Μπροστά στις συγκλονιστικές εικόνες που βλέπουμε καθημερινά στις οθόνες μας και μας δείχνουν τα απάνθρωπα εγκλήματα που διαδραματίζονται καθημερινά στην Ουκρανία (Μαριούπολη, Μπούσα και αλλού) ή ακόμα μπροστά στα στρατόπεδα εξοντώσεως των Ναζί, όπως ήταν στην Τρεμπλίνκα, στο Άουσβιτς-Μπίρκεναου και στο Μάουτχαουζεν ή ακόμα πιο γενικά, μπροστά στον ατελείωτο πόνο της ανθρωπότητας, μπορούμε να αναρωτηθούμε: πώς ο Θεός μένει αδιάφορος μπροστά στον πόνο των παιδιών του; Αλλά και πιο γενικά: μπορεί ο Θεός να υποφέρει; Και ακόμα γενικότερα: «Ο Θεός επηρεάζεται από τη δραστηριότητα των πλασμάτων του;».
Ένα θεολογικό ρεύμα, επηρεασμένο από την ελληνική φιλοσοφία, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι ο Θεός, ακριβώς επειδή είναι αμετάβλητος ή αναλλοίωτος, είναι και απαθής. Πράγματι, για την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, η απάθεια του Θεού (ή η έλλειψη συναισθημάτων) θεωρείται ως μεταφυσικό και ηθικό ιδανικό. Το πάθος, ακόμα και η αγάπη, αποδεικνύει ένδεια, πενία, εκβιασμό, έλλειψη ανεξαρτησίας και ελευθερίας. Για τους νεοπλατωνικούς, ο Θεός ζούσε μέσα σε μία απόλυτη «απάθεια» γι’ αυτό και δεν μπορούσε ούτε να αγαπήσει, ούτε να αγαπηθεί.
Για τη Θεολογία, σήμερα, το αμετάβλητο εκφράζει κυρίως την ελεύθερη αυτοδιάθεση του Θεού, ο Οποίος στην ουσία Του και στις πράξεις Του, δεν υποκύπτει σε κανενός είδους εξαναγκασμό από οτιδήποτε δεν είναι ο ίδιος ο Θεός. Δεν μπορούμε να αποδώσουμε στο Θεό καμία αναγκαιότητα σύμφωνα με τη δική μας ανθρώπινη λογική. Ο Θεός μπορεί να διαλέγει τον εαυτό Του και να «αυτοδιατίθεται». Ο Θεός δεν είναι αυτό που πρέπει να είναι, αλλά αυτό που θέλει να είναι.
Για το λόγο αυτό, ο Θεός «ελεύθερα αποφασίζει» να μην μένει αδιάφορος μπροστά στον πόνο, στις χαρές και στην κακία των ανθρώπων, αλλά να συμμετέχει στο πόνο τον ανθρώπων, πρώτα από όλα με την ενανθρώπιση του Υιού του: «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε έδωσε το μονογενή του Υιό» (Ιω. 3,16).
Ο Θεός, όπως μας τον παρουσιάζει η Αγία Γραφή, είναι ο Θεός-Αγάπη, ο «Θεός-με-τους-ανθρώπους», ο «Θεός-για-τους-ανθρώπους», ο Θεός δεν έχει αγάπη, είναι η ΑΓΑΠΗ. Αν όλα αυτά είναι αλήθεια, πρέπει να συμπεράνουμε πως ο Θεός συμπάσχει με τον άνθρωπο που αγαπά. Εάν ο Θεός ήταν από κάθε άποψη απόλυτα ανίκανος να υποφέρει, θα ήταν και ανίκανος να αγαπήσει. Ο Θεός έδειξε την αγάπη Του στον άνθρωπο, όχι μόνο παραδίνοντας τον Υιό Του στο θάνατο για χάρη μας, αλλά εξακολουθώντας να διατρέχει τον κίνδυνο του πόνου, που προέρχεται από τον άνθρωπο, ο οποίος παραμένει παγιδευμένος στη δυστυχία και στην αμαρτία. Ο πόνος του Θεού αποτελεί το άλλο όνομα της αγάπης του Θεού που σώζει. Πρόκειται για μία πονεμένη αγάπη, ανοικτή για όλους, ακόμα και για αυτούς που είναι ανίκανοι να αγαπήσουν.
Έχουν πει σωστά ότι υπήρχε ένας σταυρός στην καρδιά του Θεού πριν φυτευτεί ένας άλλος έξω απ’ τα Ιεροσόλυμα· κι ενώ τον ξύλινο σταυρό τον έχουν κατεβάσει, ο σταυρός στην καρδιά του Θεού παραμένει ακόμη. Είναι ο σταυρός του πόνου και του θριάμβου, και των δύο μαζί. Κι εκείνοι που μπορούν να το πιστέψουν αυτό, θα βρουν ότι η χαρά είναι ανακατεμένη με το ποτήρι της πίκρας τους. Θα μετέχουν, σε ανθρώπινο επίπεδο, στη θεϊκή εμπειρία του νικηφόρου πάθους.
Ο Θεός αντιμετωπίζει σοβαρά τον άνθρωπο και τη διαθήκη που σύναψε μαζί του, ώστε οι πράξεις του ανθρώπου να μπορούν να Του δημιουργήσουν χαρά, οργή, απογοήτευση και πόνο. Όμως η συμφωνία που σύναψε ο Θεός με τον άνθρωπο προέρχεται από την ελεύθερη θέληση του Θεού, γι’ αυτό και «το πάθος» του Θεού είναι καρπός της θέλησης και της ελευθερίας Του. Ο Θεός θέλει ν’ ανοίξει την καρδιά Του στις χαρές και στις ταλαιπωρίες που Του προξενούν οι άνθρωποι.
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ΚΑΙ Η ΑΓΙΑ ΤΡΙΑΔΑ
Μπορούμε να πλησιάσουμε, κατά κάποιον τρόπο, στο μυστήριο του Θεού που υποφέρει, αν ρίξουμε το γεμάτο στοργή βλέμμα μας στον Εσταυρωμένο Χριστό.
Η κραυγή του Ιησού πριν να πεθάνει στο σταυρό: «Θεέ μου Θεέ μου, γιατί με εγκατέλειψες;» (Μτ. 7, 46 και Μκ. 15,34), δεν έχει νόημα αν άφηνε αδιάφορο τον Θεό Πατέρα, επομένως και το Άγιο Πνεύμα. Εδώ, εισερχόμαστε σε απόλυτα αχαρτογράφητα εδάφη, στο ίδιο το Μυστήριο του Θεού. Υπάρχει κίνδυνος η γλώσσα μας, περί Θεού, να γίνει ανθρωπομορφική. Ωστόσο, αυτή η τραγική πορεία του Ιησού, η εγκατάλειψη από τον Πατέρα, είναι βέβαιο πως αποδεικνύει ότι κάτι συνέβη στην καρδιά της Αγίας Τριάδας. Η εικόνα «Αγία Τριάδα» τού Αντρέι Ρουμπλιόφ (1360-1430) είναι η πιο διάσημη και μυστηριώδης εικόνα τού Θεού στην ιστορία όχι μόνο της ορθόδοξης εικονογραφίας, αλλά γενικά του Χριστιανισμού. Ο κεντρικός άγγελος ευλογεί την κούπα στην οποία διακρίνουμε το «ἀρνίον … ὡς ἐσφαγμένον» (Αποκ. 5,6) ενώ οι άλλοι άγγελοι (σύμβολα της Αγίας Τριάδας), σιωπηρά αναγνωρίζουν την ανάγκη μιας θυσίας που θα λυτρώσει τον λαό. Μέσα στην Αγία Τριάδα εισήλθε για πάντα η «κούπα τού θανάτου» κι έτσι μετατράπηκε σε κλειδί για τη ζωή του μέλλοντος. Με τον τρόπο αυτό ο Ρουμπλιόφ, ζωγράφισε μία από τις πιο συγκλονιστικές θεολογίες του Σταυρού.
Ο μεγάλος ευαγγελικός θεολόγος και μάρτυρας του ναζισμού Dietrich Bonhoeffer (1906-1945), από το στρατόπεδο εξοντώσεως του Flossenbürg όπου περίμενε το θάνατο, έγραψε σε ένα γράμμα: «Ο Θεός, πάνω στο Σταυρό, αφήνει τον εαυτό του να διωχθεί έξω από τον κόσμο. Ο Θεός είναι αδύναμος στον κόσμο. Μόνο έτσι, Αυτός, στέκεται δίπλα μας και μας βοηθά, βάζοντας τον εαυτό του στην κατάσταση εκείνου που είναι εγκαταλειμμένος».
Αυτός ο Θεός που πάσχει από αγάπη, ελεύθερος της ελευθερίας της αγάπης και ευάλωτος στον πόνο της αγάπης, είναι ο Θεός που μπορεί να δώσει νόημα στον πόνο του κόσμου, γιατί τον έκανε δικό του: αυτή είναι η σημασία της αγάπης.
Και όσον αφορά εμάς: «Δεν είναι μια χριστιανική πράξη που δημιουργεί τον χριστιανό, αλλά το να συμμετέχουμε στον πόνο του Θεού, στη ζωή του κόσμου» (D. Bonhoeffer).
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος πρώην Κερκύρας