Η ομιλία του σεβασμιότατου Σεβαστιανού, Αρχιεπισκόπου Καθολικών Αθηνών, από την διαδικτυακή ομιλία – συζήτηση για το Πάσχα, που μεταδόθηκε ζωντανά στις 20 Απριλίου από το κανάλι στο YouTube της Λεοντείου Σχολής Αθηνών
- Ο ίδιος ο Ιησούς διάλεξε τους Δώδεκα, και «τους ονόμασε αποστόλους, για να είναι μαζί του και για να τους στέλνει να κηρύττουν» (Μκ 3,14). Αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός είδε κάτι καλό ΚΑΙ στον Ιούδα.
- Γράφει επίσης ο Ματθαίος: «Ο Ιησούς τους έδωσε εξουσία πάνω στα ακάθαρτα πνεύματα, για να τα διώχνουν, και για να θεραπεύουν κάθε ασθένεια και κάθε αρρώστια» (Μτ 10,1). Έδωσε λοιπόν την ίδια εξουσία και στον Ιούδα!
- Τελικά όμως, αφού έζησε τρία χρόνια μαζί με τον Χριστό, ο Ιούδας «πήγε στους αρχιερείς για να τους παραδώσει τον Ιησού» (Μκ 14,10). Κατά τον Ματθαίο μάλιστα, ο ίδιος ο Ιούδας ρώτησε: «Τι θέλετε να μου δώσετε; κι εγώ θα σας τον παραδώσω». ΓΙΑΤΙ ΤΟΝ ΠΑΡΕΔΩΣΕ;;;
- Ο Χριστός, κατά το Μυστικό Δείπνο τη Μεγάλη Πέμπτη είπε: «Αλήθεια σας λέω: ένας από σας θα με παραδώσει…. Αλίμονο σ’ αυτόν τον άνθρωπο, από τον οποίο θα παραδοθεί ο Υιός του ανθρώπου. Θα ήταν καλύτερο γι’ αυτόν αν δεν είχε γεννηθεί» (Μτ 26,21.24).
- Μου δίνει μάλιστα ελπίδα η δήλωση του Ματθαίου: «Βλέποντας ο Ιούδας, ότι ο Ιησούς καταδικάσθηκε, μετάνιωσε κι επέστρεψε τα τριάντα αργύρια στους αρχιερείς και τους πρεσβυτέρους, και είπε: “Αμάρτησα, παραδίνοντας αθώο αίμα“. Κι εκείνοι είπαν: “Τι μας νοιάζει; Δικό σου θέμα!”. Και πετώντας τα αργύρια στο ναό αναχώρησε και πήγε και κρεμάστηκε» (Μτ 27,3-4).
- Αν όμως ο Ιούδας μετάνιωσε ειλικρινά, σημαίνει ότι ήταν εγκλωβισμένος από την αγάπη προς το χρήμα, και ίσως από τη στενή νοοτροπία της εθνικής απελευθέρωσης. Έτσι δεν είχε αφήσει τον εαυτό του ελεύθερο να γνωρίσει βαθύτερα τον Χριστό, και δεν είχε βιώσει την εμπιστοσύνη ότι ο Χριστός μπορούσε να τον συγχωρήσει. Ίσως γι’ αυτό δεν βρήκε τη δύναμη να γυρίσει πίσω, αλλά κρεμάστηκε.
- Μια μέρα, ο Ιησούς ανέβηκε στη βάρκα του Σίμωνα και από εκεί κήρυττε στο πλήθος, ενώ ο Σίμων και οι συνεργάτες του επισκεύαζαν τα δίχτυα. Άκουγαν όμως τον Ιησού. Στο τέλος του είπε ο Ιησούς να πάει στα βαθιά και να ρίξουν τα δίχτυα. Ο Σίμων απάντησε με μια πράξη μεγάλης πίστεως: «Παρόλο που όλη τη νύχτα κοπιάσαμε αλλά δεν πιάσαμε τίποτα, επειδή το λες εσύ, θα ρίξω τα δίχτυα» (Λκ 5,4-5). Εδώ βλέπομε μια προσωπική εμπιστοσύνη του Σίμωνα στον Ιησού.
- Μια άλλη μέρα, ο Ιησούς έστειλε τους μαθητές του με το πλοιάριο στην απέναντι όχθη και έμεινε μόνος. «Το πλοιάριο, το συγκλόνιζαν τα κύματα. Κατά τα ξημερώματα, ο Ιησούς τους πλησίασε. Οι μαθητές βλέποντάς τον να περπατάει πάνω στη θάλασσα, ταράχθηκαν κι έλεγαν: “Είναι φάντασμα!”, κι από το φόβο τους έβγαλαν φωνή. Αλλά ο Ιησούς αμέσως τους μίλησε: “Έχετε θάρρος· εγώ είμαι· μη φοβάστε!”. Του απάντησε τότε ο Πέτρος: “Κύριε, αν είσαι εσύ, διάταξέ με να έλθω κοντά σου πάνω στα νερά”. Κι εκείνος είπε: “Έλα!”. Κι ο Πέτρος, αφού κατέβηκε από το πλοιάριο, περπάτησε πάνω στα νερά και έφθασε μέχρι τον Ιησού. Βλέποντας όμως τον ισχυρό άνεμο, φοβήθηκε, και όταν άρχισε να βουλιάζει έβγαλε μια κραυγή και είπε: “Κύριε, σώσε με!”» (Μτ 14,24-30).
- Όταν, μια άλλη μέρα, ο Ιησούς ρωτάει τους μαθητές του: τι γνώμη έχουν γι’ αυτόν (ποιος είναι), εκείνος που απαντάει είναι ο Πέτρος: «Εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του Θεού του ζωντανού». Τότε ο Ιησούς του λέει: «Ο Πατέρας μου σου το αποκάλυψε. Εσύ είσαι Πέτρος κι επάνω σ’ αυτήν την πέτρα θα οικοδομήσω την εκκλησία μου και οι πύλες του Άδη [δηλ. οι δυνάμεις του κακού, του δαίμονα] δεν θα την κατανικήσουν» (Μτ 16,16-19).
- Και φθάνομε στο Μυστικό Δείπνο της Μεγάλης Πέμπτης, πριν το Πάθος. Λέει ο Ιησούς στον Πέτρο: «Σίμων, Σίμων! Ο Σατανάς προσπάθησε να σας περάσει από το κόσκινο, όπως το σιτάρι». Εννοεί ο Χριστός ότι ο Σατανάς εκμεταλλεύτηκε την αδυναμία των μαθητών εμπρός στις δύσκολες στιγμές, για να κλονίσει την πίστη τους στον Χριστό. Ας μην ξεχνάμε ότι εκείνες τις μέρες ο Χριστός τους μιλούσε για τα παθήματα και τον θάνατό του, που πλησίαζαν. Όλοι λοιπόν είναι αδύναμοι. Ποιος θα τους σώσει απ’ αυτό τον κίνδυνο να κλονιστούν;
- Μετά το πασχαλινό Δείπνο, βγαίνει ο Χριστός με τους μαθητές του στον κήπο των ελαιών, για να προσευχηθεί πριν το Πάθος του. Έρχεται ο Ιούδας συνοδευόμενος από οπλισμένους με μαχαίρια και ξύλα. Ο Χριστός τους ρωτάει ποιον ζητούν, και απαντούν: «Τον Ιησού τον Ναζωραίο. Αποκρίθηκε ο Ιησούς: Σας είπα ότι είμαι εγώ. Τότε ο Σίμων Πέτρος, έχοντας ένα μαχαίρι, το τράβηξε και κτύπησε τον δούλο του αρχιερέα και του έκοψε το δεξί αυτί. Είπε τότε ο Ιησούς στον Πέτρο: “Βάλε το μαχαίρι στη θήκη. Να μην πιώ το ποτήρι που μου έδωσε ο Πατέρας;”». (Ιω 18,8-11).
- Όταν συνέλαβαν τον Ιησού και τον πήγαιναν στον Αρχιερέα, μόνο δύο μαθητές ακολούθησαν για να δουν τι θα συμβεί στον Χριστό: ο Πέτρος και ο Ιωάννης, και μπήκαν στην αυλή του Αρχιερέα. «Λέει τότε στον Πέτρο η θυρωρός: “Μήπως είσαι κι εσύ από τους μαθητές αυτού του ανθρώπου;” Της απαντά: “Δεν είμαι“. ♦ Στέκονταν οι δούλοι και οι υπηρέτες, έχοντας ανάψει φωτιά, επειδή έκανε κρύο και ζεσταίνονταν. Μαζί τους στεκόταν κι ο Πέτρος και ζεσταινόταν. Του είπαν τότε: «”Μήπως κι εσύ είσαι από τους μαθητές του;” Εκείνος αρνήθηκε και είπε: “Δεν είμαι“. ♦ Λέει τότε ένας από τους δούλους του αρχιερέα, συγγενής εκείνου που ο Πέτρος έκοψε το αυτί: “Εγώ δεν σε είδα στον κήπο μαζί του;” Πάλι, λοιπόν, ο Πέτρος αρνήθηκε, κι αμέσως λάλησε ο πετεινός» (Ιω 18,16-27).
- Μετά την ανάσταση, κάποια νύχτα πήγαν να ψαρέψουν, αλλά πάλι δεν έπιασαν τίποτα. Το πρωί, από την ακτή τους φωνάζει ο Ιησούς να ρίξουν το δίχτυ στη δεξιά πλευρά του πλοιαρίου. Όταν το έκαναν, δεν μπορούσαν να τραβήξουν το δίχτυ από τα πολλά ψάρια που έπιασαν, και ο Ιωάννης λέει στον Πέτρο: Είναι ο Κύριος! Τότε ο Πέτρος βούτηξε στο νερό και πήγε στον Ιησού κολυμπώντας (Ιω 21,4-8).
- Τέλος, ένα σπουδαίο ερώτημα: Πώς αντιμετώπισε ο ίδιος ο Χριστός την άρνηση του Πέτρου;
- Τέλος, ο Χριστός προαναγγέλλει ότι ο Πέτρος θα γίνει άξιος μάρτυράς του, όχι μόνο με τον λόγο και τη δράση του, αλλά κυρίως με τον θάνατό του: «“Όταν θα γεράσεις, θα απλώσεις τα χέρια σου και άλλος θα δέσει τη ζώνη σου και θα σε πάει εκεί που δεν θέλεις”. Αυτό το είπε για να φανερώσει με ποιον θάνατο θα δόξαζε τον Θεό. Κι αφού του είπε αυτό, του λέει: “Ακολούθα με” (Ιω 21,18-19).
- Μια μέρα «μπήκαν σ’ ένα χωριό Σαμαρειτών για να ετοιμάσουν τον ερχομό του Ιησού. Κι εκεί δεν τον δέχθηκαν, επειδή πήγαινε στην Ιερουσαλήμ. Όταν το είδαν αυτό, οι μαθητές Ιάκωβος και Ιωάννης, είπαν: «“Κύριε, θέλεις να ζητήσουμε να πέσει φωτιά από τον ουρανό και να τους καταστρέψει;” Εκείνος στράφηκε και τους μάλωσε» (Λκ 9,52-56).
- Σε άλλη στιγμή βλέπομε τους γιους της βροντής, Ιάκωβο και Ιωάννη, όχι μόνο παρορμητικούς αλλά και με μεγάλη ιδέα για τον εαυτό τους: «Έλεγαν στον Ιησού: “Διδάσκαλε, θέλουμε, όταν θα είσαι στη δόξα σου, να καθίσουμε ο ένας στα δεξιά και ο άλλος στα αριστερά”». Εδώ είναι ξεκάθαρο ότι όλοι περίμεναν (όπως και ο Ιούδας) μια Βασιλεία επίγεια, μια επίγεια αποκατάσταση της Βασιλείας του Δαβίδ, κατά το πρότυπο των Κρατών, και ένα βασίλειο Εβραίων για Εβραίους.
- Όταν λοιπόν άρχισε ο Ιησούς να τους αποκαλύπτει ότι θα πάθει και θα πεθάνει, είδε ότι δεν καταλάβαιναν το γιατί, και κλονίστηκαν. Γι’ αυτό, μετά από οκτώ ημέρες παίρνει μαζί του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη, και ανεβαίνουν σε ένα βουνό, και μεταμορφώθηκε εμπρός τους, όπως είδαμε μιλώντας για τον Πέτρο. Εδώ, μας αρκεί ο λόγος του Θεού που ακούστηκε μέσα από το σύννεφο: «Αυτός είναι ο αγαπητός μου Υιός. Σ’ αυτόν έθεσα την ευαρέσκειά μου. Αυτόν να ακούτε!» (Μτ 17,5), εννοώντας: ακολουθείτε τον, κι ας μην καταλαβαίνετε!
- Τελικά, από τους Δώδεκα, μόνο ο Ιωάννης ακολούθησε τον Ιησού μέχρι και τον Σταυρό, δίπλα στην Παναγία. Μας λέει ο ίδιος ότι ήταν γνωστός του Αρχιερέα, γι’ αυτό μπήκε στην αυλή του, και έβαλε μέσα και τον Πέτρο. Ίσως γι’ αυτό μπόρεσε να είναι και δίπλα στον Ιησού μέχρι τον Σταυρό. «Ο Ιησούς, λοιπόν, όταν είδε τη μητέρα του και τον μαθητή που αγαπούσε να στέκεται δίπλα της, λέει στη μητέρα του: “Γυναίκα, αυτός είναι ο γιος σου”. Μετά λέει στον μαθητή: “Αυτή είναι η μητέρα σου”. Κι από εκείνη την ώρα, ο μαθητής την πήρε στο σπίτι του» (Ιω 19,26-27).