γιατί το βρήκα ενδιαφέρον». Όλοι όσοι γνώρισαν από κοντά τον Π. Ιωάννη, ήξεραν πως ήταν ένας φανατικός συλλέκτης από εφημερίδες και από άρθρα περιοδικών. Βουνά η συλλογή του. Δεν περίμενα να έχει φυλάξει ένα «παλαιότερο» άρθρο δικό μου. Κοιτάζω με περιέργεια τις κιτρινισμένες φωτοτυπίες. Τίτλος: «Τι αισθάνεται ο άνθρωπος όταν πεθαίνει;». Συντάκτης και πηγή: «π. Γιάννης Σπιτέρης, «Ανοιχτοί Ορίζοντες», έτ. 85, αρ. 812, Αθήνα 1984, σ. 11-14». Πρόκειται για το περιοδικό των ΠΠ. Ιησουιτών της Αθήνας. Είχα ξεχάσει εντελώς αυτήν τη μικρή εργασία μου. Διάβασα το κείμενο και σκέφτηκα: Αν και έχει περάσει η «μόδα» να ασχολούνται οι άνθρωποι με το θάνατο, και αυτό το κείμενο έχει γραφτεί πριν από 36 χρόνια, μπορεί να ενδιαφέρει μερικούς ακόμα συνανθρώπους μας. Γι’ αυτό αποφάσισα να το ξαναδημοσιεύσω.
Ευχαριστώ το γιατρό μου, τον κ. Σπύρο Πολίτη, που διάβασε το κείμενο και μου έδωσε πολύτιμες ιατρικές συμβουλές τις οποίες εκμεταλλεύτηκα στην παρούσα επανέκδοση.    

 
Ένα από τα πιο περίεργα και παράλογα που χαρακτηρίζουν πολλούς από τους λεγόμενους «χριστιανούς» είναι, για να μεταχειριστούμε έναν ευφημισμό, η «επιφυλακτικότητά» τους για ό, τι αφορά την άλλη ζωή μετά θάνατο. Αρκεί να κάνει κανείς μία πρόχειρη σφυγμομέτρηση της κοινής γνώμης, με «πιστούς» που βγαίνουν κάθε Κυριακή από την Εκκλησία και τα αποτελέσματα θα ήταν αποκαρδιωτικά.
 
Και όμως ο χριστιανισμός χωρίς τη βαθιά πίστη στην άλλη ζωή δεν έχει νόημα. Η «άλλη ζωή» διαμορφώνει την παρούσα. Οι περισσότεροι χριστιανοί ζουν σαν να μην επρόκειτο να πεθάνουν ποτέ και να λογοδοτήσουν για τα έργα τους. Γι’ αυτό το λόγο ο θάνατος και η άλλη ζωή αποτελούν θέματα ταμπού. Αποφεύγεται κάθε συζήτηση, σαν να θέλαμε, μ’ αυτό τον τρόπο, να ξορκίσουμε το θάνατο και όσα ακολουθούν.
 
Εντούτοις, σε άλλες χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής υπάρχει σήμερα ένα τεράστιο ενδιαφέρον για το φαινόμενο του θανάτου, όχι τόσο για τα εξωτερικά συμπτώματά του, αλλά για ό,τι αισθάνεται ο ίδιος ο ετοιμοθάνατος. Μερικές επιστημονικές μελέτες, που έχουν γίνει παγκόσμια bestsellers, παρουσιάζουν το θάνατο όχι, απλά, σαν ένα βιολογικό φαινόμενο, αλλά σαν κάτι που τον τοποθετεί στα όρια του «υπερπέραν». Στο παρόν κείμενο θα αναφερθούμε, με συντομία, σε μερικές απ’ αυτές τις μελέτες.
Τεράστια εντύπωση προκάλεσαν, σ’ όλο τον κόσμο, οι «συνεντεύξεις με τους ετοιμοθάνατους», που η καθηγήτρια της ψυχιατρικής Ελισάβετ Κύμπλερ-Ρος δημοσίευσε στη Νέα Υόρκη το 1969, με τον τίτλο: «Γύρω από το θάνατο και το “θνήσκειν”».
 
Η συγγραφέας συζήτησε με περισσότερους από δύο χιλιάδες ετοιμοθάνατους και έβγαλε τ’ ακόλουθα συμπεράσματα, που αφορούν στα διάφορα στάδια της ψυχικής καταστάσεώς τους.
 
Μόλις ο άρρωστος καταλάβει ότι γι’ αυτόν όλα τελείωσαν και μπήκε στην ευθεία που θα τον οδηγήσει στο θάνατο, παθαίνει ένα δυνατό σοκ. Δεν μπορεί να πιστέψει πως ήρθε η ώρα του. Κλείνεται στον εαυτό του. Αυτή η φάση μπορεί να κρατήσει λίγο χρονικό διάστημα ή ακόμα και μήνες.
 
Η δεύτερη φάση αποτελείται από ένα αίσθημα οργής, φθόνου και ζήλειας, συχνά ενάντια στους γιατρούς, τις αδελφές νοσοκόμους και ακόμη στους συγγενείς. Εάν αυτά τα πρόσωπα, που είναι κοντά στον ασθενή, δεν εντυπωσιασθούν και δεν αλλάξουν συμπεριφορά απέναντί του, τότε σύντομα περνάει στην τρίτη φάση. Αρχίζει να συζητάει την κατάστασή του, θέλει να μάθει πόσο θα ζήσει ακόμα, αν θα πονέσει κλπ.
 
Την τέταρτη φάση τη χαρακτηρίζει μια βαθιά κατάπτωση: όλα τελείωσαν, δεν αξίζει πια ο αγώνας.
 
Σ’ αυτό το σημείο όμως, με τη βοήθεια των άλλων ή και χωρίς αυτήν, περνάει στην πέμπτη φάση. Ο ασθενής αποδέχεται οριστικά την κατάστασή του. Αρχίζει σιγά-σιγά ν’ αποσυνδέεται απ’ ό,τι τον συνδέει ακόμα μ’ αυτό τον κόσμο. Πρόκειται για μία περίεργη συμφιλίωση με το θάνατο. Αυτή η φάση, γράφει η Κύμπλερ-Ρος, αντιπροσωπεύει μία καθαρή ένδειξη ότι ο θάνατος είναι πιο κοντά. Εμείς μπορούμε ν’ αντιληφθούμε αυτές τις ενδείξεις, χωρίς να ξέρουμε πραγματικά ποιες ψυχο-βιολογικές επιδράσεις δέχεται ο άρρωστος.
 
Ακριβώς μ’ αυτό το πρόβλημα ασχολήθηκε κι ένας άλλος αμερικανός ψυχίατρος, ο δόκτορας Ράιμον Α. Μούντυ, στο βιβλίο του «Ζωή μετά τη ζωή», δημοσιευμένο το 1975, που αποτέλεσε μία από τις μεγαλύτερες εκδοτικές επιτυχίες της εποχής. Σ’ αυτή τη μελέτη, ο Μούντυ, αναφέρεται σε πρόσωπα που ήταν κλινικώς νεκρά και που ξαναγύρισαν στη ζωή. Σημειώνουμε ότι κλινικώς νεκρός θεωρείται αυτός που το καρδιογράφημά του παρουσιάζει ευθεία γραμμή, δηλαδή η καρδιά του παύει να κτυπάει. Αυτό μπορεί να κρατήσει ακόμα και 20 λεπτά χωρίς ο εγκέφαλος να πάθει ζημιά. Η καρδιά μετά από μια ανάμιξη μπορεί να ξαναρχίζει να λειτουργεί.    
 
Αυτοί οι ασθενείς μπόρεσαν, έτσι, να διηγηθούν όσα αισθάνθηκαν σ’ αυτό το διάστημα του «προσωρινού θανάτου». Σε 150 περίπου αφηγήσεις, πέρα από τις ιδιαιτερότητές τους, συναντάμε ορισμένα καταπληκτικά κοινά σημεία: ο ασθενής μπορεί ν’ ακούσει το γιατρό που διαπιστώνει το θάνατό του. Αντιλαμβάνεται ένα δυσάρεστο θόρυβο, ένα διαπεραστικό και οξύ ήχο. Ταυτόχρονα έχει την εντύπωση ότι κινείται ολοταχώς μέσα σ’ ένα μακρόστενο και σκοτεινό τούνελ. Ξαφνικά αισθάνεται ότι βρίσκεται «έξω από το σώμα του». Μπορεί να παρατηρήσει το σώμα του από ψηλά. Συνάμα αντιλαμβάνεται ότι κατέχει «ένα άλλο σώμα» διαφορετικό απ’ αυτό που άφησε με διαφορετικές δυνατότητες και ικανότητες. Συμβαίνουν όμως και άλλα γεγονότα: «Διαισθάνεται» γράφει ο Μούντυ «την παρουσία νεκρών συγγενών και φίλων, που τον πλησιάζουν για να τον βοηθήσουν. Έχει καθαρά την εμπειρία μίας ανέκφραστης παρουσίας, γεμάτης από αγάπη, που ποτέ πριν δεν είχε γνωρίσει. Είναι μια παρουσία γεμάτη φως. Αυτή του απευθύνει, χωρίς λόγια, μια ερώτηση που τον προτρέπει να εκτιμήσει τη ζωή του και τον βοηθάει δείχνοντάς του όλα τα πιο σπουδαία γεγονότα της ζωής του, σαν ένα είδος flash back. Ξαφνικά βρίσκεται μπροστά σ’ ένα φράγμα, που αντιπροσωπεύει τα σύνορα μεταξύ γήινης ζωής και υπερπέραν. Αισθάνεται όμως, με μεγάλη στενοχώρια, ότι πρέπει να ξαναγυρίσει στη γη, γιατί δεν ήρθε ακόμη η ώρα του οριστικού θανάτου. Προσπαθεί ν’ αντισταθεί, γιατί τώρα πια είναι γοητευμένος από κάποια διαφορετική εμπειρία ζωής. Κατέχεται από αισθήματα χαράς, αγάπης, ειρήνης και δεν θέλει να τα εγκαταλείψει. Είναι αναγκασμένος όμως να ξαναενωθεί με το σώμα του και να ξαναγυρίσει στη γήινη ζωή».
 
Είναι ενδιαφέρον ν’ αναφέρουμε μία απ’ αυτές τις αφηγήσεις: «Ήξερα ότι πέθαινα και ήμουνα ανίκανος να κάνω οτιδήποτε, γιατί κανένας δεν μπορούσε να μ’ ακούσει… αισθανόμουν ότι βρισκόμουν έξω από το σώμα μου. Πάνω σ’ αυτό το σημείο δεν έχω καμιά αμφιβολία. Πράγματι μπορούσα να δω το σώμα μου πάνω στο χειρουργικό τραπέζι. Στην αρχή αισθανόμουνα άσχημα γι’ αυτό, μετά όμως ήρθε αυτό το αστραφτερό φως. Ένα απίστευτα μεγάλο εκτυφλωτικό φως, όχι όπως το ηλεκτρικό, ήταν κάτι άλλο, πολύ, πολύ φως. Απ’ αυτό προέρχονταν μία ευχάριστη ζεστασιά και αισθανόμουνα μία, χωρίς προηγούμενο, ευχάριστη θαλπωρή. Το φως πλημμύριζε τα πάντα και όμως δεν με τύφλωνε. Μπορούσα να δω το χειρουργείο τους γιατρούς, τις νοσοκόμες…
 
Στην αρχή, όταν ήρθε το φως, δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει, ύστερα όμως το φως με ρώτησε, ήταν σαν να με ρωτούσε, αν ήμουνα έτοιμος να πεθάνω. Ήταν σαν να μιλούσε ένα πρόσωπο. Στο φως όμως δεν υπήρχε κανένα πρόσωπο. Ήταν το φως που μου μιλούσε χωρίς να χρησιμοποιεί λόγια. Αισθανόμουνα ωραία, σίγουρος, περιτριγυρισμένος από αγάπη. Η αγάπη που προερχόταν από το φως ήταν κάτι το απερίγραπτο. Ήταν κάτι με το οποίο θα ήθελα να μείνω για πάντα».
 
Το περίεργο είναι ότι αυτές οι μαρτυρίες προέρχονται από ανθρώπους που δεν είχαν όλοι σχέσεις με την θρησκεία.
 
Ένα χρόνο πριν ο Μούντυ δημοσιεύσει το δικό του βιβλίο, ο Έκκαρτ Βιζενχύττερ, γερμανός καθηγητής της ψυχιατρικής στο Πανεπιστήμιο του Τύμπιγκεν, με τη μελέτη του «Ματιά στο υπερπέραν», είχε δημιουργήσει τεράστια εντύπωση στη Γερμανία. Αυτός, κατά τη διάρκεια του τελευταίου παγκοσμίου πολέμου, είχε ήδη παρατηρήσει ότι κάτι ιδιαίτερο συμβαίνει στους ανθρώπους τη στιγμή του θανάτου. Ερεύνησε το θέμα, συζητώντας με εκατοντάδες άτομα που βρέθηκαν στην κατάσταση του κλινικού θανάτου, αλλά με τα σύγχρονα ιατρικά μέσα ξαναγύρισαν στη ζωή.
 
Κατά τη διάρκεια όμως της έρευνάς του έπαθε, ο ίδιος, δύο αλλεπάλληλα εμφράγματα, τα οποία του προκάλεσαν έναν προσωρινό κλινικό θάνατο.
Έτσι είχε τη μοναδική ευκαιρία να επαληθεύσει ο ίδιος τα όσα άκουσε από εκατοντάδες ασθενείς που ξαναγύρισαν στη ζωή. Να πώς περιγράφει τη δική του και των άλλων εμπειρία:
 
«Στην αρχή αισθάνθηκα έναν αφόρητο πόνο και ένα μεγάλο φόβο για το θάνατο. Σιγά-σιγά ο πόνος και ο φόβος άρχισαν να διαλύονται, να αφανίζονται και μαζί τα πράγματα γύρω μου. Δεν ξέρω πόσο παρέμεινα σ’ αυτή την ατμόσφαιρα έξαρσης και απελευθέρωσης. Όταν ξανακοιτάζω πίσω μου, έχω την εντύπωση ότι ήμουν βυθισμένος μέσα σε μία διαστημική κίνηση. Αισθανόμουνα ότι ο εαυτός μου σαν να συμπυκνωνόταν σ’ ένα μοναδικό σημείο και ταυτόχρονα σαν να διαστελλόταν και να κυλούσε προς το άπειρο. Το να πω ότι αυτή η εμπειρία μου προκαλούσε ένα όλο και μεγαλύτερο αίσθημα απελευθέρωσης και ευτυχίας, είναι σαν να μεταχειρίζομαι άχρωμες λέξεις για να εκφράσω τα ανέκφραστα. Αυτές οι λέξεις παραμένουν μόνο σαν σηματοδότες, που οδηγούν προς την ανέκφραστη πραγματικότητα».
 
Το βιβλίο του Βιζενχύττερ προκάλεσε συζητήσεις από γιατρούς, ψυχολόγους, ψυχιάτρους, θεολόγους και κυρίως παρουσιάστηκαν εκατοντάδες άνθρωποι που είχαν περάσει την εμπειρία του «κλινικού θανάτου» και με τις μαρτυρίες τους επιβεβαίωσαν τα όσα έγραψε ο Βιζενχύττερ.
 
Ένας άλλος επιστήμονας, ο Ι.Κ. Χάρπε, μάζεψε σ’ ένα βιβλίο αυτές τις συζητήσεις και αυτές τις νέες μαρτυρίες: «Το να πεθαίνεις είναι όμως εντελώς άλλο πράγμα. Εμπειρίες από το θάνατό μας».
 
Τρία είναι τα βασικά συμπεράσματα που βγάζει ο Χάρπε απ’ αυτές τις εμπειρίες του «θανάτου»:
 
Πρώτα απ’ όλα ο ετοιμοθάνατος έχει την αίσθηση ότι βγαίνει από το σώμα του. Στη συνέχεια αισθάνεται ότι πρέπει ν’ απολογηθεί στη συνείδησή του μ’ ένα flash back της ζωής του. Τέλος κυριαρχείται από ένα αίσθημα απελευθέρωσης που του φέρνει μία απερίγραπτη ευτυχία. Έχει την εντύπωση ότι ο ορίζοντας της προσωπικότητάς του διαστέλλεται και ανυψώνεται μεταφορικά και κυριολεκτικά. Όχι μόνο ο κόσμος αλλά και ό ίδιος, ο ετοιμοθάνατος, μεταμορφώνεται και προσδοκάει κάτι το καινούργιο.
Αυτό το υλικό έχει συμπληρωθεί και επικυρωθεί από πολλές άλλες έρευνες και μαρτυρίες, (όπως π.χ. Κ. Φιόρε – Α. Λάντσμπουργκ: «Διηγήσεις περί θανάτου», Ν. Υόρκη, 1979).
 
Ποια είναι η σημασία που έχουν, για τους χριστιανούς, αυτές οι μελέτες; Βέβαια δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ότι πρόκειται για μία επιστημονική απόδειξη της άλλης ζωής. Αυτή υπόκειται μόνο στα κριτήρια της πίστης. Οι μαρτυρίες όμως είναι τόσο πολλές και συντριπτικές που δεν μπορούμε να τις αγνοήσουμε. Μπορούμε να συμφωνήσουμε μ’ αυτά που γράφει η Κύμπλερ-Ρος, στον πρόλογο που έγραψε η ίδια για το βιβλίο του Μούντυ: «Μία έρευνα, όπως αυτή που παρουσιάζει ο δόκτωρ Μούντυ, θα ξεκαθαρίσει πολλά πράγματα και θα διαβεβαιώσει αυτό που μας διδάσκεται εδώ και δυο χιλιάδες χρόνια: υπάρχει μια ζωή πέρα από το θάνατο!».
 
π. Γιάννης Σπιτέρης
Ανοιχτοί Ορίζοντες, έτ. 85, αρ. 812, Αθήνα 1984, σ. 11-14.
Προηγούμενο Άρθρο

Η προστασία της δημιουργίας είναι ευθύνη και υποχρέωση όλων

Επόμενο Άρθρο

Ξαναρχίζει ο διάλογος ΗΠΑ και Ρωσίας για τα πυρηνικά. Η προσευχή της Εκκλησίας

You might be interested in …

Περιμένοντας το παρεκκλήσι να φτάσει με το τρένο

Υπήρξε μια εποχή που χιλιάδες χριστιανοί της Αμερικάνικης υπαίθρου μπορούσαν να λειτουργηθούν περιμένοντας το παρεκκλήσι να φτάσει με το τρένο. Η Αμερική οφείλει μεγάλο μέρος της επέκτασής της στα τέλη του 19ου αιώνα στην εφεύρεση […]

«Έλα Κύριε Ιησού-Maranatha». Η κραυγή της ελπίδας

Η λειτουργική περίοδος της Παρουσίας ή του Ερχομού, αποτελεί «μνήμη» αιώνων ελπίδας της ανθρωπότητας για την έλευση ενός Σωτήρα για αυτό είναι η κατεξοχήν περίοδος της ΕΛΠΙΔΑΣ. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, στα λειτουργικά […]

«Δυσκολία ή ευκολία της προσευχής;», του σεβασμ. Ιωάννη Σπιτέρη

Σε πρόσφατα κείμενά μας αναφερθήκαμε στην αυξανόμενη αποξένωση των ανθρώπων από την πίστη. Αυτές οι διαπιστώσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια κάποια απαισιοδοξία, σαν να επρόκειτο για ενδείξεις της έκλειψης του Θεού από τη ζωή […]