23 Δεκεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Νέος Γενικός Οδηγός για την κατήχηση: για να είναι συνεχώς επίκαιρο το Ευαγγέλιο

Νέος Γενικός Οδηγός για την κατήχηση: για να είναι συνεχώς επίκαιρο το Ευαγγέλιο
 
Μετά τον “Γενικό κατηχητικό Οδηγό»” του 1971 και τον Γενικό Οδηγό για την κατήχηση” του 1997, δημοσιεύθηκε χθες ο νέος “Γενικός Οδηγός για την κατήχηση”, που εκπονήθηκε από το Ποντιφικό Συμβούλιο για την Προώθηση του νέου ευαγγελισμού. Το έγγραφο εγκρίθηκε από τον Πάπα Φραγκίσκο στις 23 Μαρτίου 2020, λειτουργική μνήμη του Αγίου Τουριβίου εκ Mogrovejo, ο οποίος, τον 16ο αιώνα, έδωσε ισχυρή ώθηση στον ευαγγελισμό και την κατήχηση.
Η ιδιαιτερότητα του νέου Γενικού Οδηγού είναι ο στενός σύνδεσμος μεταξύ του ευαγγελισμού και της κατήχησης, που υπογραμμίζει την ενότητα μεταξύ του πρώτου αγγέλματος και της ωρίμανσης της πίστεως, υπό το φως του πολιτισμού της συνάντησης. Όπως εξηγείται στο έγγραφο, αυτή η ιδιαιτερότητα είναι απαραίτητη όσο ποτέ για την αντιμετώπιση δύο προκλήσεων για την Εκκλησία στη σύγχρονη εποχή: τον ψηφιακό πολιτισμό και την παγκοσμιοποίηση του πολιτισμού. Σε περισσότερες από 300 σελίδες, χωρισμένες σε 3 μέρη και 12 κεφάλαια, το κείμενο υπενθυμίζει ότι κάθε βαπτισμένος είναι μαθητής-ιεραπόστολος και ότι απαιτείται επειγόντως προσπάθεια και ευθύνη για την εύρεση νέων λεξιλογίων με τα οποία να μεταδοθεί η πίστη. Υπάρχουν τρεις βασικές αρχές επί των οποίων μπορούμε να δράσουμε: η μαρτυρία, διότι «η Εκκλησία δεν αναπτύσσεται δια του προσηλυτισμού, αλλά δια της έλξεως»· η ευσπλαχνία, που είναι αυθεντική κατήχηση, η οποία καθιστά αξιόπιστη τη διακήρυξη της πίστεως· και ο διάλογος, ο ελεύθερος και ανιδιοτελής, που δεν καταναγκάζει, αλλά ο οποίος, ξεκινώντας από την αγάπη, συμβάλλει στην ειρήνη. Με αυτόν τον τρόπο – εξηγεί ο νέος Γενικός Οδηγός – η κατήχηση βοηθά τους Χριστιανούς να δώσουν ένα πλήρες νόημα στην ύπαρξή τους.
 
Η κατάρτιση των κατηχητών
 
Στο πρώτο μέρος, με τίτλο “Η κατήχηση στην εκκλησιακή αποστολή μετάδοσης του Ευαγγελίου”, το κείμενο επικεντρώνεται ειδικότερα στην κατάρτιση των κατηχητών: για να είναι αξιόπιστοι μάρτυρες της πίστεως, πρέπει «να “είναι” κατηχητές πριν να “κάνουν” τους κατηχητές» και επομένως θα πρέπει να συνεργαστούν με προθυμία, αφοσίωση, συνέπεια, σύμφωνα με μια ιεραποστολική πνευματικότητα που να τους κρατά μακριά από το «αποστειρωμένο ποιμαντικό άγχος» και από τον ατομικισμό. Ως δάσκαλοι, εκπαιδευτές και ομολογητές της πίστεως, οι κατηχητές θα πρέπει να συνοδεύουν την ελευθερία των άλλων με ταπεινότητα και σεβασμό. Ταυτόχρονα, θα είναι απαραίτητο «να επαγρυπνούν με αποφασιστικότητα, ώστε σε κάθε πρόσωπο, ειδικά στους ανήλικους και στα ευάλωτα άτομα, να είναι εγγυημένη η απόλυτη προστασία από κάθε μορφή κακοποίησης». Οι κατηχητές καλούνται επίσης να υιοθετήσουν ένα «κοινοτικό ύφος» και να είναι δημιουργικοί στη χρήση εργαλείων και λεξιλογίων.
 
Το λεξιλόγιο της κατήχησης: αφήγηση, τέχνη, μουσική
 
Η πρόκληση του λεξιλογίου είναι παρούσα ιδιαιτέρως στο δεύτερο μέρος του Γενικού Οδηγού, με τίτλο “Η διαδικασία της κατήχησης”. Πολυάριθμες είναι οι αναφορές στις εκφραστικές μεθόδους, ξεκινώντας από την αφήγηση, η οποία ορίζεται ως «ένα δυνατό και αποτελεσματικό επικοινωνιακό μοντέλο», επειδή είναι σε θέση να συνενώσει, με γόνιμο τρόπο, την ιστορία του Ιησού, την πίστη και τη ζωή των ανθρώπων. Σημαντική έπειτα είναι η τέχνη, η οποία, μέσα από την ενατένιση της ομορφιάς, επιτρέπει την εμπειρία της συνάντησης με τον Θεό, ενώ η μουσική, ειδικά η ιερή μουσική, ενσταλάζει στο ανθρώπινο πνεύμα την επιθυμία για το άπειρο.
 
Η κατήχηση στη ζωή των ανθρώπων: η σημασία της οικογένειας
 
Όταν η κατήχηση προσγειώνεται στη συγκεκριμένη ζωή των ανθρώπων, είναι τότε που φαίνεται ξεκάθαρα η σπουδαιότητα της οικογένειας. Η οικογένεια, ως ενεργές υποκείμενο ευαγγελισμού και ως φυσικός χώρος για να βιωθεί η πίστη με απλό και αυθόρμητο τρόπο, προσφέρει πράγματι μια χριστιανική παιδεία «περισσότερο με τη μαρτυρία παρά με τη διδασκαλία», μέσα από έναν ταπεινό και συμπονετικό τρόπο ζωής. Αντιμέτωπη με τις παράτυπες καταστάσεις και τα νέα οικογενειακά σενάρια που έχουν εμφανιστεί στη σύγχρονη κοινωνία, όπου υπάρχει ένα άδειασμα της υπερβατικής έννοιας της οικογένειας, η Εκκλησία καλείται να συνοδεύσει στην πίστη με εγγύτητα, ακρόαση και κατανόηση, σε μια οπτική μέριμνας, σεβασμού και αλληλεγγύης, για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και της ελπίδας σε όσους υφίστανται το βάρος της μοναξιάς και των διακρίσεων. Η κατήχηση θα πρέπει, επιπλέον, να σχεδιάζεται σύμφωνα με τις ηλικιακές ομάδες των αποδεκτών της: παιδιά, νέοι, ενήλικες, ηλικιωμένοι. Όμως, αν και διαφοροποιείται στα λεξιλόγια, πρέπει να έχει ένα μοναδικό στυλ: αυτό της συνοδείας, το οποίο κάνει τους κατηχητές να είναι αξιόπιστοι μάρτυρες, πεπεισμένοι και ελκυστικοί, διακριτικοί αλλά παρόντες, ικανοί να ενισχύσουν τα χαρίσματα κάθε πιστού και να τους κάνουν να αισθάνονται ευπρόσδεκτοι και αναγνωρισμένοι εντός της χριστιανικής κοινότητας.
 
“Πολιτισμός της ένταξης” και αποδοχή των ατόμων με ειδικές ανάγκες και των μεταναστών
 
Η αποδοχή και η αναγνώριση είναι οι λέξεις-κλειδιά που πρέπει να συνοδεύουν την κατήχηση και για τα άτομα με ειδικές ανάγκες: μπροστά στην αμηχανία και τον φόβο που αυτοί μπορεί να προκαλέσουν επειδή μας υπενθυμίζουν τον πόνο και τον θάνατο, θα είναι σημαντικό να απαντήσουμε με έναν «πολιτισμό της ένταξης» που να εξαλείψει την «κουλτούρα των αποβλήτων». Τα άτομα με αναπηρίες, στην πραγματικότητα, είναι μάρτυρες των ουσιωδών αληθειών της ανθρώπινης ζωής, όπως η ευπάθεια και η ευαλωτότητα, και πρέπει επομένως να γίνουν αποδεκτά ως ένα μεγάλο δώρο, ενώ οι οικογένειές τους αξίζουν «σεβασμό και θαυμασμό». Μια άλλη συγκεκριμένη κατηγορία που αναφέρεται στον Γενικό Οδηγό κατήχησης είναι εκείνη των μεταναστών οι οποίοι, μακριά από την πατρίδα τους, ενδέχεται να αντιμετωπίσουν κρίση πίστεως: και γι’ αυτούς, επίσης, η κατήχηση θα πρέπει να επικεντρωθεί στην αποδοχή, την εμπιστοσύνη και την αλληλεγγύη, έτσι ώστε να υποστηριχθούν στην καταπολέμηση των προκαταλήψεων και των σοβαρών κινδύνων στους οποίους μπορεί να υποπέσουν, όπως την εμπορία ανθρώπων.
 
Η φυλακή, «αυθεντική χώρα ιεραποστολής»· η προτιμησιακή επιλογή υπέρ των φτωχών
 
Το έγγραφο, επίσης, βλέπει τις φυλακές ως «αυθεντική χώρα ιεραποστολής»: για τους κρατούμενους, η κατήχηση θα είναι το άγγελμα της εν Χριστώ σωτηρίας, της συγχώρεσης και της απελευθέρωσης, μαζί με μια προσεκτική ακρόαση που να δείχνει το μητρικό πρόσωπο της Εκκλησίας. Μεταξύ των πιο περιθωριοποιημένων κατηγοριών, η Εκκλησία δεν ξεχνά τους φτωχούς: η προτιμησιακή επιλογή υπέρ αυτών ας είναι επίσης και «πνευματική προσοχή» – ζητά ο Γενικός Οδηγός κατήχησης – υπενθυμίζοντας το πρωτείο της αγάπης και τη σπουδαιότητα ενός ιεραποστολικού δυναμισμού, ο οποίος, στη συνάντηση με τους πιο ενδεείς, να επιτελεί τη συνάντηση με τον Χριστό. Όπως προτρέπει το κείμενο: «Και η Εκκλησία, επίσης, καλείται να βιώσει τη φτώχεια ως απόλυτη εγκατάλειψη στον Θεό, χωρίς να εμπιστεύεται στα κοσμικά μέσα». Σε αυτό το πλαίσιο, η κατήχηση πρέπει να εκπαιδεύει στην ευαγγελική φτώχεια, να προωθεί τον πολιτισμό της αδελφοσύνης και να ενθαρρύνει τους πιστούς να αντιδρούν μπροστά στις καταστάσεις δυστυχίας και αδικίας. Ενόψη της επικείμενης Παγκόσμιας Ημέρας των Φτωχών, επιπλέον, ο κατηχητικός προβληματισμός θα πρέπει να συνοδεύεται από «μια συγκεκριμένη και άμεση δέσμευση, με απτά σημεία προσοχής προς τους φτωχούς και τους περιθωριοποιημένους».
 
Ενορίες, σύνδεσμοι και Καθολικά σχολεία
 
Στο τρίτο μέρος με τίτλο “Η κατήχηση στις επιμέρους Εκκλησίες”, αναδύεται ο ρόλος των ενοριών, των συνδέσμων και των εκκλησιαστικών κινημάτων, καθώς και των Καθολικών σχολείων. Σε ό,τι αφορά τις ενορίες, οι οποίες ορίζονται ως «παράδειγμα κοινοτικής ιεραποστολής», υπογραμμίζεται η «διαπλαστική ικανότητα» που τις καθιστά ικανές για μια δημιουργική κατήχηση, η οποία «να ακούει προσεκτικά» και «να εξέρχεται» προς τις εμπειρίες των ανθρώπων. Οι σύνδεσμοι και τα κινήματα, από την άλλη πλευρά, υπενθυμίζουν τη «μεγάλη ικανότητα ευαγγελισμού» που τους καθιστά «πλούτο της Εκκλησίας», υπό την προϋπόθεση να μεριμνούν για τη διάπλαση και την εκκλησιαστική κοινωνία. Όσον αφορά τα Καθολικά σχολεία, καλούνται να περάσουν από σχολεία-ιδρύματα σε σχολεία-κοινότητες, δηλαδή σε κοινότητες πίστεως με ένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα βασισμένο στις αξίες του Ευαγγελίου.
 
Διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών και κατήχηση: διακριτές, αλλά συμπληρωματικές
 
Σε αυτό το πλαίσιο, μια ξεχωριστή παράγραφος είναι αφιερωμένη στη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών στα σχολεία, η οποία – όπως τονίζεται – είναι διακριτή, αλλά συμπληρωματική προς την κατήχηση, και χαρακτηρίζεται από δύο πτυχές: ο παραλήπτης να εισέλθει σε σχέση με άλλες γνώσεις και να μπορέσει να μεταμορφώσει τη γνώση σε σοφία ζωής. «Ο θρησκευτικός παράγοντας είναι μια διάσταση της ύπαρξης και δεν πρέπει να παραβλέπεται», λέει ο Γενικός Οδηγός. Ως εκ τούτου, «είναι δικαίωμα των γονέων και των μαθητών» να λαμβάνουν μια ολοκληρωμένη εκπαίδευση, η οποία να μην παραμελεί τη διδασκαλία του μαθήματος των θρησκευτικών. Το σημαντικό είναι αυτό να συμβαίνει πάντοτε μέσω ενός ανοιχτού και με σεβασμό διαλόγου, απαλλαγμένου από ιδεολογικές συγκρούσεις.
 
Πολιτισμικός πλουραλισμός και θρησκευτικός πλουραλισμός: η σχέση με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ
 
Στη συνέχεια, ένα μεγάλο κεφάλαιο επικεντρώνεται στην πολυποίκιλη σύγχρονη πραγματικότητα, την οποία πρέπει να αντιμετωπίσει η κατήχηση: τον πολιτισμικό πλουραλισμό, που οδηγεί σε επιφανειακή αντιμετώπιση των ηθικών ζητημάτων· το δύσκολο αστικό περιβάλλον, που συχνά είναι απάνθρωπο, βίαιο και διαχωριστικό· τη συνάντηση με τους αυτόχθονες πληθυσμούς, που απαιτεί επαρκή γνώση για να ξεπεραστούν οι προκαταλήψεις· τη λαϊκή ευσέβεια και το γεγονός πως αυτή, από τη μία πλευρά, είναι «θεολογικός τόπος» και «αποθεματικό πίστεως», αλλά από την άλλη, διατρέχει τον κίνδυνο να υποπέσει σε δεισιδαιμονίες και σέκτες. Σε όλους αυτούς τους τομείς, η κατήχηση καλείται να φέρει ελπίδα και αξιοπρέπεια, να νικήσει την ανωνυμία, να προωθήσει την προστασία του περιβάλλοντος. Ειδικοί τομείς είναι, έπειτα, εκείνοι του οικουμενισμού και του διαθρησκειακού διαλόγου με τον Ιουδαϊσμό και το Ισλάμ: όσον αφορά τον οικουμενισμό, ο Οδηγός υπογραμμίζει τον τρόπο με τον οποίο η κατήχηση πρέπει «να εγείρει την επιθυμία για ενότητα» μεταξύ των Χριστιανών, ώστε να είναι «ένα αξιόπιστο εργαλείο ευαγγελισμού». Όσον αφορά τον Ιουδαϊσμό, γίνεται πρόσκληση για έναν διάλογο που να καταπολεμά τον αντισημιτισμό και να προωθεί την ειρήνη και τη δικαιοσύνη, ενώ μπροστά στον βίαιο φονταμενταλισμό ο οποίος μερικές φορές δύναται να ευρεθεί στο Ισλάμ, η Εκκλησία προτρέπει να αποφεύγονται οι επιφανειακές γενικεύσεις, ευνοώντας τη γνωριμία και τη συνάντηση με τους Μουσουλμάνους. Εν πάση περιπτώσει, σε ένα πλαίσιο θρησκευτικού πλουραλισμού, η κατήχηση θα πρέπει να «εμβαθύνει και να ενισχύει την ταυτότητα των πιστών», βοηθώντας τους να διακρίνουν και να προωθήσουν τον ιεραποστολικό τους ζήλο μέσω της μαρτυρίας, της συνεργασίας και «του φιλικού και εγκάρδιου» διαλόγου.
 
Ο ψηφιακός κόσμος: φώτα και σκιές
 
Η περίσκεψη του Γενικού Οδηγού μεταβαίνει έπειτα στο θέμα του ψηφιακού κόσμου: κατά πρώτον, επαναλαμβάνεται η σημασία της εξασφάλισης στο «διαδίκτυο» μιας παρουσίας που να μαρτυρεί τις αξίες του Ευαγγελίου. Ως εκ τούτου, οι κατηχητές καλούνται να εκπαιδεύσουν τους κατηχούμενους για την καλή χρήση των ψηφιακών δυνατοτήτων: ιδιαιτέρως οι νέοι θα πρέπει να συνοδεύονται, καθώς ο εικονικός κόσμος μπορεί να έχει βαθιές επιπτώσεις στη διαχείριση των συναισθημάτων και στην οικοδόμηση της ταυτότητας. Σήμερα – συνεχίζει το έγγραφο – ο ψηφιακός πολιτισμός θεωρείται «φυσικός», τόσο πολύ που έχει τροποποιήσει τη γλώσσα και την ιεράρχηση των αξιών σε παγκόσμια κλίμακα. Ενώ είναι πλούσιος σε θετικές πτυχές (για παράδειγμα, εμπλουτίζει τις γνωστικές δεξιότητες και ευνοεί την ανεξάρτητη πληροφόρηση για την προστασία των πιο ευάλωτων προσώπων), ταυτοχρόνως ο ψηφιακός κόσμος έχει και μια «σκοτεινή πλευρά»: μπορεί να φέρει μοναξιά, χειραγώγηση, βία, εκφοβισμό στον κυβερνοχώρο, προκατάληψη, μίσος. Και όχι μόνο αυτό: η ψηφιακή αφήγηση είναι συναισθηματική, διαισθητική και ελκυστική, αλλά στερείται κριτικής ανάλυσης, καταλήγοντας να κάνει τους παραλήπτες απλούς χρήστες και όχι αποκωδικοποιητές ενός μηνύματος. Χωρίς να ξεχνάμε τη σχεδόν «φιντεϊστική» στάση που μπορεί να έχει κάποιος έναντι, για παράδειγμα, μιας μηχανής αναζήτησης.
 
Η αντιμετώπιση της νοοτροπίας του στιγμιαίου
 
Τι μπορεί, λοιπόν, να κάνει η κατήχηση σε αυτόν τον τομέα; Να εκπαιδεύσει, πρώτα απ’ όλα, στην  εξάλειψη της «νοοτροπίας του στιγμιαίου», η οποία είναι χωρίς ιεράρχηση αξιών και χωρίς προοπτική, αδύναμη στη μνήμη και ανίκανη να διακρίνει την αλήθεια και τα προσωπικά χαρίσματα του καθενός. Οι νέοι, προπάντων, θα πρέπει να συνοδεύονται στην αναζήτηση μιας εσωτερικής ελευθερίας που να τους βοηθά να διαφοροποιηθούν από το «ψηφιακό social κοπάδι». «Η πρόκληση του ευαγγελισμού συνεπιφέρει τον “εμπολιτισμό” της ψηφιακής ηπείρου», λέει ο Γενικός Οδηγός, επαναλαμβάνοντας τη σπουδαιότητα της προσφοράς χώρων εμπειρίας μιας αυθεντικής πίστεως, ικανών να παρέχουν ερμηνευτικά κλειδιά για σημαντικότατα θέματα, όπως η σωματικότητα, η συναισθηματικότητα, η δικαιοσύνη και η ειρήνη.
 
Επιστήμη και πίστη: κατ’ επίφαση συγκρούσεις, η μαρτυρία των Χριστιανών επιστημόνων
 
Στη συνέχεια, το έγγραφο επικεντρώνεται στην επιστήμη και την τεχνολογία. Ενώ επαναλαμβάνει ότι αυτές θα πρέπει να προσανατολίζονται στη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και στην πρόοδο της ανθρώπινης οικογένειας, τιθέμενες στην υπηρεσία του ανθρώπινου προσώπου, την ίδια στιγμή ο Οδηγός προτείνει μια καλά προετοιμασμένη και ενδελεχή κατήχηση που να μπορεί να αντισταθμίσει μια συχνά ανακριβή επιστημονική και τεχνολογική διάδοση. Επομένως, μας παροτρύνει να εξαλείψουμε τις προκαταλήψεις και τις ιδεολογίες και να αποσαφηνίσουμε τις κατ’ επίφαση συγκρούσεις μεταξύ επιστήμης και πίστεως, καθώς και να ενισχύσουμε τη μαρτυρία των Χριστιανών επιστημόνων, που είναι παράδειγμα αρμονίας και σύνθεσης μεταξύ των δύο. Ο επιστήμονας, στην πραγματικότητα, αναζητά την αλήθεια με ειλικρίνεια, τείνει στην επικοινωνία και τον διάλογο, αγαπά την πνευματική εντιμότητα και μπορεί, συνεπώς, να ευνοήσει τον “εμπολιτισμό” της πίστεως στην επιστήμη.
 
Βιοηθική: ό,τι είναι τεχνικά δυνατό, δεν είναι πάντοτε ηθικά αποδεκτό
 
Μια ξεχωριστή αναφορά πρέπει να γίνει για τη βιοηθική, ξεκινώντας από την προϋπόθεση πως «δεν είναι πάντοτε ηθικά αποδεκτό ό,τι είναι τεχνικά δυνατό». Θα είναι επομένως απαραίτητο να γίνει διάκριση μεταξύ θεραπευτικών παρεμβάσεων και χειραγωγήσεων, και να δοθεί προσοχή στην ευγονική και στις διακρίσεις που αυτή συνεπιφέρει. Σχετικά με την έκφραση του φύλου (gender), υπενθυμίζεται ότι η Εκκλησία συνοδεύει «πάντα και σε κάθε κατάσταση», χωρίς να κρίνει, τα πρόσωπα που βιώνουν περίπλοκες και μερικές φορές συγκρουόμενες καταστάσεις. Ωστόσο, «σε μια προοπτική πίστεως, η σεξουαλικότητα δεν είναι μόνο ένα φυσικό δεδομένο, αλλά είναι μια προσωπική πραγματικότητα, μια αξία που ανατίθεται στην ευθύνη του προσώπου», «μια απάντηση στην πρωταρχικό κάλεσμα του Θεού». Στο βιοηθικό πεδίο, επομένως, οι κατηχητές θα χρειαστούν μια ειδική εκπαίδευση, που να ξεκινά από την αρχή της ιερότητας και του απαραβίαστου της ανθρώπινης ζωής και να αντισταθμίζει την κουλτούρα του θανάτου. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Οδηγός κατήχησης καταδικάζει τη θανατική ποινή, η οποία ορίζεται ως «απάνθρωπο μέτρο που ταπεινώνει την αξιοπρέπεια του προσώπου».
 
Οικολογική μεταστροφή, κοινωνική δέσμευση και προστασία της εργασίας
 
Μεταξύ των άλλων θεμάτων που εξετάζονται στο έγγραφο, υπάρχει η αναφορά σε μια «βαθιά οικολογική μεταστροφή», η οποία πρέπει να προωθείται μέσω μιας κατήχησης που να είναι προσεκτική στην προστασία της Δημιουργίας και να εμπνέει μια υποδειγματική ζωή, μακριά από τον καταναλωτισμό, επειδή η «ολοκληρωμένη οικολογία είναι αναπόσπαστο μέρος της χριστιανικής ζωής». Έντονη είναι επίσης η ενθάρρυνση για μια ενεργή κοινωνική δέσμευση των Καθολικών, ώστε να εργάζονται υπέρ του κοινού καλού, αντισταθμίζοντας τις δομές της αμαρτίας με την ηθική ορθότητα και την προθυμία στον διάλογο. Όσον αφορά τον κόσμο της εργασίας, προτρέπεται ο ευαγγελισμός σύμφωνα με την Κοινωνική Διδασκαλία της Εκκλησίας, με ιδιαίτερη προσοχή στην υπεράσπιση των δικαιωμάτων των πιο αδύναμων. Εν κατακλείδι, τα δύο τελευταία κεφάλαια του νέου Γενικού Οδηγού επικεντρώνονται στις τοπικές κατηχήσεις, με τις σχετικές υποδείξεις ώστε να λάβουν την έγκριση από την Αποστολική Έδρα, καθώς και στους εκκλησιαστικούς οργανισμούς που υπηρετούν την κατήχηση, μεταξύ των οποίων η Σύνοδος των Επισκόπων και οι κατά τόπους Ιερές Σύνοδοι της Ιεραρχίας.
 
————————-
Πηγή: Vatican News
Μετάφραση: π.Λ

 

 

 

Προηγούμενο Άρθρο

«Ζω για μένα; ή για τον Θεό;». Ομιλία σεβ. Σεβαστιανού της 13ης Κυριακής του έτους

Επόμενο Άρθρο

«Να είμαστε αληθινοί προφήτες, οικοδόμοι ενότητας»

You might be interested in …

Νέοι μάρτυρες – Μάρτυρες της Πίστεως

Ενόψει του Ιωβηλαίου του 2025, ο πάπας Φραγκίσκος αποφασίζει να δημιουργήσει μια ομάδα εργασίας στη Ποντιφική Σύνοδο για τις Αγιοκατατάξεις για να καταρτίσει έναν κατάλογο όλων των χριστιανών – όχι μόνο των καθολικών – που […]

57η Παγκόσμια Ημέρα Ειρήνης, Μήνυμα του Αγίου Πατέρα Φραγκίσκου

Μήνυμα του Αγίου Πατέρα Φραγκίσκου για την 57η Παγκόσμια Ημέρα Ειρήνης (1η Ιανουαρίου 2024) Τεχνητή νοημοσύνη και ειρήνη Στην αρχή του νέου έτους, μιας περιόδου χάριτος που ο Κύριος δωρίζει στον καθένα μας, θα ήθελα […]

Στην καταιγίδα δεν εγκαταλείψατε το ποίμνιο

  Σε μια επιστολή που απευθύνεται στους ιερείς της Ρώμης, ο Πάπας Φραγκίσκος υπενθυμίζει τις πολλαπλές πληγές που προκλήθηκαν από την πανδημία: «Ως ιερατική κοινότητα δεν ήμασταν ξένοι προς αυτήν την πραγματικότητα και δεν την […]