Ο εορτασμός του Πάσχα του Κυρίου είναι αναμφίβολα η σημαντικότερη γιορτή της χριστιανοσύνης και επί τρεις αιώνες υπήρξε η μοναδική εορτή που τελούνταν σε ολόκληρη την Εκκλησία Ανατολής και Δύσης. Βέβαια, πολύ γρήγορα οι χριστιανοί άρχισαν να τελούν το εβδομαδιαίο Πάσχα, δηλαδή την Κυριακή.
Μετά από πολύ συζήτηση, πάνω στο πότε θα ετελείτο το χριστιανικό Πάσχα, ο Άγιος Πάπας Βίκτωρ (†198) αποφάσισε ότι, σύμφωνα με την μέχρι τότε πρακτική, το Πάσχα θα εορτάζεται παντού, την πρώτη Κυριακή μετά την πρώτη πανσέληνο της άνοιξης. Το ίδιο αποφάσισε και η πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Νίκαιας το 325.
Η εορτή του Πάσχα έχει ως αντικείμενο το μυστήριο της Απολύτρωσης, την οποία ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός πραγματοποίησε με τα Πάθη του και την ολοκλήρωσε με την Ανάστασή του.
Προοδευτικά, οι χριστιανοί συνειδητοποίησαν την ανάγκη να προετοιμαστούν γι’ αυτήν την σπουδαιότατη και μοναδική εορτή τους. Έτσι, άρχισαν να τηρούν μερικές ημέρες νηστείας, ενθυμούμενοι τα λόγια του Κυρίου: «Θα έλθουν μέρες όταν θα τους πάρουν το γαμπρό, και τότε θα νηστέψουν εκείνη τη μέρα» (Μάρκος 2,20).
Κατά τη διάρκεια του 2ου και του 3ου αιώνα, αυτή η συνήθεια της νηστείας, τηρούνταν σπάνια από τους πιστούς και η διάρκεια της νηστείας δεν είχε ακόμα καθοριστεί από τις διάφορες Εκκλησίες. Ορισμένοι πιστοί νήστευαν μόνο για δύο ημέρες πριν από το Πάσχα, τη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο. Ο χριστιανός φιλόσοφος και μάρτυρας Άγιος Ιουστίνος (Ιουστίνος της Ναμπλούς † 165) έγραψε ότι οι κατηχούμενοι (οι υποψήφιοι για το βάπτισμα) «καθοδηγούνται να προσεύχονται και να ικετεύουν από τον Θεό, με νηστεία, την άφεση όλων των προηγούμενων αμαρτιών, ενώ εμείς προσευχόμαστε και νηστεύουμε μαζί τους».
Γύρω στο 195, ο επίσκοπος της Λυών, ο Άγιος Ειρηναίος, εμπνευσμένος από τον Άγιο Ιουστίνο, έστειλε στον Πάπα Βίκτωρα Α’ (†199) επιστολή στην οποία ανέφερε ότι οι Χριστιανοί πρέπει να τηρούν υποχρεωτική νηστεία τη Μεγάλη Παρασκευή και το Μεγάλο Σάββατο για να τιμήσουν την αποδημία του Νυμφίου τους, δηλαδή του Χριστού.
Η Εκκλησιαστική Ιστορία (324) που έγραψε ο Ευσέβιος της Καισαρείας (265- 340) δίνει μια περιγραφή των πολλών πρακτικών που τηρούνταν για τη νηστεία του Πάσχα. Γράφει, μεταξύ άλλων: «Ορισμένοι θεωρούν ότι πρέπει να νηστεύει κανείς μόνο μία ημέρα, άλλοι δύο, άλλοι αρκετές ημέρες, άλλοι πάλι υπολογίζουν σαράντα ώρες, ημέρα και νύχτα, στη νηστεία τους πριν από το Πάσχα».
Σιγά σιγά η νηστεία και η μετάνοια επεκτάθηκε στις σημερινές 40 ημέρες (Τεσσαρακοστή). Οι απαιτήσεις της προετοιμασίας των κατηχουμένων για το βάπτισμα που θα λάβαιναν το Μεγάλο Σάββατο και η πορεία μετάνοιας των δημοσίων αμαρτωλών, για τη συμφιλίωσή τους με την Εκκλησία, έπαιξαν αναμφίβολα μεγάλο ρόλο για την παγίωση των 40 ημερών νηστείας. Οι πιστοί καλούνταν να επιδείξουν αλληλεγγύη και συμπόνια, με τους κατηχουμένους και τους μετανοούντες, προσευχόμενοι και νηστεύοντας. Γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, η Τεσσαρακοστή χαρακτηρίζεται από την πνευματικότητα του βαπτίσματος και της μεταστροφής. Η Τεσσαρακοστή έγινε κανόνας μεταξύ του 300 και του 325. Ωστόσο, όπως και σε άλλους τομείς της ζωής της Εκκλησίας, μόλις τον 4ο αιώνα βρίσκουμε τις πρώτες αναλαμπές μιας οργανικής δομής για αυτή τη λειτουργική περίοδο.
Ενώ ο θεσμός των 40 ημερών της Τεσσαρακοστής είχε ήδη καθιερωθεί σε όλες σχεδόν τις Εκκλησίες, στο πρώτο μισό του 4ου αιώνα, η διάρκεια της νηστείας δεν ήταν η ίδια σε όλες τις εκκλησίες. Στη Ρώμη, π.χ. περιορίζονταν σε τρεις εβδομάδες καθημερινής νηστείας, εκτός από τα Σάββατα και τις Κυριακές. Αυτή η δεκαπενθήμερη νηστεία, πριν από το Πάσχα, παρέμεινε σε ισχύ μόνο για ένα μικρό χρονικό διάστημα, διότι από το τέλος του 4ου αιώνα, η Ρώμη γνώριζε ήδη τη δομή της νηστείας των 40 ημερών. Όμως έπρεπε να περιμένουμε μέχρι τον 7° αιώνα για να καθιερωθεί η πλήρης νηστεία σε ολόκληρη την Εκκλησία, κατά τη διάρκεια ολόκληρης της Τεσσαρακοστής.
Αρχικά την περίοδο της Τεσσαρακοστής δεν πραγματοποιούνταν η τέλεση της Θ. Λειτουργίας καθημερινά. Κατά την πρώτη φάση της οργάνωσης της Τεσσαρακοστής, τελούνταν μόνο οι κυριακάτικες ευχαριστιακές συνάξεις και, σε μερικά μέρη, τελούνταν λειτουργίες τις Τετάρτες και τις Παρασκευές. Ο Πάπας Γρηγόριος ο Β’ (715-731), παραχώρησε την καθημερινή Λειτουργία για κάθε μέρα της Τεσσαρακοστής, με ειδικά κείμενα που, εν μέρει, ισχύουν ακόμα και σήμερα.
Η Ανατολική χριστιανική παράδοση, κατά τη διάρκεια της Τεσσαρακοστής, συνεχίζει να τελεί λειτουργίες μόνο το Σάββατο και την Κυριακή, ενώ κάθε Τετάρτη και Παρασκευή, αυτής της περιόδου, τελείται η Προηγιασμένη Ακολουθία. Σε αυτήν, οι πιστοί μπορούν να λάβουν τη Θεία Κοινωνία, η οποία όμως έχει προαγιασθεί την προηγουμένη Κυριακή. Γι’ αυτό το λόγο η Ακολουθία αυτή ονομάζεται Προηγιασμένη. Η Καθολική Εκκλησία από την άλλη μονάχα τη Μεγάλη Παρασκευή, τελεί την Ακολουθία των Προηγιασμένων, αντί της Θείας Λειτουργίας.
Γιατί οι σαράντα ημέρες;
Ο αριθμός των σαράντα ημερών οφείλεται στις 40 ημέρες που πέρασε ο Ιησούς στην έρημο νηστεύοντας. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ολόκληρη η δυτική παράδοση αρχίζει την Τεσσαρακοστή με την ευαγγελική ανάγνωση των πειρασμών του Ιησού στην έρημο. Η περίοδος της Τεσσαρακοστής αποτελεί έτσι, μια εμπειρία της ερήμου που, όπως και στην περίπτωση του Κυρίου, διαρκεί 40 ημέρες.
Για την ρωμαϊκή παράδοση η περίοδος της Τεσσαρακοστής, αρχίζει την Τετάρτη των Τεφρών, ενώ για την ανατολική Εκκλησία, με την Καθαρή Δευτέρα. Γιατί όμως αυτή η διαφορά; Ενώ οι χριστιανοί της ανατολικής παράδοσης νηστεύουν και τις Κυριακές, για την ρωμαϊκή Εκκλησία οι Κυριακές εξαιρούνται από τη νηστεία. Οπότε, για αυτούς, η Τεσσαρακοστή αρχίζει, όχι από την Δευτέρα, αλλά από την Τετάρτη. Έτσι έχουμε 46 ημέρες πριν από το Πάσχα, αφαιρώντας όμως τις 6 Κυριακές των 6 εβδομάδων, φτάνουμε ακριβώς στις 40 ημέρες. Και για την Ανατολική Εκκλησία η αρχική διάρκεια της Τεσσαρακοστής ήταν έξι εβδομάδες, αλλά αργότερα προστέθηκε και μία άλλη έβδομη. Τελικά η νηστεία για τους Ορθοδόξους, ακόμα και σήμερα, διαρκεί όχι 40, αλλά 48 ημέρες.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η νηστεία για τους Καθολικούς έχει περιοριστεί αρκετά. Η Τετάρτη των Τεφρών είναι ημέρα νηστείας, μόνο ένα γεύμα την ημέρα και εγκράτεια από το κρέας. Τις Παρασκευές της Τεσσαρακοστής, όπως και όλες τις Παρασκευές του έτους, τηρείται μόνο η αποχή από το κρέας. Τη Μεγάλη Παρασκευή είναι υποχρεωτική η νηστεία (ένα γεύμα μόνο) και η αποχή από το κρέας. Σε κάθε περίπτωση, η στέρηση δεν είναι αυτοσκοπός. Όπως κάθε ασκητισμός, βρίσκει το νόημά του στην ενίσχυση της πίστης. Πάνω απ’ όλα, πρόκειται για τη στέρηση των περιττών, προκειμένου να δοθεί το περίσσευμα στους άλλους μέσω της αγαθοεργίας.
+ Ιωάννης Σπιτέρης