Κάθε χρόνο, από τις 18 έως τις 25 Ιανουαρίου, τελούμε την Εβδομάδα Προσευχής για τη Χριστιανική Ενότητα. Κάθε χρόνο αυτή η Εβδομάδα εμπνέεται από ένα βιβλικό θέμα. Φέτος το θέμα είναι: «Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (Λουκάς 10,27).
Με την ευκαιρία αυτής της Εβδομάδας, θα ήθελα να επανέλθω, για άλλη μια φορά, στην ιστορική πλάνη, που ωστόσο επαναλαμβάνεται ξανά και ξανά από τα σχολικά βιβλία μέχρι και στις συζητήσεις, ότι το λεγόμενο σχίσμα μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης, έλαβε χώρα στις 16 Ιουλίου του 1054 όταν ο καρδινάλιος Ουμπέρτο Ντα Σίλβα Κάντιντα, κατέθεσε στην Αγία Τράπεζα της Αγίας Σοφίας το γνωστό αφορισμό, προκαλώντας, τον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριο να απαντήσει με τον ίδιο τρόπο.
Από αρκετό καιρό, η σοβαρή ιστοριογραφία, έχει αποδείξει πως αυτή η ημερομηνία δεν αποτελεί την αρχή του σχίσματος. Φανερώνει, όμως, την εξαιρετικά τεταμένη ατμόσφαιρα που υπήρχε μεταξύ των δύο λαών.
«Αγαπάτε αλλήλους»; Όχι, αλληλοβρισιές!
Ο Πατριάρχης και ο Καρδινάλιος ήταν ίσως τα πλέον ακατάλληλα πρόσωπα για διάλογο και συμβιβασμό. Και οι δύο ήταν άκρως φανατικοί, ευέξαπτοι και με φτωχές και ελλιπείς θεολογικές γνώσεις. Έχει διατυπωθεί ότι τον Κηρουλάριο τον χαρακτήριζε ένα ισχυρό πνεύμα αλαζονείας. Ήταν από τους Πατριάρχες που αναμείχθηκαν με έναν τρόπο αυτοκρατορικό στα κοινά. Ο βυζαντινός φιλόσοφος και ιστορικός Μιχαήλ Ψελλός (1018-1078) αναφέρει ότι του έλειπε μόνο η πορφύρα και τα ερυθρά πέδιλα, τέτοια ήταν η αλαζονεία του. Ένα χρόνο πριν είχε δώσει διαταγή να κλείσουν όλες οι εκκλησίες και τα μοναστήρια των Λατίνων στην Κωνσταντινούπολη. Ανέθεσε δε στο Λέοντα, τον Αρχιεπίσκοπο Αχρίδας (1025-1056), να γράψει ένα λίβελο ενάντια στους Λατίνους στο οποίο, χωρίς να θίγει την παραμικρή δογματική διαφορά (Filioque, Πρωτείο Πάπα κλπ.) αναφέρεται υβριστικά προς τους Λατίνους, κατηγορώντας τους για τα πιο απίθανα πράγματα, όπως, γιατί οι Λατίνοι στην Αγ. Ευχαριστία μεταχειρίζονται άζυμο ψωμί, γιατί οι ιερείς τους δεν φέρουν γενειάδα, γιατί ονομάζουν την Παναγία «Μαρία» όπως την Μαρία την Μαγδαληνή κ.ο.κ.
Όταν το γράμμα έφθασε στη Ρώμη, εκείνη απάντησε με το ίδιο στυλ, με εκείνο του Κηρουλάριου (Adversus Graecorum calumnias = Ενάντια στις συκοφαντίες των Ελλήνων). Η ανταπάντηση από την Κωνσταντινούπολη δεν άργησε να φτάσει ξανά στη Ρώμη, αυτή τη φορά από τον οργισμένο Νικήτα Στηθάτο (1025-1056), μοναχό στη Μονή του Αγίου Ιωάννη του Στουδίου. Και σε αυτό το λίβελο δεν αναφέρεται σε καμία δογματική κατηγορία, αλλά σε νομοκανονικές διαφορές, στα διαφορετικά ήθη και έθιμα (π. χ. γιατί δεν παντρεύονται οι Λατίνοι παπάδες, γιατί οι Λατίνοι δε νηστεύουν τα Σάββατα της Τεσσαρακοστής κ.α.).
Αυτή η τεταμένη κατάσταση μεταξύ Ελλήνων και Λατίνων δεν άρεσε καθόλου στον Αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο, ο οποίος επιθυμούσε να έχει καλές σχέσεις με τη Δύση. Γι’ αυτό διαμηνύει στον Πάπα Λέοντα 9ο να στείλει στην Βασιλεύουσα μια αντιπροσωπία για να κατευνάσουν τα πνεύματα. Επικεφαλής αυτής της αντιπροσωπίας υπήρξε ένα από τα πιο ακατάλληλα πρόσωπα της εποχής: Ο Γάλλος Καρδινάλιος Ουμπέρτο από την Σίλβα Κάντιντα (Umberto de Moyenmoutier), άτομο που το χαρακτήριζε ο φανατισμός του μεταρρυθμιστή και η έλλειψη σοβαρής θεολογικής παιδείας.
Η συνάντηση της λατινικής αντιπροσωπίας με το μοναχό Νικήτα, όπως ήταν αναμενόμενο, υπήρξε κάθε άλλο παρά ειρηνική. Ο Καρδινάλιος αποκάλεσε το Νικήτα ανόητο, χειρότερο από γαϊδούρι, άτομο κάθε άλλο παρά μοναχό… Ο Νικήτας απάντησε στον ίδιο τόνο. Εν τω μεταξύ, στους τρεις μήνες παραμονής της Λατινικής αντιπροσωπίας στην Πόλη, εκτός από αμοιβαία βρισίματα και κατηγορίες που αφορούσαν στα διαφορετικά ήθη και έθιμα, δεν έγινε καμία νύξη στις δογματικές διαφορές. Εν τέλει η διαμάχη αφορούσε όχι στις Εκκλησίες, αλλά στα πρόσωπα, όχι στις δογματικές, αλλά σε επουσιώδεις διαφορές, που ωστόσο, στους αιώνες που είχαν προηγηθεί, δεν είχαν προκαλέσει προβλήματα στις δύο χριστιανικές παραδόσεις.
Αποκορύφωμα της έντασης: Αλληλοαναθεματίζονται
Στις 19 Απρίλιου στην Ρώμη πεθαίνει ο Πάπας Λέοντας 9ος. Μόλις έφθασε στην Πόλη η είδηση αυτή, η Λατινική αντιπροσωπία ετοιμάζεται να αναχωρήσει για τη Ρώμη, κρίνοντας όμως σκόπιμο, αν και αυθαίρετα, στις 16 Ιουλίου να τοποθετήσει πάνω στο ιερό Βήμα της Αγίας Σοφίας το περίφημο ανάθεμα ενάντια στον Πατριάρχη, τον οποίο κατονομάζει απλά με το όνομά του, Μιχαήλ, κατηγορώντας τον ότι σπέρνει τα ζιζάνια όλων των προηγουμένων αιρέσεων. Στις 24 Ιουλίου ο Κηρουλάριος τοποθετεί πάνω στο ίδιο Βήμα, τον αφορισμό προς τη Λατινική αντιπροσωπία, και όχι ενάντια στην Εκκλησία της Ρώμης ή στον Πάπα ο οποίος, εξάλλου, ήταν ήδη νεκρός και δίνει διαταγή να κάψουν τη βούλα των Λατίνων.
Τα γεγονότα του 1054 πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα
Τα γεγονότα του 1054 πέρασαν σχεδόν απαρατήρητα από τους συγχρόνους και μόνο αργότερα δραματοποιήθηκαν, με διάφορους τρόπους, και χρησιμοποιήθηκαν για πολιτικούς σκοπούς, διευρύνοντας το χάσμα και την προκατάληψη ανάμεσα στις δύο χριστιανικές παραδόσεις. Τα υπόλοιπα Πατριαρχεία και τοπικές εκκλησίες αγνοούσαν για αρκετά χρόνια μετά αυτό το συμβάν και τα παραδείγματα είναι πολλά.
Όταν η διαμάχη παρατάθηκε, ούτε καν ο Πατριάρχης Αντιοχείας Πέτρος, ο οποίος έκρινε τη διαμάχη πιο ψύχραιμα, είχε καταλάβει τι είχε συμβεί στην Κωνσταντινούπολη. Γράφει πράγματι στον Πατριάρχη Κηρουλάριο: «Βάλτε την αδελφοσύνη σε πρώτο πλάνο, επειδή αυτοί, οι Χριστιανοί στη Δύση, είναι αδελφοί και αδελφές μας, και πιστεύουν επίσης στην Αγία Τριάδα και ομολογούν το μυστήριο της Ενσάρκωσης του Χριστού ακριβώς όπως εμείς… Μας αρέσει να παραβλέπουμε τα λάθη μας, αλλά κρίνουμε τους άλλους με μεγάλη ακρίβεια και υπερβολή».
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό παράδειγμα το πως το επεισόδιο του 1054 δεν είχε σχεδόν καμία απήχηση στην εποχή εκείνη, είναι το ακόλουθο.
Το 1089, 50 χρόνια μετά από αυτά τα γεγονότα, ο αυτοκράτορας, Αλέξιος Κομνηνός, θέλοντας να απαντήσει σε ένα αίτημα του Πάπα Ουρβανού Β΄, ζήτησε να μάθει από τη Σύνοδο Ενδημούσα της Βασιλεύουσας «εάν οφείλεται σε μια γραπτή απόφαση που διαφυλάσσεται και στην αγριότατη και μεγάλη Εκκλησία μας (τα αρχεία της Αγίας Σοφίας), που θεσπίζει το χωρισμό της Εκκλησίας της Ρώμης από εμάς». Η απάντηση ήταν: «Οι ιεράρχες κατέστησαν γνωστό ότι τέτοιες γραπτές αποφάσεις δεν υπάρχουν και ότι πράγματι δεν υφίστανται τέτοιες αντίθετες διαφορές μεταξύ της Εκκλησίας μας και εκείνης των Λατίνων που να αιτιολογούν έναν κανονικό χωρισμό».
Η ιστορική αλήθεια του χωρισμού είναι πιο περίπλοκη
Τον «χωρισμό» δεν τον προκάλεσε μία μόνο ενέργεια, μία πράξη που οδήγησε στη ρήξη των δύο Εκκλησιών, αλλά το δημιούργησε η σταδιακή απομάκρυνση των δύο Εκκλησιών κυρίως εξ αιτίας πολιτικών και πολιτιστικών διαφορών, που στην συνέχεια μετατράπηκαν σε θρησκευτικές διαφορές.
Έπαιξε μεγάλο ρόλο και η αδυναμία κατανόησης της γλώσσας του ενός από τον άλλο. Ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ ο Γ΄, το 864, αναφερόμενος στην λατινική γλώσσα τη χαρακτήριζε «βάρβαρη», ανίκανη να εκφράσει τα βάθη της θεολογίας έτσι όπως τα εκφράζει η Ελληνική.
Πρόκειται για μία προοδευτική αποξένωση, οι ρίζες της οποίας εντοπίζονται, ναι μεν σε γεγονότα ιστορικά, αλλά και σε γεγονότα «ψυχωτικά», τέτοια που σήμερα, κάνουν τη δυτική ιστοριογραφία να μιλάει για «ψυχολογικό σχίσμα».
Συμπερασματικά το δραματικό γεγονός είναι πως αυτή η διαμάχη εξακολουθεί να υφίσταται ακόμα και σήμερα και να χωρίζει τις δύο αδελφές Εκκλησίες, κατάσταση η οποία αποτελεί αντιμαρτυρία διότι αντιτίθεται κατάφορα στην πρώτη εντολή του Κυρίου: «Να αγαπάς τον Κύριο τον Θεό σου και τον πλησίον σου όπως τον εαυτό σου» (Λουκάς 10,27).