20 Σεπτεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

«Πάτερ Ημών, Η προσευχή των παιδιών του Θεού» του σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη [Β’ μέρος]

 
 
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ
 
ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου
 
Μετά από τα πρώτα λόγια του «Πάτερ ημών» ακολουθούν μια σειρά από ικεσίες. Το να ικετεύουμε το Θεό που είναι Πατέρας μας και γνωρίζει τα πάντα πριν του τα ζητήσουμε μπορεί να φανεί κάπως περίεργο, είναι σαν να αμφισβητούμε την ικανότητα του Πατέρα μας να μεριμνήσει για τα παιδιά του και σαν να πρέπει να τον πιέσουμε με τις προσευχές μας. Βέβαια δεν είναι έτσι τα πράγματα, πρόκειται σαφώς, ακριβώς για το αντίθετο.
 
Στο Ευαγγέλιο, ο Ιησούς μας προτρέπει να ζητάμε από το Θεό αυτά που έχουμε ανάγκη: «Ζητάτε και θα σας δοθεί, ψάχνετε και θα βρείτε, χτυπάτε την πόρτα και θα σας ανοιχτεί» (Λουκάς 11,9). Αυτή η επιμονή φανερώνει όχι αμφιβολία, αλλά υιική εμπιστοσύνη. Πράγματι, επειδή ο Θεός είναι Πατέρας και εμείς είμαστε τα παιδιά του, τα οποία  αγαπά και είναι πάντα πρόθυμος να εισακούσει, έχουμε το θάρρος να του ζητήσουμε όλα όσα έχουμε ανάγκη. Ακριβώς μ’ αυτόν τον τρόπο εκφράζεται η υιική εμπιστοσύνη μας προς στον Πατέρα. Με το να κάνουμε εμφανείς στον Πατέρα μας, τις ανάγκες μας, βιώνουμε στην καθημερινότητα τη νέα σχέση μας με το Θεό. Όσο περισσότερο ζητάμε κάτι, τόσο περισσότερο εκφράζουμε την εμπιστοσύνη μας στον Πατέρα.
 
Το πρώτο αίτημα «ἁγιασθήτω τὸ ὄνομά σου», φαινομενικά, είναι και το πιο περίεργο. Ζητάμε από το Θεό να αγιάσει το όνομά του. Τι σημαίνουν αυτές οι λέξεις;
 
 Υπενθυμίζουμε τη σημασία που έχει στην Αγία Γραφή η λέξη «όνομα». Το όνομα στη Βίβλο εκφράζει την ταυτότητα του προσώπου. Γι’ αυτό το λόγο όταν κάποιος στην Αγ. Γραφή συναντά το Θεό, συμβαίνει ο Θεός να τους αλλάξει το όνομα για να εκφράσει μ’ αυτόν τον τρόπο ότι η ζωή τους άλλαξε και, σύμφωνα με τη νέα αποστολή τους, έχουν λάβει μια νέα ταυτότητα.
 
Το «όνομα» του Θεού στη Νέα Διαθήκη  είναι «Πατήρ» «Αββά». Αυτό το όνομα πρέπει ν’ αγιαστεί. «Άγιος» στην Αγία Γραφή είναι η ίδια η φύση του Θεού και, όπως ξέρουμε, η φύση του Θεού είναι η ίδια η Αγάπη, ο Θεός δεν έχει αγάπη όπως συμβαίνει με εμάς τους ανθρώπους,  ΕΙΝΑΙ η ίδια η ΑΓΑΠΗ, «Ο Θεός αγάπη εστίν» (Α’ Ιωάννης 4, 8).  Ξεκινώντας απ’ αυτό το δεδομένο οι μελετητές ερμηνεύουν ως εξής αυτήν την αίτηση:  Το «ἁγιασθήτω» είναι παθητική φωνή και  για τους Εβραίους θεωρείται ως συνώνυμο του Θεού. Πράγματι,  πρόκειται για τη λεγόμενη «θεϊκή παθητική φωνή» η οποία, ως ένδειξη σεβασμού, για τους Εβραίους, αντικαθιστούσε το όνομα του Θεού: «Ιαχβέ». Σ’ αυτήν την περίπτωση, το «ἁγιασθήτω» σημάνει: «Πατέρα ας αγιαστεί από εσένα το όνομά σου». Δηλαδή:  «εξακολούθησε να φανερώνεις σε μας και στον κόσμο ολόκληρο αυτό που είσαι: τρυφερός και στοργικός Πατέρας και επομένως, κάνε ώστε εμείς οι ίδιοι να είμαστε πραγματικά παιδιά σου και να δεχόμαστε ως δώρο δικό σου τα υπόλοιπα παιδιά σου που είναι και αδέρφια μας».
 
Αλλά υπάρχει και μια άλλη ερμηνεία που μεταφράζει ως εξής: «Πατέρα κάμε να αγιαστεί από εμάς το όνομά σου».       Ο Θεός αγιάζει το όνομά του μέσω του νέου λαού του. Ο Θεός είναι Αγάπη και εμείς γνωρίζοντάς τον ως αγάπη (έχοντας την εμπειρία της αγάπης του) τον «αγιάζουμε» ανάμεσα στα έθνη με το να γίνουμε φορείς της αγάπης του. Ο Θεός «αγιάζεται» μέσω της ύπαρξής μας.
 
Συνοψίζοντας: Όταν προσευχόμαστε λέγοντας: «Αγιασθήτω το όνομά σου», ζητάμε από το Θεό να κάνει ώστε όλοι οι άνθρωποι να γνωρίσουν την πραγματική ταυτότητά του, να τον αναγνωρίσουν δηλαδή ως «Αββά-Πατέρα», ως πηγή εμπιστοσύνης και αγάπης. Με αυτήν την προσευχή εκφράζουμε την επιθυμία μας ώστε η νέα σχέση με το Θεό, στην οποία έχουμε εισαχθεί εν Χριστώ και με τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος, ν’ ανοιχτεί και να συμπεριλάβει τον κόσμο ολόκληρο. Ταυτόχρονα συνειδητοποιούμε ότι ο Θεός αγιάζεται στον κόσμο και  από την ίδια τη ζωή μας. Ζητάμε από το Θεό να μας δίνει πάντα τη χάρη του ώστε εμείς να γίνουμε η διαφάνεια της αγάπης του και της ευσπλαχνίας του. Κατά κάποιον παράδοξο τρόπο,  μπορούμε να πούμε ότι η «αγιότητα» του Θεού εξαρτάται από τη δική μας. Η παρουσία του Θεού στον κόσμο είναι συνδεδεμένη με τον άνθρωπο και η φανέρωσή της εξαρτάται από την αγιότητα του ανθρώπου. Ο «άγιος» είναι «ιερό μυστήριο» της αγιότητας του Θεού μέσα στον κόσμο.
 
ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου
 
Πρόκειται για την πιο σπουδαία ικεσία του «Πάτερ ημών», αυτή που δίνει νόημα στην προσευχή ικεσίας. Πρώτα όμως πρέπει να θυμηθούμε τι σημαίνει στα συνοπτικά Ευαγγέλια η έκφραση «βασιλεία του Θεού» ή «βασιλεία των ουρανών». Μη ξεχνάμε ότι ο «ουρανός» είναι, ακόμα μια φορά, έκφραση που, για τους Εβραίους, αντικαθιστά τη λέξη «Θεός», «Ιαχβέ».
 
 Δεν είναι εύκολο να δώσουμε έναν ορισμό στη λέξη «βασιλεία» γιατί είναι περίπλοκη και πολυδιάστατη. Ο ίδιος ο Ιησούς δεν έδωσε έναν ορισμό της «βασιλείας», αλλά την περίγραψε με τις περίφημες παραβολές της βασιλείας (βλ. Ματθαίος κεφάλαιο 13). Η «βασιλεία» δεν ταυτίζεται εντελώς με τον παράδεισο, ούτε με την άπειρη καλοσύνη του Θεού, ούτε με το τέλος του κόσμου, ούτε με την Εκκλησία, αν και αυτή αποτελεί «αρχή και βλάστημα αυτής της βασιλείας» (βλ. Α’ Σύνοδος του Βατικανού, Lumen Gentium, αρ. 5). Η «βασιλεία» είναι το χαρμόσυνο άγγελμα που είχε σχεδιάσει ο Θεός από όλη την αιωνιότητα. Αυτό το χαρμόσυνο άγγελμα κήρυξε ο Ιησούς με λόγια και με έργα. Η Βασιλεία αυτή αποκαλύπτεται στο ίδιο το πρόσωπο του Χριστού, τον Υιού του Θεού και Υιού του ανθρώπου. Πρόκειται για μία νέα παγκόσμια πραγματικότητα, στην οποία ανήκουν «όλοι οι άνθρωποι», οι οποίοι αν και δεν γνωρίζουν ακόμη το Χριστό, «αναζητούν τον Πατέρα με ειλικρινή καρδιά» (Βλ. Λειτουργία της Δυτικής Παράδοσης, Τέταρτη Ευχαριστιακή Ευχή ).
 
Έχοντας υπόψη μας τα παραπάνω, όταν στο «Πάτερ ημών» προσευχόμαστε «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου», παρακαλούμε τον Πατέρα να κάνει ώστε αυτός ο νέος κόσμος, οι καρποί του οποίου έχουν πραγματοποιηθεί ήδη στο πρόσωπο του Ιησού, να εξαπλωθούν όλο και περισσότερο στον κόσμο, αρχίζοντας από εμάς τους ίδιους.
 
Υπάρχει μια πολύ ενδιαφέρουσα και παλαιά παραλλαγή στα χειρόγραφα του Ευαγγελίου που αντί να λέει «Ελθέτω η βασιλεία σου» γράφει «Ελθέτω το Πνεύμα το Άγιον εφ’ημάς καθαρισάτω ημάς». Υιοθετούν την παραλλαγή αυτή, Πατέρες της Εκκλησίας όπως ο Γρηγόριος ο Νύσσης και διάφοροι άλλοι. Η «βασιλεία» του Θεού πραγματοποιείται μεταξύ μας και στον κόσμο ολόκληρο όταν ο Θεός εξακολουθεί να μας χορηγεί τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος που «χριστοποιεί» τον άνθρωπο και «εν Χριστώ» τον μετατρέπει σε παιδί του Θεού. Παρακαλούμε λοιπόν τον Πατέρα να μας δώσει το κατ’ εξοχή δώρο του, το Άγιο Πνεύμα, για να μπορέσουμε να ζήσουμε σαν πραγματικά παιδιά του. Με το Άγιο Πνεύμα μέσα στις καρδιές μας, αυτό το ίδιο Πνεύμα που ανάστησε το Χριστό και γίνεται ο «αρραβώνας» της δική μας ανάστασης, η «βασιλεία» είναι ήδη παρούσα ανάμεσά μας, άρχισαν ήδη οι νέοι καιροί, άρχισε να ενεργεί η δύναμη εκείνη που προοδευτικά μετατρέπει τον κόσμο και τον καθιστά «βασιλεία» του Θεού.
 
Η «βασιλεία» του Θεού είναι δώρο και παρακαλούμε τον Πατέρα να μας δίνει συνεχώς αυτό το «σπόρο» αυτό το «προζύμι» αυτόν τον «κρυμμένο θησαυρό», το «πανάκριβο μαργαριτάρι» (Ματθαίος κεφ. 13). Αυτή η «βασιλεία» έρχεται  με πενιχρά και φτωχά μέσα κι εμείς είμαστε διατεθειμένοι να τη δεχτούμε ταπεινά, ξέροντας ότι η «βασιλεία» του Θεού φανερώθηκε κυρίως στο σταυρό. Ο Ιησούς αποκάλυψε τον εαυτό του ως βασιλιά με τα πάθη του και το σταυρικό του θάνατο και η ανάσταση επιβεβαίωσε την αλήθεια αυτή.
 
Με αυτά τα λόγια προσευχόμαστε: «Κάνε, Πατέρα, να καταλάβουμε και εμείς πως ο κόσμος δεν σώζεται και η «βασιλεία» δεν έρχεται με τις πομπώδεις πράξεις και λόγια, με την αναζήτηση της δόξας και του θριάμβου. Ο κόσμος σώζεται μέσα στη σιωπή και στη θυσία, με μικρές δόσεις προσφοράς και αγάπης».
 
γενηθήτω τὸ θέλημά σου,
ὡς ἐν οὐρανῷ, καὶ ἐπὶ τῆς γῆς
 
Η «βασιλεία» του Θεού πραγματοποιείται εκεί όπου οι άνθρωποι κάνουν το θέλημα του Θεού ή καλύτερα, ζουν σύμφωνα με το θέλημα του Θεού.
 
Για την Παλαιά Διαθήκη  η έκφραση το «θέλημα του Θεού» έχει δύο έννοιες.
 
  • Εγώ εκτελώ το θέλημα του Θεού δηλαδή τις εντολές του:
 
Αρχικά συναντάμε την έκφραση: «κάνω το θέλημα του Θεού» (Βλ π.χ. Ψλ 40,9/ 119,112) που σημαίνει «κάνω αυτό που αρέσει στο Θεό, αυτό που του είναι ευάρεστο».  Με αυτό δεν εννοούμε υπακούω σ’ έναν αφηρημένο νόμο που μου επιβάλλεται έξωθεν, αλλά ζω τις επιπτώσεις μιας προσωπικής σχέσης. Όταν αγαπάμε κάποιον προσπαθούμε να κάνουμε, χωρίς να μας το επιβάλλει κανείς, αυτό που αρέσει στο αγαπημένο πρόσωπο, να κάνουμε αυτό που το κάνει ευτυχισμένο.
 
2) Ο Θεός εκτελεί το θέλημά του:
 
Επειδή o Θεός μας αγαπά, επιθυμεί τη δική μας πραγματική ευτυχία, όχι μια επιφανειακή και επιπόλαιη ευτυχία, αλλά κάτι που μετατρέπει τη ζωή μου, την ωριμάζει, την τοποθετεί μέσα σε ένα πλαίσιο από το οποίο πηγάζει η πληρότητα της ευτυχίας μου. Αυτό μας οδηγεί στη δεύτερη έννοια της έκφρασης «θέλημα του Θεού». Πρόκειται για το μεγάλο σχέδιο του Θεού που αφορά τον κόσμο ολόκληρο, την ανθρωπότητα, όπως επίσης τον καθένα προσωπικά (Βλ. Προς Εφεσίους  1,9-10).
 
Η έκφραση «σχέδιο του Θεού» σημαίνει ότι ο Θεός μας έπλασε για κάποιο σκοπό, η ζωή μας έχει ένα νόημα, βαδίζει προς μία κατεύθυνση. Ότι μας συμβαίνει και ότι κάνουμε δεν είναι αδιάφορο για το Θεό. Μας έπλασε για να μπορέσουμε να κοινωνήσουμε μαζί του και μας προίκισε με όλα τα αναγκαία δώρα, ικανά να πραγματοποιηθεί αυτό το σχέδιό του. Ένα από αυτά τα δώρα και μάλιστα από τα πιο μεγάλα, είναι η ελευθερία. Έτσι το σχέδιο του Θεού πραγματοποιείται όχι ταπεινώνοντας την ελευθερία μας, αλλά αναπτύσσοντας όλες τις δυνατότητες που μας έδωσε ο Θεός. Το σχέδιο του Θεού ή το θέλημα του Θεού πραγματοποιείται όχι ενάντια στην ευτυχία μας, αλλά για την πλήρη ευτυχία μας. Δεν πρέπει ποτέ να θεωρούμε το θέλημα του Θεού χωριστά από την αγάπη Του για μας: αυτό το θέλημα είναι ο τρόπος με τον οποίο υλοποιείται η αγάπη του Θεού για μας μέσα στην ιστορία του κόσμου και στη δική μας ιστορία. Το να δεχτούμε το θέλημα του Θεού, όσο κι αν αυτό μπορεί να φαίνεται σκληρό και ακατανόητο για εμάς, σημαίνει ότι δέχομαι το γεμάτο αγάπη σχέδιό του για μας, το μόνο που μπορεί να μας κάνει πραγματικά ευτυχισμένους.
 
Ο Ιησούς, ο κατ’ εξοχήν ελεύθερος άνθρωπος, έζησε μόνο για να εκτελέσει το Θέλημα του Πατέρα: «Δικιά μου τροφή είναι να εκτελώ το θέλημα εκείνου που με έστειλε, και να φέρω σε πέρας το έργο του» (Ιωάννης 4,34). Για τον Ιησού, το θέλημα του Πατέρα είναι η θεϊκή αγάπη που μεταφράζεται στις συγκεκριμένες περιστάσεις της ζωής του, θεωρώντας την ως μια κινητήρια δύναμη που τον ωθεί στην πράξη.
 
Εμείς με το να προσευχόμαστε και να λέμε «γενηθήτω το θέλημα σου» ζητάμε από τον ουράνιο Πατέρα να πραγματοποιήσει, αυτός ο ίδιος, αυτά που ο ίδιος θέλει. Και  ο Θεός θέλει:
 
  • Να πραγματοποιηθεί το σχέδιό του, δηλαδή να σωθεί ο άνθρωπος με το να τον «ανακεφαλαιώσει» εν Χριστώ (Βλ. Εφεσίους 1,1-14).
  • «Θέλει να σωθούν όλοι οι άνθρωποι και να γνωρίσουν την αλήθεια» (Α’ Τίτος 2,4).
  • «Δεν θέλει να χαθεί ούτε ένας» (Ματθαίος18,14).
  • Και ακόμη: «Το θέλημα του Θεού είναι να γίνετε άγιοι» (Α’ Θεσσαλονικείς 4,3).
 
Ικετεύουμε, λοιπόν, τον Πατέρα και του λέμε: «Πατέρα, εξακολούθα να μας σώζεις». Πατέρα, αυτό που εσύ θέλεις το πραγματοποιείς. Κοίταξε τα αδέρφια μας και παιδιά σου που ακόμη βρίσκονται στα βάσανα, χάνονται στη μοναξιά και στην εγκατάλειψη και σώσε τους κάνοντας να αισθανθούν κι αυτοί τη ζεστασιά της αγάπης σου.
 
Αλλά Πατέρα, δώσε μας τη χάρη να εκτελέσουμε το θέλημά σου με τα ίδια αισθήματα του Ιησού. Το θέλημα του Θεού, η εντολή ουσιαστικά του Θεού σχετικά με μας, είναι μία: Να πιστεύουμε στον Ιησού και ν’ αγαπιόμαστε μεταξύ μας: «Αυτή είναι η εντολή του: Να πιστέψουμε στο όνομα του Υιού του, του Ιησού Χριστού, και να αγαπάμε ο ένας τον άλλο, σύμφωνα με την εντολή που μας έδωσε ο Χριστός»  (Α’ Ιωάννης 3,23).
 
Έχουμε απόλυτη ανάγκη να επικαλεστούμε τη βοήθεια του Θεού για να κάνουμε το θέλημά του, γιατί αυτό το θέλημα πρέπει να πραγματοποιηθεί «ως εν ουρανώ και επί της γης». Ο «ουρανός» είναι ο ίδιος ο Θεός, επομένως καλούμεθα να εκτελέσουμε το Θέλημα του Θεού όπως αυτός ο ίδιος επιθυμεί να πραγματοποιηθεί, μέσα στο σχέδιο το δικό του, όχι το δικό μας.
 
Γενικό συμπέρασμα
σχετικά με το πρώτο μέρος του “Πάτερ ημών”

Το πρώτο μέρος του “Πάτερ ημών” είναι Θεοκεντρικό: ο πυρήνας του δηλαδή είναι ο Θεός και μάλιστα ο «Θεός – Πατέρας». Τονίζεται η σωστική ενέργεια του Θεού μέσα από τη ζωή, τα πάθη, το θάνατο και την ανάσταση του Ιησού. Στην ουσία σ’ αυτό το πρώτο μέρος ζητάμε από το Θεό να φανερωθεί ως Πατέρας έτσι όπως φανερώθηκε στον Ιησού κυρίως τη στιγμή του Σταυρού.
 
Αυτή η προσευχή αποκαλύπτει δύο όψεις:
 
1. Αίτηση
 
Αυτή η άποψη είναι προφανής: ζητάμε από το Θεό να φανερωθεί ως Πατέρας, να πραγματοποιήσει τη «βασιλεία» του, τη δικαιοσύνη και το θέλημά του. Το γεγονός ότι όλα αυτά, που ανήκουν έτσι και αλλιώς στο Θεό, του τα ζητάμε να τα πραγματοποιήσει, αναγνωρίζουμε συνειδητά ότι η θρησκευτική διάσταση της ζωής προέρχεται απόλυτα από τον ίδιο το Θεό. Αυτός έχει την πρωτοβουλία. Αυτός μας απελευθερώνει από τη θρησκευτική αλαζονεία του να νομίζουμε πως η σωτηρία του ανθρώπου προέρχεται από τα δικά μας έργα, από τις δικές μας πρωτοβουλίες. Η χειρότερη αλαζονεία για τον άνθρωπο είναι όταν αυτός ταυτίζεται με το Θεό μέχρι στο σημείο να γίνει φανατικός, θρησκευτικά μη ανεκτικός, μισαλλόδοξος.
 
Αυτός που συντονίστηκε με το πρώτο μέρος του «Πάτερ ημών» δεν μπορεί να μην είναι υπομονετικός, ανεκτικός, ανοιχτός προς τους άλλους έτσι όπως είναι ο ουράνιος Πατέρας και όπως το φανέρωσε με την συμπεριφορά του ο ίδιος ο Ιησούς. Αυτό για μας είναι πηγή ελευθερίας που δε σημαίνει απάθεια, ούτε και να ρίξουμε στο Θεό τις ευθύνες μας. Πρόκειται για την ελευθερία και την εμπιστοσύνη που προέρχονται από την πεποίθηση ότι στην αρχή και στο τέλος κάθε θρησκευτικής πραγματικότητας βρίσκεται ο Θεός και Πατέρας μας και όχι εμείς. Αυτό αποτελεί ένα μεγάλο απελευθερωτικό αίσθημα για τον άνθρωπο που αισθάνεται βαθιά τα όρια της κτιστής του φύσης. Είναι ο Θεός, Αυτός που εγκαινιάζει τη «βασιλεία» και φέρνει εις πέρας το θέλημά του.
 
2. Η δική μας εμπλοκή

Το να προσεύχεται κανείς δε σημαίνει να επαναλαμβάνει λέξεις και τύπους γιατί αυτά αρέσουν στο Θεό, όπως συμβαίνει με τους ισχυρούς αυτού του κόσμου που αρέσκονται  στο ν’ ακούν κολακευτικά λόγια. Εμείς δεν είμαστε σαν τους αυλικούς που πρέπει να παρουσιαζόμαστε πρωί και βράδυ μπροστά στον πρίγκιπα για να του υποβάλλουμε τα σέβη μας. Ο Θεός δεν έχει απολύτως ανάγκη από τα λόγια μας κι από τις κολακείες μας. Το να προσεύχεται κανείς, σημαίνει να συντονιστεί με το σχέδιο του Θεού και να εμπλακεί σε αυτό, με το «όνομά» του, με τη «βασιλεία» του, με το «θέλημά» του. Σημαίνει να του φανερώσουμε τη δική μας διαθεσιμότητα και να πραγματοποιήσουμε το θέλημά του μέσω του οποίου αποκαλύπτεται η κυριαρχία του Θεού στον κόσμο και η θέλησή του να φανερωθεί σε όλους ως Πατέρας.
 
+ Ιωάννης Σπιτέρης
Αρχιεπίσκοπος
 
ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ
Προηγούμενο Άρθρο

«Πάτερ Ημών, Η προσευχή των παιδιών του Θεού» του σεβ. Ιωάννη Σπιτέρη

Επόμενο Άρθρο

Διαδικτυακή συνάντηση-συζήτηση: «Η Συνοδικότητα στην Ορθόδοξη Εκκλησία και στην Καθολική Εκκλησία»

You might be interested in …

Πέρα από τους προφήτες

Την ίδια την εποχή του Ιησού, μέσα στο γενέθλιο ιουδαϊσμό του και στην Παλαιστίνη της καταγωγής του, συνυπάρχουν πολλές τάσεις, πολλές ερμηνείες του Νόμου, άλλες περισσότερο νομότυπες και πνευματικές, άλλες πιο ηθικές και πολιτικές κτλ. […]

Το «Ροδάριο» ένα φυλαχτό, ένα διακοσμητικό ή ένα σύμβολο προσευχής;

Έχουμε εισέλθει ήδη στον πιο ανθοφόρο, στον πιο μυρωδάτο μήνα του χρόνου, στον μήνα Μάιο. Ιδιαίτερα αυτόν τον μήνα, η χριστιανική λαϊκή παράδοση της Δύσης, τον έχει αφιερώσει στην Θεοτόκο Παναγία. Πράγματι, σχεδόν φυσιολογικά, η […]

Δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά του χριστιανικού Γεγονότος

  1. Γεγονός ολοκληρωματικό Το πρώτο χαρακτηριστικό μιας αντίληψης του χριστιανισμού ως γεγονός δομημένο, είναι ότι αυτό είναι ολοκληρωματικό. Δηλαδή υπαγορεύει μια ευαισθησία με την οποία αντιμετωπίζονται τα γεγονότα της ζωής, και μάλιστα δημιουργεί την ίδια […]