22 Νοεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Σεμινάριο για τον Θωμισμό και τον Παλαμισμό στο Ύστερο Βυζάντιο

Αθηνα

Σεμιναριο για τον Θωμισμο και τον Παλαμισμο στο Υστερο Βυζαντιο, που διοργανωσαν οι Κοινοτητες των Δομινικανων και οι Ιησουϊτων Πατερων της Αθηνασ.

Την Πέμπτη 19η Μαΐου 2011, στην βιβλιοθήκη της κοινότητας των Ιησουϊτών Πατέρων της Αθήνας, πραγματοποιήθηκε θεολογικό σεμινάριο με θέμα «Θωμισμός και Παλαμισμός στο Ύστερο Βυζάντιο».

Το σεμινάριο, που διοργάνωσαν από κοινού οι Δομινικανοί Πατέρες των Αθηνών εκπροσωπώντας το Οικουμενικό Κέντρο «P. Salvatore Manna» (Μπάρι-Αθήνα) και το Κέντρο Ανθρωπιστικών Σπουδών «Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης» (Αθήνα), εντάσσεται σε μια σειρά συναντήσεων προβληματισμού και μελέτης που πλαισιώνουν την κριτική έκδοση των ελληνικών μεταφράσεων έργων του Αγίου Θωμά του Ακινάτη, οι οποίες εκπονήθηκαν από τον Δημήτριο Κυδώνη και άλλους βυζαντινούς λογίους τον 14ο και 15ο αιώνα. Οι συγκεκριμένες κριτικές εκδόσεις, που βρίσκονται ήδη εν εξελίξει, περιλαμβάνουν την Summa Theologiae, που εδώ και δεκαετίες δημοσιεύεται σε τεύχη στη σειρά Corpus Scriptorum Graecorum Recentiorum (υπό τη διεύθυνση του ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Ευαγγέλου Μουτσοπούλου), το έργο Summa contra Gentiles και άλλα γραπτά του Ακινάτη, αποτελούν δε μέρος ενός ευρύτερου ερευνητικού εκδοτικού προγράμματος υπό τον τίτλο “Thomas de Aquino Byzantinus” («Ο βυζαντινός Θωμάς Ακινάτης»). Αυτό το πρόγραμμα, το οποίο τελεί υπό την αιγίδα του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών (Αθήνα), φιλοδοξεί να εκδώσει σε έντυπη και ηλεκτρονική μορφή αφενός τα μεταφρασμένα στα ελληνικά έργα του Θωμά του Ακινάτη που πραγματοποίησαν φιλολατίνοι βυζαντινοί λόγιοι και αφετέρου τις πραγματείες που συντάχθηκαν με αφορμή τις προαναφερθείσες μεταφράσεις είτε για να υπερασπιστούν είτε για να ανασκευάσουν τη σκέψη του μείζονος Δυτικού Σχολαστικού.

Αποδεικνύοντας έμπρακτα τον ζήλο τους για τέτοια εγχειρήματα οι Δομινικανοί πατέρες των Αθηνών, και συνεργαζόμενοι με το δραστήριο Ινστιτούτο Ανθρωπιστικών Σπουδών, διοργάνωσαν αυτό το σεμινάριο προκειμένου να προκαλέσουν το ερευνητικό ενδιαφέρον και τη δίψα για περαιτέρω σπουδή γύρω από τις επιμέρους ιστορικές και θεολογικές πτυχές που σχετίζονται με τα υπό έκδοσιν έργα. Ανάμεσα σ’ αυτές τις πτυχές, αξίζει να επισημανθούν οι θετικοί και αρνητικοί κραδασμοί που προκάλεσαν οι μεταφράσεις έργων του Ακινάτη στο πνευματικό έδαφος του ύστερου Βυζαντίου, το οποίο, ως γνωστόν, σφραγίστηκε έντονα από τη λεγόμενη «παλαμική έριδα», η οποία ξέσπασε ήδη πριν τον θάνατο του αρχιεπισκόπου Θεσσαλονίκης Γρηγορίου του Παλαμά (1357), για να συνεχιστεί στα κατοπινά χρόνια.

Στην εισαγωγική του ομιλία, ο π. Rosario Scognamiglio, δομινικανός αδελφός και καθηγητής Πατερικής θεολογίας στο Ινστιτούτο Οικουμενικής Θεολογίας “San Nicola” του Μπάρι, αναφέρθηκε αδρομερώς στο ιστορικό και πολιτιστικό πλαίσιο καθώς και τα θεολογικά ζητήματα της εποχής, κατά την οποία είδαν το φως της δημοσιότητας οι ελληνικές μεταφράσεις έργων του Θωμά του Ακινάτη, αναδεικνύοντας ταυτόχρονα τις ερμηνευτικές και πνευματικές παρατάξεις που μάχονταν μεταξύ τους στους κόλπους της Εκκλησίας του βυζαντινού 14ου αιώνα.

Ακολούθησε η ενδιαφέρουσα ανακοίνωση του νεαρού δομινικανού ερευνητή π. Fabio Gibiino, μέλους της Επιτροπής για την κριτική έκδοση των έργων του αγίου Θωμά και υποψήφιου διδάκτορα της Σορβόννης. Το θέμα του ήταν οι περί των «θείων ονομάτων» απόψεις του Ακινάτη όπως αυτές αποτυπώνονται κυρίως σε ένα από τα πρώιμα έργα του, το Υπόμνημα στις «Γνώμες» του Πέτρου Λομβαρδού. Η συγκεκριμένη ανακοίνωση ανέδειξε τόσο τις αρεοπαγιτικές προσλήψεις στο έργο του Ακινάτη όσο και τη σύνδεση του δυτικού Σχολαστικού με τον πλατωνικό Παρμενίδη, όπου ο αρχαίος φιλόσοφος πραγματεύθηκε το πρόβλημα της θεολογικής γνωσιολογίας. Συνεχίζοντας τη σκέψη των προαναφερθέντων, ο Ακινάτης χρησιμοποιεί την τυπικά μεσαιωνική διάκριση μεταξύ σημαίνοντος («res significata») και σημαινομένου («modus significandi»), για να καταλήξει πως η ύψιστη περί Θεού κατάφαση έγκειται στο «είναι», το οποίο στον Θεό –και μόνο σ’ αυτόν– ταυτίζεται με την ουσία του. Ενώ όμως για τον εβραίο φιλόσοφο Μαϊμονίδη, ανάμεσα στο αναγκαίο είναι του Θεού και στο ενδεχομενικό είναι του ανθρώπου η απόσταση είναι τόσο αβυσσαλέα ώστε η χρήση του όρου να οδηγεί αναπόφευκτα σε «ομωνυμία» (equivocatio), ο Ακινάτης υπερβαίνει το πρόβλημα καταφεύγοντας στο ερμηνευτικό σχήμα analogia entis: επειδή ο Θεός είναι αιτία και ο άνθρωπος αποτέλεσμα της τάξης του είναι, αυτό επιτρέπει στον άνθρωπο να διακηρύττει το είναι του Θεού (καταφατισμός), πάντοτε βέβαια στο πλαίσιο των πεπερασμένων αντιληπτικών ορίων του (αποφατισμός).

Ο λέκτορας του Πανεπιστημίου Πατρών και editor του προγράμματος “Thomas de Aquino Byzantinus” κ. Ιωάννης Δημητρακόπουλος επιχείρησε να δείξει πως ανάμεσα στους υποστηρικτές του Παλαμά δύσκολα εντοπίζει κανείς κάποιον που συμμεριζόταν στην ουσία τις θεολογικές θέσεις του λογίου αρχιεπισκόπου. Ο εισηγητής χώρισε τους οπαδούς του παλαμισμού σε δύο ομάδες. Στην πρώτη ενέταξε τον Δαβίδ Δισύπατο, τον Νείλο Καβάσιλα, τον Φιλόθεο Κόκκινο και τον Ιωσήφ Βρυέννιο, οι οποίοι καταφεύγουν συχνά στον όρο επίνοια (γνώση κατά τα ανθρώπινα μέτρα)· η δεύτερη ομάδα αποτελείται από θεολόγους που, ενώ υποστηρίζουν ανοιχτά τον παλαμισμό, στην πραγματικότητα δεν τον ακολουθούν πραγματικά (Ιωάννης Στ΄ Καντακουζηνός, Θεοφάνης Νικαίας, Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγος και Μάρκος Ευγενικός), εφόσον καταφεύγουν στα μεταφρασμένα στα ελληνικά έργα του Ακινάτη προκειμένου να αναδιατυπώσουν τη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών στον Θεό. Ο Παλαμάς θεωρούσε πραγματική και αντικειμενική αυτή τη διάκριση, ενώ οι προαναφερθέντες θεολόγοι την κατανοούσαν στο φως της θωμιστικής αντίληψης περί analogia entis. Κατά τη γνώμη τους, η αδυναμία του ανθρώπου να συλλάβει την απόλυτη απλότητα του Θεού, μας επιβάλλει να στοχαστούμε και να μιλήσουμε για τον Θεό υιοθετώντας αυτή τη διάκριση· επιπλέον, κατ’ αυτούς, ανάμεσα στον Θεό και στην κτίση υπάρχει άπειρη απόσταση, την οποία δεν γεφυρώνει κανένα διάμεσο μέγεθος. Οι θεολόγοι αυτοί, παρότι παρέμεναν ρητά οπαδοί του παλαμισμού, ενέταξαν στα γραπτά τους συγκεκριμένα αποσπάσματα και ιδέες από τις βυζαντινές μεταφράσεις των δύο Summae και του De potentia. Η αδυναμία του ανθρώπου να κατανοήσει τον Θεό, γι’ αυτούς, συνάδει με τον αποφατισμό των Πατέρων. Εξάλλου, είναι γνωστό ότι τόσο η σκέψη του Ακινάτη όσο και εκείνη των συγκεκριμένων βυζαντινών συγγραφέων ριζώνουν σε κοινό θεολογικό έδαφος: τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα και τα έργα του Ιωάννη του Δαμασκηνού. Ολοκληρώνοντας την ανακοίνωσή του, ο εισηγητής επεσήμανε πως στην πραγματικότητα και οι ορθόδοξοι νεοπαλαμιστές θεολόγοι του 20ού αιώνα, όπως ο ρώσσος Νικόλαος Λόσκυ, ξαναδιάβασαν τον Παλαμά υπό το ίδιο ερμηνευτικό πρίσμα, δίχως να γνωρίζουν, πιθανόν, ότι κάτι ανάλογο είχε ήδη συντελεστεί στο Βυζάντιο υπό την επίδραση των έργου του Ακινάτη, πράγμα που επιβεβαιώνει τους ισχυρούς ιστορικούς δεσμούς που συνδέουν τον Θωμισμό και στον Παλαμισμό, παρά τις πρόδηλες ασυμφωνίες του περιεχομένου τους.

Οι παραπάνω εισηγήσεις προκάλεσαν ζωηρές συζητήσεις μεταξύ των παρισταμένων. Αξιομνημόνευτες είναι οι σημαντικές παρατηρήσεις του ομότιμου Καθηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών κ. Στυλ. Γ. Παπαδόπουλου, ο οποίος είχε στο παρελθόν μελετήσει τις ελληνικές μεταφράσεις των έργων του Ακινάτη και το έργο των βυζαντινών θεολόγων της εποχής.

Το απόγευμα συνεχίστηκαν οι εργασίες του Σεμιναρίου με δύο ακόμη εισηγήσεις. Στην πρώτη, ο διδάκτωρ κ. Χρήστος Τριανταφυλλόπουλος (Ελληνικό Ινστιτούτο του Πανεπιστημίου του Λονδίνου) ανέπτυξε το θέμα: «Η θωμική βάση του αντιπαλαμισμού του Πρόχορου Κυδώνη και ο Συνοδικός Τόμος του 1368». Ο Πρόχορος, αδελφός του Δημητρίου Κυδώνη, είχε ανοιχτά αντιπαρατεθεί στον Παλαμισμό με μια πραγματεία υπό τον τίτλο Περί ουσίας και ενεργείας του Θεού (De essentia et operatione Dei) θεμελιωμένη πάνω στη διδασκαλία του Ακινάτη. Η παλαμική παράταξη της βυζαντινής Εκκλησίας δεν άργησε να αντιδράσει κατά του θωμισμού του Πρόχορου, όπως αποδεικνύει το κείμενο της συνοδικής διακήρυξης του 1368, η οποία τον αναθεματίζει με αφορμή τις απόψεις που είχε διατυπώσει στην προαναφερθείσα πραγματεία. Ο εισηγητής ανέπτυξε το θέμα του διαρθρώνοντάς το ως εξής. Η Σύνοδος γνώριζε το θωμικό υπόστρωμα του κειμένου του Πρόχορου; Και αν ναι, για ποιους λόγους δεν καταδίκασε άμεσα τον Ακινάτη; Η ανάλυση του ιστορικού και πολιτισμικού πλαισίου, εντός του οποίου συγκλήθηκε η συγκεκριμένη σύνοδος δείχνει πως τα μέλη της γνώριζαν σε βάθος τις θωμικές πηγές που ενέπνευσαν τον Πρόχορο. Το ότι απέφυγαν να καταδικάσουν ανοιχτά τη σκέψη του Ακινάτη πρέπει να αποδοθεί όχι μόνο στις σκοπιμότητες της εκκλησιαστικής διπλωματίας αλλά και στην ευρεία αποδοχή των ελληνικών μεταφράσεων του έργου του Ακινάτη εκ μέρους της βυζαντινής διανόησης. Στη συνέχεια, πήρε τον λόγο ο νέος ερευνητής κ. Θάνος Σαμαρτζής (υποψήφιος διδάκτορας στη Σορβόννη), ο οποίος ανέπτυξε το θέμα «Ο ιδιάζων παλαμισμός του Γεώργιου Σχολάριου – Γεννάδιου Β΄: μεταξύ Παλαμά, Θωμά Ακυινάτη και Duns Scotus». Ο βυζαντινός λόγιος θεωρούσε τη διάκριση μεταξύ ουσίας και ενεργειών στον Θεό πραγματική, και όχι απλώς σύμφωνα με την ανθρώπινη αντιληπτική ικανότητα, δηλαδή κατ’ επίνοιαν, αντιπαρατασσόμενος με τις θέσεις του εναντίον των οπαδών του Βαρλαάμ και του Ακινδύνου. Μολονότι αποτελεί έναν από τους πιο αφοσιωμένους μαθητές του Ακινάτη, ο Σχολάριος παρουσιάζεται αναγκασμένος να «διορθώσει» τη σκέψη του Σχολαστικού επί του θέματος, ως ο καταλληλότερος να συμφιλιώσει θωμισμό και παλαμισμό. Συγκεκριμένα, ο εισηγητής επιχείρησε να αποδείξει με ποιον τρόπο ο Σχολάριος υποστήριξε την πραγματική διάκριση μεταξύ των ενεργειών μεταξύ τους και προς την ουσία του Θεού. Εκκινώντας από την πολυσημία του όρου «ενέργεια», ο βυζαντινός στοχαστής αξιοποιεί τη διδασκαλία του Duns Scotus σχετικά με τη distinctio formalis, προκειμένου να ισχυριστεί ότι η πραγματική πληθώρα των γνωρισμάτων της ουσίας του Θεού δεν συγκρούεται με την εξίσου πραγματική απλότητά της. Ωστόσο, εντέλει, ακολουθώντας μια τέτοια θεολογική διαδρομή καταλήγει να απαντά σε ένα ζήτημα διαφορετικό από εκείνο που βρισκόταν στο επίκεντρο της πραγματικής διαμάχης μεταξύ των παλαμιστών και των αντιπάλων τους, που ήταν λιγότερο μεταφυσικό κα περισσότερο υπαρξιακό: η δυνατότητα έκστασης και ένωσης με το Θεό σ’ αυτή τη ζωή.

Το σεμινάριο διεξήχθη σε φιλική ατμόσφαιρα, διανθισμένη με σημαντικές παρεμβάσεις και καίριες ερωτήσεις του ακροατηρίου. Καθολικοί και ορθόδοξοι συζήτησαν πάνω σε θέματα κοινού ενδιαφέροντος, δίχως ομολογιακές προκαταλήψεις, καθώς οι απόψεις τους ήταν θεμελιωμένες πάνω στις σχετικές πηγές. Με τον τρόπο αυτό αποκαλύφθηκε ότι κατά τη διάρκεια του Βυζαντίου υπήρξε μια ώσμωση θεολογικών ρευμάτων και σχολών σκέψης, οι οποίες συχνά είναι δύσκολο να κατανοηθούν βάσει απλών αντιθετικών σχημάτων. “Το να διαπιστώνω με ποιον τρόπο κάποιοι παλαμιστές θεολόγοι προσπάθησαν να υπερβούν τα αδιέξοδα της παλαμικής θεολογίας μέσω των κειμένων του Ακινάτη –τόνισε ο δομινικανός π. Fabio Gibiino, ο πρώτος εισηγητής–, δεν αποτελεί μόνο μια θαυμάσια διανοητική περιπέτεια, αλλά και μια οδό την οποία καλούμαι να διανύσω και εγώ ο ίδιος με μεγαλύτερη τόλμη μελετώντας τις πηγές του Τάγματός μου. Η διαπίστωση ότι με τον άγιο Θωμά αναπτύχθηκε και μπορεί να αναπτυχθεί οικουμενική σκέψη δεν μπορεί παρά να με ενθαρρύνει προς την κατεύθυνση της κριτικής μελέτης των ίδιων των έργων του Ακινάτη”.

Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε το μήνυμα του αδελφού Lorenzo Lorusso, Διευθυντή του Ινστιτούτου Οικουμενικής Θεολογίας του Μπάρι, το οποίο διάβασε εξ ονόματός του ο π. Ροζάριο. Μεταξύ άλλων, ο π. Lorusso επεσήμανε: «Το σεμινάριο προτείνει μια διερεύνηση του παλαμισμού και του θωμισμού και της εξέλιξής τους κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο. Με τον τρόπο αυτό καταβάλλεται προσπάθεια να προσανατολιστεί το ενδιαφέρον των μελετητών προς μια συγκριτική σπουδή της σκέψης του Παλαμά και εκείνης του αγίου Θωμά, προκειμένου να εντοπιστούν ενδεχόμενα σημεία μεταξύ τους σύγκλισης. Είναι πιθανή μια συμφιλίωση ανάμεσα στον θωμισμό και στον παλαμισμό; Η γνώση αυτών των δύο κολοσσών της χριστιανικής σκέψης θα υπηρετήσει αναμφισβήτητα τον οικουμενικό διάλογο. Είναι μάλλον ανάγκη να κλονίσουμε τις βεβαιότητές μας και να συνειδητοποιήσουμε ότι ο οικουμενισμός δεν είναι μια δραστηριότητα ανάμεσα στις άλλες, αλλά αφορά το ίδιο το είναι της Εκκλησίας. Η εξασθένηση της λαχτάρας για την ενότητα θα έχει πολύ δυσάρεστα αποτελέσματα για όλους τους χριστιανούς».

Σε αυτό το πνεύμα, εκφράστηκε από όλους η επιθυμία να εκδοθούν τα πρακτικά τέτοιων συναντήσεων και να επαναληφθούν ανάλογες προσπάθειες, προκειμένου να φωτιστούν ερμηνευτικά και άλλες πτυχές του διαλόγου ανάμεσα στη θεολογία της Δύσης και στη θεολογία της Ανατολής.

Προηγούμενο Άρθρο

Θεία Λειτουργία για την εορτή του Αγίου Μαρκελλίνου Champagnat

Επόμενο Άρθρο

Κέρκυρα : Ενορία Ιεράς Καρδίας του Ιησού

You might be interested in …

Μείζον Ενοριακό Συμβούλιο του Καθολικού Καθεδρικού Ναού Αγ. Διονυσίου Αθηνών

Με μεγάλη επιτυχία διεξήχθη την Κυριακή 29 Μαΐου το πρώτο Μείζον Ενοριακό Συμβούλιο του Καθεδρικού Ναού Αθηνών. Στην ενορία του Αγ. Διονυσίου δραστηριοποιούνται περίπου 20 καθολικές ομάδες που καλύπτουν όλο το φάσμα των ποιμαντικών και […]