«Χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της εν Πνεύματι συνομιλίας, μοιραστήκαμε ταπεινά τον πλούτο και τη φτώχεια των κοινοτήτων μας από κάθε ήπειρο, προσπαθώντας να διακρίνουμε τι θέλει να πει το Άγιο Πνεύμα στην Εκκλησία σήμερα».
Η Ολομέλεια της Συνόδου για τη Συνοδικότητα, με επιστολή της που δημοσιεύθηκε κατά τις τελευταίες ημέρες των εργασιών της, απευθύνεται στα μέλη της Καθολικής Εκκλησίας καλώντας τα να αναλάβουν ενεργό ρόλο στη «διάκριση και τη λήψη αποφάσεων» της Εκκλησίας.
«Δεν πρόκειται για ιδεολόγημα, αλλά για μια εμπειρία που έχει τις ρίζες της στην αποστολική παράδοση», αναφέρει η επιστολή. Παραθέτοντας σημεία από την ομιλία του Πάπα Φραγκίσκου το 2021 για την έναρξη της συνοδικής διαδικασίας, αναφέρει ότι «η κοινωνία και η αποστολή διατρέχουν τον κίνδυνο να παραμείνουν αφηρημένες έννοιες, αν δεν καλλιεργήσουμε μια εκκλησιαστική πρακτική που να εκφράζει τη συγκεκριμενοποίηση της συνοδικότητας … ενθαρρύνοντας την πραγματική συμμετοχή του καθενός και όλων».
«Ζήσαμε αυτή την ευλογημένη περίοδο σε βαθιά κοινωνία με όλους εσάς. Στηριχθήκαμε στις προσευχές σας, φέροντας μαζί σας τις προσδοκίες σας, τις ερωτήσεις σας, καθώς και τους φόβους σας», αναφέρει η επιστολή, χαρακτηρίζοντας τη συνάντηση «μια πρωτοφανή εμπειρία» για τη συμμετοχή των λαϊκών στην ψηφοφορία.
Προσχέδιο της επιστολής διαβάστηκε υπό τα χειροκροτήματα των συμμετεχώντων κατά τη διάρκεια της παρουσίασής της στις 23 Οκτωβρίου, σύμφωνα με τον Paolo Ruffini, πρόεδρο της επιτροπής ενημέρωσης της συνόδου. Στη συνέχεια σε αυτήν ενσωματώθηκαν ορισμένες αλλαγές πριν την τελική έγκρισή της με ψηφοφορία και εδόθη στη δημοσιότητα την Τετάρτη 25 Οκτωβρίου, τέσσερις ημέρες πριν από την ολοκλήρωση των εργασιών της Συνόδου των Επισκόπων (4-29 Οκτωβρίου). Από τους 348 συμμετέχοντες στην ψηφοφορία, 336 ψήφισαν υπέρ της επιστολής και 12 ψήφισαν κατά.
Η έκδοση μηνύματος ή επιστολής από μία Σύνοδο των Επισκόπων προς τον Λαό του Θεού δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αφού κατά το παρελθόν προηγούμενες Σύνοδοι των Επισκόπων είχαν δημοσιεύσει μηνύματα ή επιστολές. Όμως αυτή η επιστολή είναι η πρώτη που έχει εγκριθεί από μία Σύνοδο με την υψηλότερη μέχρι σήμερα συμμετοχή μη επισκόπων και με δικαίωμα ψήφου – περίπου 21%.
Η επιστολή αναφέρει ότι η Σύνοδος των Επισκόπων πραγματοποιήθηκε εν μέσω «ενός κόσμου σε κρίση, του οποίου οι πληγές και οι σκανδαλώδεις ανισότητες αντηχούσαν οδυνηρά στις καρδιές μας».
Το έργο της συνόδου είχε «ιδιαίτερη βαρύτητα», αναφέρει, δεδομένου ότι ορισμένοι συμμετέχοντες προέρχονται από χώρες που βιώνουν πόλεμο.
Η Σύνοδος για τη Συνοδικότητα πραγματοποιείται σε δύο φάσεις· τον Οκτώβριο του 2023 και τον Οκτώβριο του 2024.
«Και τώρα; Ελπίζουμε ότι οι μήνες που θα οδηγήσουν στη δεύτερη σύνοδο τον Οκτώβριο του 2024 θα επιτρέψουν σε όλους να συμμετάσχουν συγκεκριμένα στον δυναμισμό της ιεραποστολικής κοινωνίας που υποδηλώνει η λέξη “σύνοδος”», αναφέρει η επιστολή.
Η επιστολή αναφέρει ότι πολλές προκλήσεις και «πολυάριθμα» ερωτήματα παραμένουν στο τέλος του πρώτου μέρους των εργασιών της Συνόδου για την Συνοδικότητα και μια συνθετική έκθεση που θα δημοσιευθεί στις 28 Οκτωβρίου και «θα προσδιορίζει τα σημεία συμφωνίας στα οποία έχουμε καταλήξει, θα επισημαίνει τα ανοιχτά ερωτήματα και θα υποδεικνύει πώς θα προχωρήσει το έργο μας».
«Για να προχωρήσει στη διάκρισή της, η Εκκλησία πρέπει οπωσδήποτε να ακούσει τους πάντες, ξεκινώντας από τους φτωχότερους», υποστηρίζει η επιστολή. Συγκεκριμένα αναφέρει εκείνους που «στερούνται το δικαίωμα να μιλήσουν στην κοινωνία», εκείνους που αισθάνονται αποκλεισμένοι από την Εκκλησία και τα θύματα του ρατσισμού, συμπεριλαμβανομένων των «αυτόχθονων πληθυσμών των οποίων οι πολιτισμοί έχουν περιφρονηθεί».
«Πάνω απ’ όλα», προσθέτει, «η Εκκλησία της εποχής μας έχει καθήκον να ακούσει, με πνεύμα μεταστροφής, όσους έχουν πέσει θύματα κακοποίησης που διαπράχθηκε από μέλη του εκκλησιαστικού σώματος και να δεσμευτεί συγκεκριμένα και δομικά να διασφαλίσει ότι αυτό δεν θα ξανασυμβεί».
Η Εκκλησία «πρέπει να καλωσορίσει τη φωνή εκείνων που θέλουν να συμμετέχουν σε λαϊκές διακονίες και να συμμετέχουν σε δομές διάκρισης και λήψης αποφάσεων» και «πρέπει να είναι προσεκτική σε όλους εκείνους που δεν μοιράζονται την πίστη της, αλλά αναζητούν την αλήθεια».
Η επιστολή επισημαίνει ότι κατά τη διάρκεια της συνόδου, οι άνθρωποι που ζουν σε συνθήκες φτώχειας όταν ρωτήθηκαν από τον Πάπα Φραγκίσκο τι θέλουν από την Εκκλησία, εκείνοι του απάντησαν: «Αγάπη».
«Αυτή η αγάπη πρέπει πάντα να παραμένει η φλογερή καρδιά της Εκκλησίας, μια τριαδική και ευχαριστιακή αγάπη, όπως υπενθύμισε ο Πάπας», αναφέρει η επιστολή.
Είναι η «εμπιστοσύνη», συνεχίζει η επιστολή, «που μας δίνει την τόλμη και την εσωτερική ελευθερία που βιώσαμε, μη διστάζοντας να εκφράσουμε ελεύθερα και ταπεινά τις συγκλίσεις, τις διαφορές, τις επιθυμίες και τα ερωτήματά μας».
Σημείωση: Τα τμήματα της επιστολής που αναφέρονται αποτελούν μετάφραση εργασίας και όχι επίσημη μετάφραση της