ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ & ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΜΟΥΣΕΙΟ Αθήνα, Τετάρτη 6 Οκτωβρίου 2021
‘Ή Ναυμαχία της Ναυπάκτου και ο απόηχός της
στον κόσμο της ανατολής και της δύσης”
Μεταξύ των πιο γνωστών αλλά και των πιο σφοδρών πολεμικών αναμετρήσεων της παγκόσμιας ιστορίας συναριθμείται και η Ναυμαχία του Lepanto. Απόρροια μίας μεγάλης σειράς πολιτικών, οικονομικών και θρησκευτικών συμβιβασμών και διαπραγματεύσεων, πραγματοποιήθηκε στις 7 Οκτωβρίου του 1571 κι αποτέλεσε αναμφισβήτητα το σημαντικότερο στρατιωτικό γεγονός του 16ου αι. με τον μεγαλύτερο αντίκτυπο στη Μεσόγειο. «Μια τεράστια φλόγα» γράφει ο Braudel, «που τη βλέπουμε ακόμα να λάμπει, παρά την απόσταση των τεσσάρων και πλέον αιώνων στο χρόνο».
Η άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1456 και το χάσμα που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα στον κόσμο της ανατολής και της δύσης, επέτρεψαν στους Οθωμανούς να επεκταθούν προς όλα τα σημεία του χάρτη, και μέχρι τα μέσα του 16ου αιώνα να έχουν επικρατήσει σε όλες τις περιοχές της πρώην βυζαντινής αυτοκρατορίας. Οι σουλτάνοι, είχαν θέσει ως στόχο να αλώσουν όλες τις οχυρωμένες θέσεις των σταυροφόρων και του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, όπως αυτοί υποχωρούσαν, και το 1522 καταλαμβάνουν τη Ρόδο. Λίγα χρόνια μετά, το 1565, οι Ιωαννίτες Ιππότες τους απωθούν από τα τείχη της Μάλτας, το 1570 όμως ξεσπά ο Δ’ Βενετοτουρκικός πόλεμος που θα σημάνει την δραματική κατάληψη της Κύπρου. Η Βενετία, έχοντας αντιληφθεί από καιρό τη διαπλοκή του Βασιλείου της Γ αλλίας και των Βόρειων Χωρών, αφενός για τον έλεγχο των εμπορικών οδών και αφετέρου για θέματα που αφορούσαν στους θρησκευτικούς ανταγωνισμούς που προκάλεσε η Μεταρρύθμιση, αλλά και της Αγγλίας, η βασίλισσα της οποίας Ελισάβετ είχε κηρυχθεί έκπτωτη και είχε αφοριστεί από την Καθολική Εκκλησία λίγους μήνες νωρίτερα, ζητά από τον Πάπα την ανάληψη μίας εκστρατείας για τη σύσταση ενός μετώπου με την Ισπανία, με απώτερο στόχο τη διασφάλιση των στενών της ανατολικής Μεσογείου. Οι Βενετοί, προσπαθούν απεγνωσμένα να οργανώσουν τις κτήσεις τους στην Κρήτη, στην Κέρκυρα, στα βόρειο-ηπειρωτικά παράλια, στη Νάξο και στην Τήνο, που για έξι μήνες θα δεχθούν λυσσαλέα πολιορκία από τον Οθωμανικό στόλο, τέτοια που θα αφήσει πίσω της καμένη γη, χιλιάδες νεκρούς και ακόμα περισσότερους αιχμαλώτους. Ο Οθωμανικός στόλος ολοκληρώνει την εκστρατεία του με την κατάληψη της Κύπρου και στις 5 Σεπτεμβρίου 1570 καταλαμβάνει τη Λευκωσία και λίγες ημέρες μετά οι Τούρκοι εισβάλλουν στην Αμμόχωστο. Η παράδοση της πόλης συνοδεύτηκε από φρικαλεότητες εναντίον της βενετικής φρουράς και των αμάχων και λεηλασίες. Ο φόβος της Οθωμανικής επέκτασης δυτικότερα, θορυβεί τους Ισπανούς που είχαν γνωρίσει την ισλαμική κυριαρχία στην Ιβηρική χερσόνησο, αλλά και τους Βενετούς, που επιθυμούσαν την ανάκτηση των εμπορικών τους σταθμών από την ανατολική Μεσόγειο έως και την Αδριατική.
Ο συνασπισμός των χριστιανικών και κύρια των καθολικών χωρών υπήρξε μια δύσκολη υπόθεση, αφού ακόμα και μπροστά στην επερχόμενη οθωμανική επέλαση έπρεπε να καμφθούν όλες οι προκαταλήψεις μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών και να δοθούν εγγυήσεις και ανταλλάγματα από τον Πάπα για το ρόλο και την ηγεμονία της κάθε δύναμης, αλλά και για την κατανομή της λείας αργότερα, ενώ σκληρές υπήρξαν οι διαπραγματεύσεις για τη συμμετοχή της Πορτογαλίας, της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αλλά και του Βασιλείου της Γαλλίας, που δεσμεύονταν με εμπορική συμμαχία με το σουλτάνο. Ο Ιερός αντιτουρκικός συνασπισμός, η Sacra Liga Antiturca, η οποία υπεγράφη στις 20 Μαΐου 1571 ύστερα από πολύμοχθες προσπάθειες του Πάπα Πίου του Ε’ ήταν ένα προσκλητήριο να συσπειρωθεί ο παπικός στόλος με τους αντίστοιχους άλλων ευρωπαϊκών βασιλείων και των ιταλικών κρατών, ώστε ενωμένοι και λησμονώντας παλαιές έριδες να αντιπαραθέσουν τον πολιτισμό τους απέναντι στον ασιατικό, που ολοένα και εισέβαλε προς τη δύση.
Η συγκέντρωση του χριστιανικού στόλου πραγματοποιήθηκε στην Μεσσήνη της Σικελίας. Εκεί κατέφθασαν και τα πλοία τα προερχόμενα από την Κρήτη και τα Ιόνια Νησιά, ο παπικός στόλος, οι γενοβέζοι, τα πλοία του Δούκα της Πάρμας, οι ιππότες της Μάλτας και οι ισπανοβενετικές δυνάμεις, οι οποίες υπό τις διαταγές του Δον Χουάν της Αυστρίας, νόθου γιου του αυτοκράτορα Καρόλου του Ε’, περίμεναν το σύνθημα για την αναχώρηση. Τα συμμαχικά σκάφη ύψωσαν τη Σημαία του Σταυρού, ενώ τα ελληνικά πλοία ύψωσαν λάβαρα με τις εικόνες των πολιούχων Αγίων τους. Όλους τους ένωνε το λάβαρο της Ιεράς Συμμαχίας που τους είχε στείλει ο Πάπας, με τον Εσταυρωμένο Χριστό ανάμεσα από τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο. Με ενδιάμεσους σταθμούς την Κέρκυρα, την Ηγουμενίτσα, την Πάργα και την Κεφαλονιά, κατέπλευσαν στα ανοιχτά του Κορινθιακού κόλπου, κοντά στις Εχινάδες Νήσους, εκεί όπου είχαν αρχίσει να συγκεντρώνονται οι Οθωμανοί υπό τις διαταγές του Καπουδάν Πασά Αλή Ζαζέ μουεζίν. Παρά την φαινομενική υπεροχή των Οθωμανών σε αριθμό πλοίων και ανδρών, ο μικρός αριθμός των κανονιών, τους χρέωνε με ένα ισχυρό μειονέκτημα που θα αποδεικνύονταν καταλυτικό για την έκβαση της μάχης.
Οι Οθωμανοί άρχισαν να δημιουργούν με τα πλοία τους ένα ημικύκλιο, μία ημισέληνο θα μπορούσε να ισχυρισθεί κανείς, προσδοκώντας προφανώς να υπερφαλαγγίσουν με τα δύο της άκρα τον εχθρό, χτυπώντας τον από τα πλάγια. Τα πληρώματα πολέμησαν με χαρακτηριστική ανδρεία και η σύρραξη ανάμεσα στις δύο δυνάμεις συνεχίστηκε με σφοδρότητα, όπως το μίσος που σιγόκαιγε στα σωθικά των χιλιάδων σκλαβωμένων χριστιανών κωπηλατών που βρίσκονταν δεμένοι στα τούρκικα τα αμπάρια. Τέσσερις ώρες πέρασαν απ’ όταν άρχισε η τρομακτική εκείνη σύγκρουση και τόσοι ήταν οι νεκροί κι από τις δυο πλευρές, που όπως εγράφη «οι γαλέρες φαίνονταν σα να στηρίζονται πάνω στα πτώματα που επέπλεαν στα νερά». Για την συμβολή των Ελλήνων στην επιτυχία της Ναυμαχίας, ο Βενετός ιστορικός Parouta αναφέρει: «πολλούς επαίνους οφείλουμε στους Ιταλούς οι οποίοι δεν υπερέβησαν των Ισπανών σε ανδρεία. Αυτούς όμως επισκίασε η δόξα των ελλήνων μαχητών, οι οποίοι ξεπέρασαν τους πάντες σε τόλμη, ανδρεία και πειθαρχία, βαρύνοντας με τα κατορθώματά τους την πλάστιγγα υπέρ των χριστιανών». Περισσότεροι από 9000 Έλληνες, κυρίως Κρητικοί, αλλά και νησιώτες κι επτανήσιοι σοπρακόμητοι προσέφεραν τα πλοία και τις τύχες τους, κάνοντας τη ναυμαχία της Ναυπάκτου να ξεχωρίσει από τις άλλες συγκρούσεις της εποχής, όχι μονάχα για το μέγεθος και τις χιλιάδες των νεκρών και των τραυματιών, αλλά και για την ένταση
της μάχης.
Ο απόηχος και η κληρονομιά της ναυμαχίας στη σύγχρονη ιστορική έρευνα προσφέρει πολλαπλές μεταφράσεις. Ο συγγραφέας του Δον Κιχώτη Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέρδα που πολέμησε και τραυματίστηκε την ημέρα εκείνη, θα γράψει λίγο αργότερα: «Αποδείχθηκε ότι οι Τούρκοι δεν ήταν αήττητοι», για να συμπληρώσει ο παπικός αρχιναύαρχος Μαρκαντώνιο Κολλόνα «επιτέλους μάθαμε ότι οι Τούρκοι είναι άνθρωποι σαν κι εμάς». Μέσα σ’ αυτό το κλίμα ενθουσιασμού, οι μεγαλύτερες τιμές για τη νίκη αποδόθηκαν, κι όχι άδικα στον Πάπα Πίο τον Ε’, ο οποίος όχι μόνο οργάνωσε και χρηματοδότησε αυτή την εκστρατεία, αλλά πέτυχε να κρατήσει ισορροπίες απέναντι σε δυνάμεις συχνά ανταγωνιστικές και άφιλες προς τα συμφέροντά του. Τα τελευταία του λόγια, μάλλον προφητικά, λίγο πριν το θάνατό του την 1η Μαΐου 1572 ήταν τα εξής: «Δεν θα βρείτε εύκολα κάποιον που η μεγαλύτερή του επιθυμία να είναι η εξάλειψη των εχθρών της πίστης του Χριστού και του σταυρού… αλλά μα το αίμα του Χριστού, σας ικετεύω να εκλέξετε το ταχύτερο δυνατόν έναν άνθρωπο με ζήλο στη θέση μου, και να μην τον επιλέξετε με βάση μόνο κοσμικά κριτήρια. Η χρονιά έχει ήδη προχωρήσει. Ότι είναι να γίνει πρέπει να γίνει σύντομα, κι αν περάσει ο χρόνος χωρίς κάποια αξιόλογη δράση, ο κόσμος θα χάσει τον ενθουσιασμό του, και το έργο μας και η μεγάλη μας νίκη θα παραμείνει άκαρπη».
Και δυστυχώς, έτσι έγινε, αφού το θάνατό του ακολούθησαν ακραία πολιτικοθρησκευτικά γεγονότα και οι θρησκευτικοί πόλεμοι στη Γαλλία και στις Βόρειες χώρες. Αλλά και στην ευρύτερή μας γειτονιά, με τον αποδεκατισμένο Οθωμανικό στόλο να καταφεύγει νοτιότερα, με πλοία ακυβέρνητα και μισοκαμένα να εξοκείλουν στα παράλια και να πέφτουν στα χέρια των νικητών και με εκατοντάδες Οθωμανούς να έχουν παγιδευτεί στις ηπειρωτικές ακτές, οι χριστιανικές δυνάμεις, αντί να επιδοθούν στην καταδίωξη των Τούρκων και την κλιμάκωση του πολέμου, με σκοπό την απελευθέρωση των αλύτρωτων περιοχών και κύρια της Κύπρου, αναλώθηκαν στο διαμοιρασμό των λαφύρων. Την ίδια στιγμή, εκατοντάδες έλληνες που απελευθερώθηκαν ή δραπέτευσαν από τα κάτεργα, άρπαξαν όσα όπλα ήταν παρατημένα με σκοπό να πάρουν εκδίκηση για τις βαρβαρότητες που είχαν διαπραχθεί στην Κέρκυρα και στην Αμμόχωστο τους προηγούμενους μήνες, ελπίζοντας μάταια πως η νίκη αυτή θ’ αποτελούσε την αρχή για την απελευθέρωση της βαλκανικής χερσονήσου από τον τουρκικό ζυγό. Όταν τα μαντάτα για την έκβαση της ναυμαχίας έφθασαν στη στεριά, οι εξεγερμένοι απλώθηκαν από τη Μάνη ως την Μονεμβασιά και απείλησαν ακόμα και τον Μυστρά. Μικρές εξεγέρσεις σημειώθηκαν στη δυτική Πελοπόννησο, στην Πάτρα και στην Αιγιαλεία για να συνεχίσουν αργότερα στη δυτική στερεά. Ο ξεσηκωμός συνεχίστηκε στην Ήπειρο, ενώ έλληνες κληρικοί προέτρεπαν τους πιστούς να επαναστατήσουν στη Θεσσαλία, στην Εύβοια, στις Σέρρες, στη Θεσσαλονίκη, ακόμα και στη χερσόνησο του Αγίου Όρους. Ούτε τα νησιά του Αιγαίου, ούτε οι πόλεις στα μικρασιατικά παράλια έμειναν αμέτοχες στο άκουσμα της νίκης. Αυτό το ορμητικό κύμα των διαφόρων εξεγέρσεων, παραλίγο να κλονίσει την κυριαρχία των οθωμανικών αρχών στην ηπειρωτική Ελλάδα. Η κλιμάκωση της έντασης θορύβησε την Υψηλή Πύλη, αλλά η χαλαρή ενότητα και οι παλινωδίες που διέκριναν τον Ιερό Συνασπισμό, παρά τις όψιμες ενέργειες του Ιωάννη του Αυστριακού να εξοπλίσει τους έλληνες με πολεμοφόδια από τις αποθήκες του Μιλάνου, στέρησαν από τη χώρα μας μία ιστορική ευκαιρία για την απελευθέρωσή της που έμελλε να καθυστερήσει περισσότερο από δυόμιση αιώνες. Ο πληθυσμός των τουρκοκρατούμενων ελληνικών περιοχών, που στήριζε μεγάλες ελπίδες για την απελευθέρωσή του στη δυτική παρέμβαση, βρέθηκε ανυπεράσπιστος απέναντι στην τουρκική αντεπίθεση, η οποία εκδηλώθηκε οργανωμένα το επόμενο χρονικό διάστημα. Έχει υπολογιστεί ότι τα θύματα των εκκαθαρίσεων, στις οποίες προχώρησαν οι Τούρκοι εκείνο το διάστημα, ξεπέρασαν τις 20.000 ψυχές, ενώ πολλοί ήταν ακόμα εκείνοι που είχαν αιχμαλωτιστεί.
Μολαταύτα, σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο το Lepanto είχε σημαντικές ακόμα προεκτάσεις: Οι συνεχείς πόλεμοι, η καταστροφή του στόλου και το κόστος της ναυμαχίας για την Οθωμανική Αυτοκρατορία, συνέβαλε στην έκρηξη μίας μεγάλης δημοσιονομικής κρίσης που την ταλαιπώρησε για μία τουλάχιστον δεκαετία. Συγχρόνως, στην ιστορία του ναυτικού πολέμου, η ναυμαχία του Lepanto σηματοδότησε την τελευταία σημαντική εμπλοκή, που διεξήχθη στον δυτικό κόσμο, μεταξύ κωπήλατων σκαφών, σημαίνοντας την ανατολή των ιστιοφόρων στους κατά θάλασσαν αγώνες, αλλά και νέες επιχειρησιακές και στρατιωτικές τακτικές. Όπως άλλωστε είπε ο σουλτάνος, δικαιολογώντας την ήττα στη Ναύπακτο, οι αλλόθρησκοι το μόνο που πέτυχαν ήταν να ξυρίσουν λίγες τρίχες από τα γένια του, κι αυτές έμελλε να μεγαλώσουν πολύ γρήγορα ξανά. Σύντομα, οι Οθωμανοί ναυπήγησαν καινούργιο στόλο κι άρχισαν να ενισχύουν την άμυνά τους ώστε μέσα σε τέσσερα χρόνια, συνεπικουρούμενοι από το ιδιόμορφο κοινωνικογεωγραφικό πλαίσιο και την οικονομική σκοπιμότητα, να δημιουργήσουν εκ νέου μία επεκτατική κοινωνική και πολιτική δομή, που διατηρήθηκε με όλες της τις αντιφάσεις έως τον 19ο αι. Στο επίπεδο των διεκδικήσεων και των διεθνών σχέσεων, η ισπανική διείσδυση στον ελληνικό χώρο, προβλημάτισε τη Βενετία, που αναζήτησε από την πλευρά της, τρόπους προσέγγισης του ελληνικού πληθυσμού, δημιουργώντας κι εκείνη ένα δίκτυο κατασκόπων, στο οποίο ενεπλάκησαν σπουδαίοι λόγιοι και εκκλησιαστικές φυσιογνωμίες της εποχής. Από την άλλη, χριστιανοί πειρατές και κουρσάροι ξεχύθηκαν στην ανατολική Μεσόγειο που έως τότε ελέγχονταν από τους Οθωμανούς, ασκώντας πειρατεία κατά των νηοπομπών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, έχοντας πάντα ως μανδύα τον Ιερό πόλεμο. Πολλά νησιά του Αιγαίου ναυπήγησαν μικρά πλοία και ίδρυσαν σινάφια και συντροφιές, αναλαμβάνοντας αποστολές Τούρκων εμπόρων σε θαλάσσιες περιοχές υψηλού κινδύνου στην Ανατολική Μεσόγειο, γνωρίζοντας οικονομική άνθιση. Στα τέλη του 17ου αιώνα, ολόκληρο σχεδόν το εμπόριο του Αιγαίου και αυτό των ακτών της Μικράς Ασίας βρισκόταν στα χέρια ελλήνων εμπόρων, κάνοντας, όπως έχει γραφεί, τη ναυμαχία της Ναυπάκτου, αφετηρία για την εξέλιξη της εμπορικής ναυτιλίας στον ελλαδικό χώρο, που οδήγησε σταδιακά, στον οικονομικό έλεγχο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τους ρωμιούς.
Παρά τις χλιαρές προσπάθειες του διαδόχου του Πίου του Ε’, του Πάπα Γρηγορίου ΙΓ’ για την ανανέωση της δράσης του Ιερού Συνασπισμού, η Ιερά Συμμαχία είχε καταντήσει σκιά ανίερων συμφωνιών, με τη Γαληνοτάτη Βενετική Δημοκρατία, αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στις τεράστιες δαπάνες που απαιτούσαν οι πολεμικές συγκρούσεις, να συρθεί στις 7 Μαρτίου 1573, στην υπογραφή μίας Συνθήκη Ειρήνης με τους Τούρκους, γεγονός που προκάλεσε έντονες αντιδράσεις από την πλευρά των έως τότε συμμάχων της. Έκτοτε οι Οθωμανοί ανέκοψαν τις σχέσεις που είχαν αναπτύξει με τους Αψβούργους, με τους οποίους είχαν συνάψει συνθήκη ειρήνης ήδη από το 1568 και στράφηκαν διπλωματικά προς την Γαλλία, την Αγγλία και τις Κάτω Χώρες, δυνάμεις που θα κυριαρχούσαν εμπορικά και πολιτικά στη Μεσόγειο τους αιώνες που θα ακολουθούσαν.
Η αναγωγή της ναυμαχίας σε μία μάχη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, αν και μέσα σε ένα πλαίσιο εξιδανίκευσης, κατέδειξε για άλλη μία φορά την ανάγκη, ανατολικών και δυτικών, να εναποθέσουν τις ελπίδες τους αλλά και να αποδώσουν τη νίκη στη μεσολάβηση κάποιας επουράνιας δύναμης. Πριν λοιπόν, ακόμα κοπάσει, ο θόρυβος και ο ενθουσιασμός της νίκης, όλοι όσοι συμμετείχαν σ’ αυτήν και όσοι είχαν ακούσει για το μέγεθός της, απέδωσαν το αποτέλεσμα αυτό σε θαύμα της Παναγίας. Δεκάδες εκκλησίες χτίστηκαν για να τιμηθεί η Παναγιά της Νίκης, η Παναγία η Ικέτιδα, η Παναγία η Δεομένη, η Παναγία η Ελευθερώτρια, η Παναγία του Λεπάντο, η Παναγία του Αγιοτάτου Ροδαρίου, το οποίο ο ίδιος ο Πάπας Πίος ο Ε’ προέτρεπε τις χριστιανικές δυνάμεις να απαγγέλλουν. Ακόμα και στις προτεσταντικές χώρες η νίκη μνημονεύτηκε ως ένας μεγάλος θρίαμβος για τον Χριστιανισμό, ως η σωτηρία του χριστιανικού κόσμου από έναν βάρβαρο εισβολέα. Και για να τονιστεί ακόμα περισσότερο ο ηρωισμός και η θυσία των χριστιανικών πληρωμάτων, οι Οθωμανοί περιγράφηκαν στα χρονικά και στην τέχνη ως ηρωικοί και άξιοι αντίπαλοι. Άλλωστε θα ήταν αφελές να υποστηριχθεί ότι οι Οθωμανοί υστερούσαν σε ανδρεία ή ότι αποτελούνταν από στρατεύματα βάρβαρων και απολίτιστων κατακτητών. Με ευφυείς κι αξιόμαχους ναυάρχους και μία δημόσια διοίκηση που αποτελούνταν σε μεγάλο ποσοστό από υπηκόους των πρώην βυζαντινών επαρχιών, όπως και ο Ιερός Συνασπισμός, προσέδωσαν σ’ αυτή τη σύγκρουση, έναν ιδεολογικό χαρακτήρα αμυντικού ιερού πολέμου. Όπως σωστά είχε λεχθεί «η πραγματικότητα μπερδεύτηκε με τον μύθο στο χώρο των κινήτρων κι αυτό είχε μεγάλη σημασία για δύο αντιπάλους, που ήταν εξίσου πεπεισμένοι πως πολεμούσαν για έναν δίκαιο σκοπό». Κι αν ακόμη ο Πάπας Πίος ο Ε’ προέβαλλε σε κάθε τόνο το αποτέλεσμα της ναυμαχίας ως νίκη των χριστιανών πάνω στους μουσουλμάνους, ως νίκη δηλαδή του καλού πάνω στο κακό και ως νίκη του πολιτισμού απέναντι στη βαρβαρότητα, η σύγχρονη έρευνα, μας παρέχει πλέον τις αποδείξεις να γνωρίζουμε πως «οι Οθωμανοί του 16ου αι. υπήρξαν αρκετές φορές πολύ πιο ανεκτικοί από τους σύγχρονους αντιπάλους τους».
Η συμμαχία τόσων ετερόκλητων δυνάμεων αγαπητοί μου, αλλά και η νίκη τους απέναντι στους Οθωμανούς, που έως τότε θεωρούνταν ανίκητοι στη θάλασσα, ενέπνευσε, ήδη από την εποχή εκείνη, σημαντικούς καλλιτέχνες, που δημιούργησαν μία πληθωρική καλλιτεχνική έκφραση, αναπαριστώντας φάσεις της ναυμαχίας και αποθεώνοντας τα ανδραγαθήματα των πρωταγωνιστών της. Είναι μία περίοδος, άλλωστε, που τόσο η Ρώμη, η Βενετία όσο και η Ισπανία που πρωταγωνίστησαν σε αυτήν την ναυτική εποποιία και που στα εδάφη τους δραστηριοποιούνται οι κορυφαίοι δημιουργοί της εποχής, αναζητούν τρόπους για να αποτυπώσουν τη συμβολή τους στα σπουδαία ιστορικά γεγονότα του καιρού τους και να προβάλλουν τη δόξα των ηγεμόνων τους. Ο μανιερισμός δίνει τη θέση του στο μπαρόκ και πολυσύνθετες αλληγορικές σκηνές ξεπροβάλλουν με προστάτες Αγίους και εξιδανικευμένες μορφές να αναπαριστούν τις εμπλεκόμενες δυνάμεις. Καλλιτέχνες όπως ο Paolo Caliari, ο επονομαζόμενος Veronese, ο Andrea Michieli γνωστός ως Vicentino, ο Tiziano Vecelio, ο Καραβάτζιο, ο Tommaso Dolabella και ο ισπανός Juan Luna, ο γενοβέζος Luca Cambiaso, ο Antonio Danti και ο Giorgio Vasari στο Αποστολικό Παλάτι του Βατικανού και άλλοι, Μαλτέζοι, Φλαμανδοί, Ολλανδοί, Γερμανοί και Δανοί, καταλείπουν εμβληματικά έργα. Σπουδαίοι, επίσης, γλύπτες και χαράκτες, μέσα από τις χαλκογραφίες και τα αναμνηστικά μετάλλια που εξέδωσαν, επέτρεψαν τη διάχυση αυτής της ιστορικής μαρτυρίας με μία σημαντική πυκνότητα στοιχείων και πληροφοριών. Αλλά και στον τομέα της ποίησης και της λογοτεχνίας, υπήρξε αξιοσημείωτη παραγωγή, όχι μονάχα από χρονικογράφους της εποχής, ακόμα και Επτανήσιους ή Κρητικούς, αλλά και από νεότερους, που συγκινήθηκαν από τον απόηχο της ναυμαχίας. Σ’ αυτούς, κυρίαρχη θέση κατέχει ο πατέρας της ισπανικής λογοτεχνίας ο Θερβάντες, ο οποίος πολέμησε και τραυματίστηκε στη ναυμαχία, χάνοντας μάλιστα, όπως έγραψε, το αριστερό του χέρι προς δόξαν του δεξιού. Σύμφωνα με τη λόγια παράδοση, ο Θερβάντες μεταφέρθηκε στην Κέρκυρα και νοσηλεύθηκε προσωρινά στο οσπεντάλε που διατηρούσαν οι Αυγουστινιανοί Μοναχοί, στην εκκλησία του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου, στην Annunziata. Και μαζί με αυτούς, οι έλληνες ζωγράφοι και αγιογράφοι που απέδωσαν τη Ναυμαχία, αντλώντας πληροφορίες και μαρτυρίες από τους επιζώντες και από τα χρονικά της εποχής. Ο Δομίνικος Θεοτοκόπουλος ο Κρης, ο Ελ Γκρέκο, ο Αντώνιος Βασιλάκης, ο επιλεγόμενος Aliense με καταγωγή από την Μήλο, ο Βελισσάριος Κορεντσής ή Corenzio, από την Κυπαρισσία, αλλά και οι μεγάλοι μεταβυζαντινοί αγιογράφοι όπως οι κρητικοί Γεώργιος Κλόντζας και Μιχαήλ Δαμασκηνός που ιστόρησαν τη χριστιανική νίκη αλληγορικά, όπως έκαναν άλλωστε και όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι της εποχής τους.
Αυτός είναι αδελφές και αδελφοί μου ο απόηχος της ναυμαχίας, γεγονότα, παραδόσεις, ευλάβειες, πάθη και παραλείψεις, αλλά και μνήμες που άλλοτε επιβεβαιώνονται και άλλοτε όχι, με μία ιστορική διαχρονία, σήμερα, περισσότερο επίκαιρη από ποτέ και γι’ αυτό δεν πρέπει ποτέ να λησμονιούνται. Γι’ αυτό και η σημερινή επετειακή εκδήλωση, γι’ αυτό και όλες οι προηγούμενες αλλά και οι επόμενες τιμές που θα οργανωθούν με αφετηρία αυτό το ιστορικό γεγονός. Σκέφτομαι όμως τα λόγια που έγραψε ο γάλλος φιλόσοφος Μωρίς Χαλμπβάκς, γνωστός για τη συμβολή του πάνω στον τομέα της συλλογικής μνήμης, πως «είναι οι κοινωνικές ομάδες που καθορίζουν τι είναι “αξέχαστο” και επίσης τον τρόπο που θα το κρατάμε στη μνήμη μας» και καθώς η ναυμαχία της Ναυπάκτου έχει μείνει στη συνείδηση του δυτικού κόσμου ως ένα ισχυρό σύμβολο της ιστορικής συνέχειας και της ανασυγκρότησης της συλλογικής και της εθνικής ταυτότητας, εγώ σήμερα δεν θέλω να θυμάμαι αυτό το γεγονός κι αυτή την επέτειο μόνο για τα στρατιωτικά κατορθώματα, μόνο για την ανδρεία εκείνων που πολέμησαν κι εκείνων που φονεύθηκαν, μόνο για τον πόνο των αιχμαλώτων που καίγονταν και πνίγονταν δεμένοι στ’ αμπάρια απ’ τις γαλέρες, ούτε για τις τιμές, τα πορτραίτα και τις δόξες των μεγάλων πρωταγωνιστών. Σήμερα το μυαλό μου τρέχει σε μία ασπρόμαυρη εικόνα, εκείνη του Αγίου Πάπα Παύλου του 6ου, του ειρηνοποιού. Ήταν Τρίτη 25 Ιουλίου του 1967, όταν κατά τη διάρκεια μίας επίσημης επίσκεψής του στην Τουρκία για να συναντήσει τον Οικουμενικό Πατριάρχη Αθηναγόρα, έγινε δεκτός από τον Τούρκο Πρόεδρο στην Κωνσταντινούπολη. Κατά τη διάρκεια της αντιφώνησής του, παρέδωσε στον Τούρκο Πρόεδρο το Λάβαρο της Οθωμανικής Ναυαρχίδας του 1571, που σαν λάφυρο, φυλάσσονταν για τέσσερις αιώνες στα Μουσεία του Βατικανού. «Η επιστροφή αυτού του ιστορικού κειμηλίου που βρισκόταν στη Ρώμη από τους μακρινούς χρόνους της Ναυμαχίας του Λεπάντο» είπε ο μικροκαμωμένος Ποντίφικας, «αποτελεί μία χειρονομία συμβολική μεν, αλλά πολύ ευχάριστη για εμάς, καθώς δημόσια θέλουμε να διαβεβαιώσουμε πως οι διχογνωμίες και οι απειλές του παρελθόντος είναι πλέον νεκρές και το μόνο που μένει στις καρδιές μας είναι η ελπίδα να γίνουμε για όλους τους λαούς, αγγελιοφόροι της ειρήνης και να διατηρήσουμε, επιτέλους, σχέσεις που να χαρακτηρίζονται από την πιο ειλικρινή και εγκάρδια φιλία».
Η Παναγία του Ροδαρίου ας μεσιτεύσει για αυτό.
Σας ευχαριστώ
Σπύρος Π. Γαούτσης