Simone Weil (Σιμόν Γουέιλ)
μια αβάπτιστη Αγία
Ύστερα από τη σύντομη μνεία που έκανα στην τελευταία μου ανάρτηση για την Simone Weil (Σιμόν Γουέιλ ή Βέιλ) από μερικούς φίλους αναγνώστες εκδηλώθηκε ένα έντονο ενδιαφέρον γι’ αυτήν την καταπληκτική προσωπικότητα. Έτσι, αποφάσισα να μοιραστώ περαιτέρω μαζί σας, μερικές, ελάχιστες σκέψεις που την αφορούν.
Η Simone Weil, υπήρξε μια νεαρή γυναίκα (πέθανε στα 34 χρόνια της) που δεν παύει να συγκλονίζει μέχρι και σήμερα τους ανθρώπους με τη ζωή της και τα γραπτά της. Ο Πάπας, ο σημερινός Άγιος Παύλος ο 6ος (ο Πάπας ο πιο διανοούμενος μετά τον Βενέδικτο τον 16ο) είχε ομολογήσει: «Η Simone Weil υπήρξε μία από τις μορφές που άσκησαν τη μεγαλύτερη επιρροή στη ζωή μου και λυπάμαι που δεν βαπτίστηκε, καθώς άξιζε να ανακηρυχθεί αγία».
Ο Albert Camus έγινε ο «μεταθανάτια ερωτευμένος φίλος» της, σε τέτοιο βαθμό, που κράτησε μια φωτογραφία της στο γραφείο του και την περιέγραφε ως «το μοναδικό σπουδαίο πνεύμα» του καιρού του, ενώ ο T. S. Eliot ως σύγχρονη αγία και ο André Gide ως «την αγία των αποκλεισμένων».
Η Simone Adolphine Weil, γεννήθηκε στο Παρίσι στις 3 Φεβρουαρίου του 1909 από Εβραίο πατέρα και πέθανε στο Λονδίνο στις 24 Αυγούστου του 1943. Ήταν Γαλλίδα φιλόσοφος, μύστης και συγγραφέας, η φήμη της οποίας συνδέθηκε όχι μόνο με την τεράστια δοκιμιακή – λογοτεχνική της παραγωγή, αλλά και με τα δραματικά υπαρξιακά γεγονότα της ζωής της που θα μπορούσε να γίνει σενάριο ενός συναρπαστικού κινηματογραφικού έργου (έχουν γυριστεί ήδη δύο έργα με την ζωή της). Ο θεολόγος Christian Möller θα αναφερθεί σε αυτήν ως ένα «τραγικά υπεράνθρωπο μυθιστόρημα». Μοιράζει το μισθό της στους φτωχούς και στους απεργούς. Για να αισθανθεί την οδύνη και τον κόπο των εργαζομένων στα εργοστάσια, εγκαταλείπει τη διδασκαλία και φιλάσθενη όπως ήταν, εργάζεται σε εργοστάσια. Μπορούμε να ισχυριστούμε, πως σε όλη της τη ζωή αυτοθυσιάστηκε για τους φτωχούς και τους απόκληρους.
Κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής της έγραψε περισσότερα από τριάντα έργα. Η σύνθετη μορφή της, που αργότερα τοποθετήθηκε σε ισάξια θέση με εκείνες των αγίων, έγινε ακόμα πιο διάσημη χάρη στον εκδοτικό ζήλο του μεγάλου Γάλλου συγγραφέα Albert Camus, ο οποίος, μετά το θάνατό της, διέδωσε και προώθησε τα έργα της. Αυτά τα γραπτά, ακόμα και σήμερα, αφήνουν άναυδο τον αναγνώστη για το βάθος τους, την πρωτοτυπία τους, την πνευματικότητά τους. Υπάρχουν μεταφρασμένα και στα ελληνικά μερικά από τα έργα της (Βλ. π.χ. «Η Ιλιάδα ή το ποίημα της Βίας», «Το πρόσωπο και το ιερό», «Επιστολή προς έναν ιερέα», «Η βαρύτητα και η Χάρη», «Ανάγκη για ρίζες», «Σκέψεις για τις αιτίες της κοινωνικής καταπίεσης». Σε μερικές από αυτές τις μεταφράσεις μπορεί κανείς να διαβάσει κατατοπιστικές εισηγήσεις για την Συγγραφέα.
Η Simone Weil ήταν η προφήτισσα ενός ριζοσπαστικού χριστιανισμού χωρίς να βαπτιστεί, αλλά, και αυτό είναι το παράξενο, υπήρξαν στη ζωή της μυστικιστικές εμπειρίες, που μόνο στα συναξάρια των αγίων συναντάμε.
Είναι περίεργο πώς έφτασε να ανακαλύψει το Θεό και το Χριστό.
Κομμουνίστρια (αργότερα θα κατακρίνει την μαρξιστική ιδεολογία), άθεη, το 1937, ενώ ταξίδευε στην Ιταλία, επισκέφτηκε την Ασίζη, πατρίδα του Αγίου Φραγκίσκου. Αισθάνθηκε την ανάγκη να γονατίσει στο παρεκκλήσι της Porziuncola, της Santa Maria degli Angeli στην Ασίζη (της μικρής εκκλησίας στην οποία πέθανε ο Φραγκίσκος), και ξαφνικά ένοιωσε να έλκεται από μία ακαταμάχητη δύναμη. Ήταν η αρχή μιας πνευματικής εμπειρίας, που θα την ακολουθήσει στο υπόλοιπο της ζωής της. Από εδώ και πέρα ο Άγιος Φραγκίσκος θα γίνει το υπόδειγμά της.
Η προσέγγιση της Weil στη φραγκισκανική πνευματικότητα επέτρεψε στον συγγραφέα Georges Hourdin να τη συγκρίνει με τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης: «Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχε μια στενή συνενοχή μεταξύ του Φραγκίσκου και της επαναστάτριας συνδικαλίστριας, μεταξύ του ιδρυτή της φραγκισκανικής αδελφότητας και της καθηγήτριας φιλοσοφίας».
Από τον Άγιο Φραγκίσκο άντλησε την αγάπη για την δημιουργία και για τα πιο ταπεινά πλάσματα. Επαναλαμβάνει πως η ευγνωμοσύνη, η συμπόνια, η φιλία, η αγάπη για την ομορφιά της δημιουργίας, είναι υπερφυσικά συναισθήματα, που τείνουν προς τον Θεό. Ο άνθρωπος, γράφει, «ήρθε στον κόσμο μόνο για να επιτρέψει στον εαυτό του να αρνηθεί τον εαυτό του και να παραδώσει τη θέση του στην αγάπη του Θεού».
Αυτή ήταν η αρχή των μυστικιστικών της εμπειριών, οι οποίες συνεχίστηκαν, και πάλι το 1938, όταν πέρασε το Πάσχα στο περίφημο μοναστήρι των Βενεδικτίνων του Solesmes. Εκεί γεύτηκε τη γοητεία του γρηγοριανού μέλους και της αυστηρής ομορφιάς της ρωμαϊκής λειτουργικής. Εκεί, παρατηρώντας έναν νεαρό άνδρα που είχε κοινωνήσει, τον είδε να λάμπει από μια αγγελική ακτινοβολία και, ομολογεί: «αισθάνθηκα τον Χριστό να κατεβαίνει για να με πάρει».
Θα ομολογήσει αργότερα: «Η λέξη Θεός δεν είχε καμία θέση στις σκέψεις μου. Την είχα μόνο από την ημέρα […] που δεν μπορούσα να Τον αρνηθώ. Σε μια στιγμή έντονου σωματικού πόνου […] ένιωσα, χωρίς να είμαι απολύτως προετοιμασμένη γι’ αυτό, μια παρουσία πιο προσωπική, πιο σίγουρη, πιο πραγματική από εκείνη ενός ανθρώπου, απρόσιτη τόσο στις αισθήσεις όσο και στη φαντασία, ανάλογη με την αγάπη που λάμπει μέσα από το πιο τρυφερό χαμόγελο ενός αγαπημένου προσώπου. Δεν μπορούσα να είμαι προετοιμασμένη γι’ αυτή την παρουσία, δεν είχα διαβάσει ποτέ τους μυστικιστές. Από εκείνη τη στιγμή και μετά, το όνομα του Θεού και το όνομα του Χριστού αναμειγνύονταν όλο και πιο ακαταμάχητα στις σκέψεις μου».
Αυτή η νεαρή κοπέλα, από αστική οικογένεια, καθηγήτρια φιλοσοφίας, μετά από την εμπειρία ως εργάτρια στα εργοστάσια, εργάζεται ως αγρότισσα, ζει σε ένα μικρό σπίτι, όπου τρώει όσπρια μαζεμένα από το έδαφος, μαγειρεμένα στη φωτιά των ξύλων που μαζεύει στο δάσος, πίνει νερό από μια πηγή και κοιμάται στο έδαφος, και στη συνέχεια απαγγέλλει κάθε πρωί το «Πάτερ Ημών» στα ελληνικά, το οποίο έχει αποστηθίσει. Ομολογεί: «Από τότε έχω επιβάλει στον εαυτό μου, ως μοναδική πρακτική, να απαγγέλλω το Πάτερ Ημών κάθε πρωί […]. Μερικές φορές, επίσης, ενώ απαγγέλλω το Πάτερ Ημών ή σε άλλες στιγμές, ο Χριστός είναι παρών αυτοπροσώπως, αλλά με μια παρουσία απείρως πιο πραγματική, πιο συγκινητική, πιο καθαρή, πιο γεμάτη αγάπη από την πρώτη φορά που με προσέλκυσε».
Στη Μασσαλία γνώρισε τον πατέρα Joseph-Marie Perrin, ένα Δομινικανό ιερέα λίγο μεγαλύτερό της, σχεδόν τυφλό, ο οποίος έγινε πνευματικός της πατέρας. Με αυτόν έχουν ατελείωτες πνευματικές συζητήσεις και ανταλλάζουν επιστολές που σήμερα, συγκεντρωμένες σε έναν τόμο («Περιμένοντας τον Θεό»), αποτελούν υλικό υψηλής πνευματικότητας.
Γιατί δεν θέλησε να βαπτισθεί
Ενώ παρακολουθούσε τις λειτουργίες και προσευχόταν, κάτι την εμπόδιζε να δεθεί θεσμικά στην Εκκλησία. Αυτό που την ενοχλούσε κυρίως ήταν η πολύ παλαιά θεολογική αρχή: «Extra Ecclesiam nulla salus» (Εκτός της Εκκλησίας δεν υπάρχει σωτηρία). Νόμιζε πως με αυτήν την αρχή, η Εκκλησία περιόριζε την καθολικότητά της. Η ίδια επιθυμούσε ακράδαντα να είναι αδελφή με κάθε άνθρωπο και να μην αποκλείει κανέναν.
Θα συνεχίσει, βέβαια, να παρακολουθεί τις καθολικές λειτουργίες ως «αποκλεισμένη», λόγω της διστακτικότητάς της για το βάπτισμα, αντλώντας εξίσου ευχαρίστηση από τη λειτουργία και εξηγώντας ως εξής τους λόγους για τους οποίους παραμένει σε αναμονή – «ἐν ὑπομονῇ» (μεταχειρίζεται ακριβώς αυτήν την ελληνική λέξη, γνωρίζει τα αρχαία ελληνικά και διαβάζει Όμηρο και Πλάτωνα στα πρωτότυπα): «Μέχρι τώρα δεν είχα ποτέ, ούτε για μια στιγμή την αίσθηση ότι ο Θεός με θέλει στην Εκκλησία, αν και συχνά αναρωτήθηκα γι’ αυτό κατά τη διάρκεια της προσευχής, κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας ή υπό το φως εκείνης της ακτίνας που παραμένει στην ψυχή μετά τη Θεία Λειτουργία. […] Μου φαίνεται ότι είναι το θέλημά Του να παραμείνω στο μέλλον έξω, εκτός ίσως από τη στιγμή του θανάτου. Είμαι όμως έτοιμη να υπακούσω στο θέλημα Του».
Σε μια από τις παράδοξες δηλώσεις της, αναφέρει ότι «είναι πρόθυμη να πεθάνει για την Εκκλησία, αν ποτέ το χρειαζόταν, παρά να εισέλθει σε αυτήν».
Στις αρχές του 1943, όντας Εβραία, καταφεύγει στο Λονδίνο για να ξεφύγει τους διωγμούς των Ναζί και στις 15 Απριλίου 1943 βρέθηκε αναίσθητη στο δωμάτιό της και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο. Υποφέροντας από φυματίωση, η οποία επιδεινώθηκε από τις στερήσεις που είχε αποφασίσει να επιβάλει στον εαυτό της, πέθανε στις 24 Αυγούστου στον ύπνο της, στο σανατόριο του Άσφορντ, λίγο έξω από το Λονδίνο.
Υπάρχουν μαρτυρίες πως βαπτίστηκε σε articulo mortis (στο σημείο του θανάτου) από μια νοσοκόμα με νερό της βρύσης. Για την Καθολική Εκκλησία, σε αυτήν την περίπτωση, οποιοσδήποτε μπορεί να χορηγήσει το βάπτισμα, αρκεί να έχει τη διάθεση να κάνει αυτό που κάνει η Εκκλησία.
Ενταφιάστηκε στις 31 Αυγούστου στο καθολικό τμήμα του νεκροταφείου του Άσφορντ. Επτά άτομα μόνο, παρακολούθησαν τη νεκρώσιμη τελετή.
Την άνοιξη της χρονιάς πριν από το θάνατό της, είχε γράψει στο φίλο της, τον πατέρα Perrin: «Πάντα απαγόρευα στον εαυτό μου να σκέφτεται μια μελλοντική ζωή, αλλά πάντα πίστευα ότι η στιγμή του θανάτου είναι ο κανόνας και ο σκοπός της ζωής. Πίστευα ότι για όσους ζουν όπως πρέπει, είναι η στιγμή κατά την οποία για ένα απειροελάχιστο κλάσμα χρόνου, η καθαρή, γυμνή, σίγουρη, αιώνια αλήθεια διεισδύει στην ψυχή. Μπορώ να πω ότι ποτέ δεν επιθυμούσα άλλο αγαθό για τον εαυτό μου».
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Πηγές: Ιταλική και Γαλλική Wikipedia
Ένα ποίημα της Simone Weil
Τι θα απομείνει από σένα
Αυτό που δώσατε.
Αντί να το κρατάτε σε σκουριασμένα σεντούκια.
Τι θα μείνει από σένα, από τον μυστικό σου κήπο,
Ένα ξεχασμένο λουλούδι που δεν ξεθώριασε ποτέ.
Αυτό που έδωσες
θα ανθίσει σε άλλους.
Αυτός που χάνει τη ζωή του
…θα τη βρει μια μέρα.
Αυτό που θα μείνει από σένα είναι αυτό που πρόσφερες
ανάμεσα σε ανοιχτές αγκάλες ένα ηλιόλουστο πρωινό.
Αυτό που θα μείνει από σένα είναι αυτό που έχασες
Αυτό που περίμενες πέρα από το ξυπνητήρι.
Αυτό που υπέφερες
Σε άλλους θα ξαναζήσει.
Αυτός που χάνει τη ζωή του
θα τη βρει μια μέρα.
Θα μείνει από σένα ένα πεσμένο δάκρυ,
Ένα χαμόγελο που φύτρωσε στα μάτια της καρδιάς σου.
Αυτό που θα μείνει από σένα είναι αυτό που έσπειρες
Αυτό που μοιράστηκες με τους ζητιάνους της ευτυχίας.
Αυτό που έσπειρες
θα φυτρώσει στους άλλους.
Αυτός που χάνει τη ζωή του
Μια μέρα θα τη βρει.