Την Δευτέρα 3 Οκτωβρίου, ημέρα της εορτής του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, τελέσθηκε στον ομώνυμο Καθολικό Καθεδρικό Ναό της Αθήνας αρχιερατικό συλλείτουργο, στο οποίο ο σεβασμιότατος Αρχιεπίσκοπος των εν Αθήναις Καθολικών κ.κ. Νικόλαος κήρυξε την έναρξη του Έτους της Πίστεως για την εκκλησιαστική επαρχία της Αθήνας. Ο σεβασμιότατος κατά την ομιλία του ανέφερε τα εξής:
«Κάποιοι άνδρες πλησίασαν (τον Παύλο) και πίστεψαν, μεταξύ των οποίων και ο Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης και μια γυναίκα ονομαζόμενη Δάμαρις και άλλοι μαζί τους».(Πράξ. 17,34)
Με τα λίγα αυτά λόγια, όπως ακούσαμε προ ολίγου, συνοψίζει ο άγιος Λουκάς στις «Πράξεις των Αποστόλων» το αποτέλεσμα του κηρύγματος του Παύλου στον Άρειο Πάγο, όπου τον είχαν καλέσει οι αθηναίοι για να μάθουν ποια είναι η νέα διδασκαλία που κηρύττει.
Ο Παύλος βρήκε έτσι την ευκαιρία να μιλήσει για την πίστη στον αληθινό Θεό όχι μόνο στη συναγωγή και στην αγορά των Αθηνών, όπως έκανε τις προηγούμενες ημέρες, αλλά ακόμη και στο ανώτατο δικαστήριο της πόλεως.
Το αποτέλεσμα δεν είναι το επιθυμητό. Ίσως διότι ο Παύλος θέλησε να βασισθεί στις γνώσεις του και να μιμηθεί τους αθηναίους ρήτορες, ίσως για άλλους λόγους που δεν γνωρίζουμε.
Όμως ο σπόρος έπεσε στην αθηναϊκή γη, και καρποφορεί μέχρι σήμερα! Εκείνοι οι λίγοι, που πίστευσαν στο κήρυγμά του, αποτέλεσαν την πρώτη χριστιανική κοινότητα των Αθηνών, η οποία, δια μέσου των αιώνων, διατηρεί την πίστη μέχρι τις μέρες μας.
Ο άγιος Διονύσιος, ακούοντας το κήρυγμα του Παύλου, ελεύθερα τον πλησίασε και πίστεψε στα όσα εκείνος κήρυττε «για τον Ιησού και την ανάσταση».(Πραξ. 17,18) Είχε καρδιά ευθεία, αναζητούσε την αλήθεια, αναζητούσε τον πραγματικό θησαυρό της ζωής του, κι όταν τον βρήκε δεν θέλησε να τον αποχωρισθεί, αψηφώντας τα όσα είχε να αντιμετωπίσει ως αρεοπαγίτης, μέσα σε μια πόλη γεμάτη από κάθε είδους είδωλα.(Πραξ. 17,16)
Σ’ αυτό το περιβάλλον συνέχισε ο ίδιος να κηρύττει την πίστη που παρέλαβε από τον Παύλο, χωρίς να σκέπτεται τί θα έλεγαν οι συνάδελφοί του ή οι άλλοι αθηναίοι πολίτες, βλέποντάς τον να ακολουθεί μια νέα θρησκεία, την οποία κήρυττε ένας άγνωστος ελληνομαθής ιουδαίος, τον οποίο ορισμένοι είχαν χαρακτηρίσει ως «σπερμολόγο», δηλαδή φλύαρο, πολυλογά! (Πραξ. 17,18)
Ο Διονύσιος είχε βρει την αλήθεια, είχε πιστέψει στον αληθινό Θεό, κι όπως θα έλεγε ο Παύλος αργότερα γράφοντας στον μαθητή του Τιμόθεο, «ήξερε σε ποιον έχει πιστέψει». (Β΄Τιμ 1,12)
Η πίστη είναι δώρο Θεού. Το δώρο αυτό, μαζί με την ελπίδα και την αγάπη, ο Θεός μάς το χαρίζει με το Βάπτισμα. Χαρίζει τα δώρα του ο Θεός στον άνθρωπο, που τον έχει πλάσει ελεύθερο, και, σεβόμενος την ελευθερία του, ζητά τη συνεργασία του.
Και σε μας όλους, που έχουμε λάβει το Βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδος, ο Θεός έχει δώσει το δώρο της πίστεως. Μας το έδωσε μαζί με την ελπίδα και την αγάπη και περιμένει από μας μια ελεύθερη και συνειδητή απάντηση. Δίνοντάς μας αυτό το δώρο, περιμένει να συνεργασθούμε μαζί του και να το εκμεταλλευθούμε, σαν εκείνους τους ανθρώπους της παραβολής των ταλάντων, που κέρδισαν άλλα τόσα από όσα είχαν λάβει, και να μη φανούμε οκνηροί κρύβοντας στο χώμα το δώρο του Θεού.
Ο σπόρος της πίστεως πρέπει να αναπτυχθεί και να δώσει καρπούς. Και οι καρποί αυτοί είναι τα καλά μας έργα. Όπως γράφει ο ίδιος ο Παύλος στους χριστιανούς της Γαλατίας, η χριστιανική ζωή είναι «πίστη που εκδηλώνεται με έργα αγάπης». (Γαλ. 5,6)
Αυτή την πίστη μάς καλεί ο άγιος Πατέρας Βενέδικτος ο 16ος να εμβαθύνουμε και να καλλιεργήσουμε κατά το «Έτος της πίστεως», το οποίο θα κηρύξει σε μια εβδομάδα στη Ρώμη, με την παρουσία εκπροσώπων των καθολικών Ιεραρχιών όλου του κόσμου.
Το Έτος αυτό θα αρχίσει στις 11 Οκτωβρίου (πενήντα χρόνια από την έναρξη των εργασιών της Β’ Συνόδου του Βατικανού και είκοσι χρόνια μετά τη δημοσίευση της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας) και θα λήξει του χρόνου, στις 24 Νοεμβρίου, με την Εορτή του Χριστού Βασιλέως του σύμπαντος.
Κατά το έτος αυτό καλούνται όλα τα μέλη της Εκκλησίας να δραστηριοποιηθούν, να νοιώσουν τη χαρά της πίστεως, τη χαρά που χαρακτήριζε τους πρώτους χριστιανούς και που συνεχίζει να χαρακτηρίζει όσους βιώνουν με συνέπεια αυτό που πιστεύουν, έστω κι αν αντιμετωπίζουν δυσκολίες, ακόμη και διωγμούς και πολλές φορές το μαρτύριο.
«Το Έτος της πίστεως -όπως χαρακτηριστικά λέγει ο Πάπας Βενέδικτος ο 16ος– είναι μια πρόσκληση για μια αυθεντική και ανανεωμένη μεταστροφή στον Κύριο, μοναδικό Σωτήρα του κόσμου. Στο μυστήριο του θανάτου και της αναστάσεώς του, ο Θεός αποκάλυψε πλήρως την Αγάπη που σώζει και καλεί τους ανθρώπους στη μεταστροφή ζωής μέσω της άφεσης των αμαρτιών» (Η Θύρα της πίστεως 6γ).
Αυτό, εξ άλλου, κήρυξε κι ο Παύλος στον Άρειο Πάγο, όταν έλεγε: «Παραβλέποντας, λοιπόν, ο Θεός τους καιρούς της άγνοιας, τώρα παραγγέλλει σε όλους τους ανθρώπους, όπου κι αν βρίσκονται, να μετανοήσουν. Διότι καθόρισε μια ημέρα κατά την οποία μέλλει να κρίνει την οικουμένη με δικαιοσύνη, μέσω ενός άνδρα που όρισε, παρέχοντας βέβαιη απόδειξη σε όλους με το να τον αναστήσει από τους νεκρούς».(Πράξ. 17,30-31)
Με τη σημερινή, λοιπόν, Πανήγυρη του Καθεδρικού μας Ναού, εφόσον στις 11 Οκτωβρίου θα βρίσκομαι, Θεού θέλοντος, στη Ρώμη, κηρύσσω την έναρξη του Έτους της Πίστεως για την Εκκλησιαστική μας Επαρχία.
Κατά το Έτος αυτό θα πραγματοποιηθούν διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις, που θα βοηθήσουν όλο το Πλήρωμα της Εκκλησιαστικής μας Επαρχίας να αναζωογονηθεί πνευματικά, να γνωρίσει καλύτερα «σε ποιον έχει πιστεύσει» (Β΄Τιμ 1,12) και να είναι σε θέση, μέσα στο περιβάλλον όπου ζει, να δώσει τη σωστή απάντηση σε όσους του ζητούν να δικαιολογήσει τη χριστιανική του ελπίδα (βλ. Α΄Πε 3,15).
Πραγματικά, συχνά, ακούμε και βλέπουμε ότι πολλοί μη καθολικοί, από άγνοια, ή και ηθελημένα, μας αποδίδουν δοξασίες που ούτε καν υποπτευόμαστε και διαδίδουν για την Καθολική Εκκλησία ότι πρεσβεύει πράγματα που η ίδια καταδικάζει.
Τα τελευταία χρόνια διαπιστώνουμε ότι ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός αυξάνει επικίνδυνα στη χώρα μας. Ορισμένοι δεν έχουν αντιληφθεί ή δεν θέλουν να εννοήσουν ότι δεν βρισκόμαστε πια στην εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου ή του Ιουστινιανού ή άλλων βυζαντινών αυτοκρατόρων, όταν η θρησκεία επιβαλλόταν με τη βοήθεια της Πολιτείας. Δεν θέλουν να καταλάβουν ότι στον εικοστό πρώτο αιώνα και μέσα στα πλαίσια της Ενωμένης Ευρώπης δεν μπορεί να ισχύσει το μεσαιωνικό ρητό, που ίσχυσε τόσο στο Βυζάντιο όσο και σε πολλές δυτικές χώρες, σύμφωνα με το οποίο “cuius regio eius et religio”, (σε ελεύθερη μετάφραση: οι υπήκοοι πρέπει να έχουν τη θρησκεία του αρχηγού του κράτους). Η πίστη δεν επιβάλλεται. Ο ίδιος ο Κύριος και σήμερα επαναλαμβάνει: «Όποιος θέλει να με ακολουθήσει, ας απαρνηθεί τον εαυτό του, ας σηκώνει καθημερινά το σταυρό του κι ας με ακολουθεί» (Λκ 9,23). Από όποιον, όμως, τον ακολουθεί, ο Κύριος ζητεί συνέπεια πίστεως και ζωής.
Το Έτος της πίστεως θα είναι μια ευκαιρία, αφού οι ίδιοι γνωρίσουμε καλύτερα την πίστη μας, να έχουμε το θάρρος να την ομολογούμε χωρίς φόβο, έστω κι αν αυτή η ομολογία θα έχει μερικές φορές συνέπειες στη ζωή μας, λόγω των θρησκευτικών διακρίσεων, που ακόμη επικρατούν στη χώρα μας, όπου υπάρχει μεν ανεξιθρησκία, αλλά όχι πάντοτε θρησκευτική ελευθερία.
Ένας τρόπος για να γνωρίσουμε καλύτερα την πίστη μας είναι να μελετήσουμε τη «Σύνοψη της Κατήχησης της Καθολικής Εκκλησίας». Το μικρό αυτό τεύχος, με ερωτήσεις και απαντήσεις, θα πρέπει να υπάρχει σε κάθε καθολική οικογένεια. Συνοψίζει με τρόπο απλό και προσιτό το βιβλίο που λέγεται «Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας», του οποίου σε μια εβδομάδα γιορτάζουμε τα 20 χρόνια από την κυκλοφορία του.
Με τη βοήθεια όχι μόνο των βιβλίων της Κατηχήσεως, αλλά και των διαφόρων Ιερών Ακολουθιών και Εκδηλώσεων που θα γίνουν κατά το Έτος της Πίστεως, εύχομαι και ελπίζω ότι η τοπική μας Εκκλησία θα αναζωογονηθεί πνευματικά και, χάρη στην παρουσία και πολλών καθολικών από διάφορες χώρες του κόσμου, θα δίνει τη ζωντανή μαρτυρία της πίστεως στον τόπο μας και θα φανερώνει την πίστη τής μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, της οποίας είμαστε μέλη και καυχόμαστε γι’ αυτό.