ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΟΥ ΠΑΣΧΑ
ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ
Κατήχηση του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου
Εισέλθετε πάντες στο συμπόσιο της πίστεως.
Η βυζαντινή λειτουργική παράδοση, κατά τον πασχαλινό εορτασμό της αναστάσεως του Κυρίου, στο τέλος της ιερής ακολουθίας του όρθρου, διαβάζει μία κατήχηση, μία πραγματική και αληθινή μυσταγωγία, αποδιδόμενη στον Άγιο Ιωάννη Χρυσόστομο. Είναι ένα κείμενο σύντομο και πολύ ωραίο, στο οποίο κατά κάποιο τρόπο, βρίσκουμε μία σύνθεση όλων εκείνων τα οποία εμείς ως χριστιανοί τελούμε και ζούμε κατά το Πάσχα του Κυρίου: την ευσπλαχνία, την αγάπη, την επιθυμία μπορούμε να πούμε τη βιασύνη, με τα οποία ο Κύριος θέλει να υποδεχθεί όλους στο συμπόσιο του Πάσχα.
Μετά από τη σαρακοστιανή πορεία, χαρακτηρισμένη από την προσευχή, τη νηστεία, την «προσπάθεια και την εργασία», όπως λέει η μοναστική παράδοση, η σύντομη αυτή κατήχηση γίνεται σχεδόν ένα βάλσαμο ευσπλαχνίας και παρηγοριάς για όλους τους χριστιανούς. Παρουσιάζουμε αυτό το κείμενο χωρισμένο σε τρία μέρη, και με σύντομο σχόλιο για κάθε μέρος.
Eἴ τις εὐσεβής καί φιλόθεος, ἀπολαυέτω τῆς καλῆς ταύτης καί λαμπρᾶς πανηγύρεως. Εἴ τις εὐγνώμων, εἰσελθέτω χαίρων εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου αὐτοῦ. Εἴ τις ἔκαμε νηστεύων, ἀπολαυέτω νῦν τό δηνάριον. Εἴ τις ἀπό τῆς πρώτης ὥρας εἰργάσατο, δεχέσθω σήμερον τό δίκαιον ὄφλημα. Εἴ τις μετά τήν τρίτην ἦλθεν, εὐχαρίστως ἑορτασάτω. Εἴ τις μετά τήν ἕκτην ἔφθασε, μηδέν ἀμφιβαλλέτω˙ καί γάρ οὐδέν ζημειοῦται. Εἴ τις ὑστέρησεν εἰς τήν ἐνάτην, προσελθέτω, μηδέν ἐνδοιάζων. Εἴ τις εἰς μόνην ἔφθασε τήν ἐνδεκάτην, μή φοβηθῆ τήν βραδύτητα˙ φιλότιμος γάρ ὤν ὁ Δεσπότης, δέχεται τόν ἔσχατον καθάπερ καί τόν πρῶτον˙ ἀναπαύει τόν τῆς ἐνδεκάτης, ὡς τόν ἐργασάμενον ἀπό τῆς πρώτης˙ καί τόν ὕστερον ἐλεεῖ καί τόν πρῶτον θεραπεύει˙ κακείνω δίδωσι καί τούτω χαρίζεται˙ καί τά ἔργα δέχεται καί τήν γνώμην ἀσπάζεται˙ καί τήν πρᾶξιν τιμᾶ καί τήν πρόθεσιν ἐπαινεῖ.
Το κείμενο αρχίζει με μία πρόσκληση προς όλους τους ανθρώπους να συμμετέχουν στη μεγάλη γιορτή του Πάσχα του Κυρίου. Σαν ένα είδος κάλεσμα για να προσελκύσει την προσοχή, ο συντάκτης της κατηχήσεως σχολιάζει την παραβολή του Ματθ.20, 1 και συνέχεια, η οποία περιγράφει τον ιδιοκτήτη, που βγαίνει να συμφωνήσει με τους εργάτες, και υπογραμμίζει ότι η νηστεία, η άσκηση, η σαρακοστιανή κούραση είναι μία «εργασία», μία «προσπάθεια», την οποία πάντα δέχεται ο Κύριος αλλά αυτή η υποδοχή της εργασίας και της προσπάθειας από τον Κύριο προχωρά πέρα από τη φροντίδα, ακόμα και την καθυστέρηση εκείνων, οι οποίοι ολοκληρώνουν αυτήν την πορεία: «Γιατί ο ιδιοκτήτης είναι γενναιόδωρος και υποδέχεται τον τελευταίο όπως και τον πρώτο». Η απολύτρωση την οποία πραγματοποιεί ο Χριστός, η απεριόριστη αγάπη του για τους ανθρώπους προεκτείνεται από την υποδοχή του έργου που εκπληρώθηκε μέχρι την γενναιοδωρία προς έστω και μόνη την επιθυμία να εκπληρωθεί αυτό το έργο. Ας προσέξουμε τις εκφράσεις του κειμένου: «Αυτός υποδέχεται… ευαρεστείται… τιμά… επαινεί…». Η γενναιοδωρία του Θεού ξεπερνά την καιροσκοπία και την ανθρώπινη δέσμευση.
Οὐκοῦν εἰσέλθετε πάντες εἰς τήν χαράν τοῦ Κυρίου ὑμῶν˙ καί πρῶτοι καί δεύτεροι τόν μισθόν ἀπολαύετε. Πλούσιοι καί πένητες μετ’ ἀλλήλων χορεύσατε˙ ἐγκρατεῖς καί ράθυμοι τήν ἡμέραν τιμήσατε˙ νηστεύσαντες καί μή νηστεύσαντες, εὐφράνθητε σήμερον. Ἡ τράπεζα γέμει, τρυφήσατε πάντες. Ὁ μόσχος πολύς, μηδείς ἐξέλθη πεινῶν. Πάντες ἀπολαύσατε τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως˙ πάντες ἀπολαύσατε τοῦ πλούτου τῆς χρηστότητος. Μηδείς θρηνείτω πενίαν˙ ἐφάνη γάρ ἡ κοινή Βασιλεία. Μηδείς ὀδυρέσθω πταίσματα˙ συγνώμη γάρ ἐκ τοῦ τάφου ἀνέτειλε. Μηδείς φοβείσθω θάνατον˙ ἠλευθέρωσε γάρ ἡμᾶς ὁ τοῦ Σωτῆρος θάνατος.
Το κείμενο υπογραμμίζει επίσης ότι όλοι είμαστε καλεσμένοι στο συμπόσιο της Βασιλείας, υπογραμμίζει και την αφθονία της τράπεζας, το δώρο του μόσχου του σιτευτού, συμβόλου της ευσπλαχνίας και της απέραντης αγάπης του Κυρίου. Είναι ένα συμπόσιο το οποίο χορταίνει την πείνα μας, συγχωρεί τα σφάλματά μας, μας ανασταίνει και μας απελευθερώνει από το θάνατο. Το κατηχητικό αυτό κείμενο παρουσιάζει τη θεϊκή υποδοχή, στην οποία όλοι είμαστε καλεσμένοι: «νηστεύσαντες και μη νηστεύσαντες», «πλούσιοι και πένητες». Ο Κύριος δεν περιφρονεί τη δέσμευση, ούτε αρνείται τη μικρότητα της προσπάθειας, έστω και αν η προσπάθεια αυτή είναι ασήμαντη. Η συγχώρηση που βγήκε από τον τάφο η συγνώμη που ανάβλυσε από την ίδια την ανάσταση του Κυρίου, απλώνεται σε όλους.
Ἔσβεσεν αὐτόν, ὑπ’ αὐτοῦ κατεχόμενος. Ἐσκύλευσε τόν ἅδην ὁ κατελθών εἰς τόν ἅδην. Ἐπίκρανεν αὐτόν, γευσάμενον τῆς σαρκός αὐτοῦ. Καί τοῦτο προλαβών Ἠσαϊας ἐβόησεν˙ ὁ ἅδης φησίν, ἐπικράνθη, συναντήσας σοι κάτω. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ κατηργήθη. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεπαίχθη. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐνεκρώθη. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ καθηρέθη. Ἐπικράνθη˙ καί γάρ ἐδεσμεύθη. Ἔλαβε σῶμα καί Θεῶ περιέτυχεν. Ἔλαβε γῆν καί συνήντησεν οὐρανῶ. Ἔλαβεν ὅπερ ἔβλεπε καί πέπτωκεν ὅθεν οὐκ ἔβλεπε. Ποῦ σου, θάνατε, τό κέντρον; Ποῦ σου, ἅδη, τό νῖκος; Ἀνέστη Χριστός καί σύ καταβέβλησαι. Ἀνέστη Χριστός καί πεπτώκασι δαίμονες. Ἀνέστη Χριστός καί χαίρουσιν ἄγγελοι. Ἀνέστη Χριστός, καί ζωή πολιτεύεται. Ἀνέστη Χριστός καί νεκρός οὐδείς ἐπί μνήματος. Χριστός γάρ ἐγερθείς ἐκ νεκρῶν, ἀπαρχή τῶν κεκοιμημένων ἐγένετο. Αὐτῶ ἡ δόξα καί τό κράτος εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Το τρίτο μέρος της κατηχήσεως, παρουσιάζει το θέμα της καθόδου του Χριστού στον Άδη, χρησιμοποιώντας αντιθετικές εικόνες, οι οποίες κατορθώνουν σχεδόν να δώσουν ζωή, στο ίδιο το κείμενο: Δεχόμενος το θάνατο, καταδιδόμενος σ’ αυτόν, ο Χριστός κατατροπώνει τον θάνατο: μπαίνοντας μέσα στον Άδη, τον αδειάζει από κάθε του εξουσία: αφήνοντας τον εαυτό του «να φαγωθεί» «να καταβροχθιστεί» από τον Άδη, ο Χριστός γίνεται γι’ αυτόν πικρή τροφή, γίνεται καταστροφή, παιχνίδι, εμπαιγμός, εξουδετέρωση, αλυσίδα, ήττα. Η αληθινή ενσάρκωση του Λόγου του Θεού έγινε η αιτία της ήττας του Άδη και επομένως έγινε η αρχή της απελευθερώσεώς μας: «Παρέλαβε ένα σώμα, και βρέθηκε μπροστά στο Θεό. Παρέλαβε γη και συνάντησε τον ουρανό. Παρέλαβε αυτό που έβλεπε και έπεσε εξαιτίας αυτού που δεν έβλεπε».
Τελικά το κείμενο καταλήγει με τον ύμνο της νίκης, της απολυτρώσεως, την οποία ο Χριστός κατορθώνει με την ένδοξη ανάστασή του: «Ανέστη Χριστός, και οι δαίμονες έπεσαν. Ανέστη Χριστός και οι άγγελοι χαίρονται. Ανέστη Χριστός, και η ζωή βασιλεύει. Ανέστη Χριστός και κανένας νεκρός δε μένει στα μνήματα. Γιατί ο Χριστός αναστάς από τους νεκρούς έγινε η απαρχή των κεκοιμημένων». Το συμπέρασμα της κατηχήσεως μας οδηγεί στο πασχαλινό τροπάριο της βυζαντινής παραδόσεως: «Χριστός ανέστη εκ νεκρών. Θανάτω θάνατον πατήσας. Και τοις εν τοις μνήμασι ζωήν χαρισάμενος».
Για εφέτος αφήνω την επιστολή για το Πάσχα να είναι αυτός ο Λόγος του Αγίου Ιωάννου Χρυσοστόμου. Στην πορεία μας ως Αποστολική Εξαρχία στην Ελλάδα ζητούμε από τον Κύριο να μας αξιώσει ώστε σε κάθε στιγμή της ζωής μας να ακούμε πάντοτε τη φωνή του, η οποία μας καλεί να μπούμε γεμάτοι εμπιστοσύνη στη γιορτή στο συμπόσιο της βασιλείας Του, όπου μας περιμένει με ανοιχτά χέρια, από τον σταυρό Του, στην Ανάστασή Του.
+ π. Εμμανουήλ Νιν
Αποστολικός Έξαρχος