Φθάσαμε στις πύλες του εορτασμού των Γενεθλίων του Κυρίου Μας Ιησού Χριστού, και η βυζαντινή θεία λατρεία μας προετοίμασε με μία χρονική περίοδο σαράντα ημερών, γνωστή με το όνομα «Σαρακοστή των Χριστουγέννων». Με τον τρόπο αυτό γίνεται παραλληλισμός ανάμεσα στα Χριστούγεννα και το Πάσχα, ανάμεσα στη Γέννηση του Λόγου του Θεού, ενσαρκωμένου από το Άγιο Πνεύμα και την Παρθένο Μαρία και τα τίμια Πάθη του, τον Θάνατό του και την Ανάστασή του. Αυτός ο παραλληλισμός μας κάνει να βλέπουμε ένα γεγονός ωραίο και σπουδαίο στη βυζαντινή παράδοση: την ίδια τη θεία λατρεία και ιδιαίτερα το λειτουργικό έτος το οποίο βλέπουμε και το οποίο ζούμε ως χώρο της θείας παιδαγωγίας. Κατά τις εβδομάδες οι οποίες προηγούνται των Χριστουγέννων, ψέλνουμε ωραιότατα τροπάρια, τα οποία θα τα ψάλουμε και πάλι τόσες φορές κατά τη χριστουγεννιάτικη περίοδο και τα οποία αρχίζουν με τη φράση: «Η Παρθένος σήμερον».
Αυτό το σήμερον μαζί με τη Μητέρα του Θεού και μαζί με όλη την Εκκλησία, μας οδηγούν προς το σπήλαιον της Βηθλεέμ, όπου γεννιέται ο Κύριος, ο οποίος είναι το φως του κόσμου.
Η μακρά και ωραιότατη σειρά των «Θεοτοκίων» (δηλαδή τροπαρίων προς την Θεοτόκον), μας κάνει να προγευόμαστε όλο το μυστήριο της Ενσαρκώσεως: την αναμονή μέσα στην εμπιστοσύνη, τη φτώχια της ανθρωπότητας η οποία υποδέχεται τον Λόγο του Θεού, όλες τις μορφές και τις προσωπικότητες, ακόμα και τους τόπους της Παλαιάς Διαθήκης, τα οποία (επιτρέψτε μου την έκφραση), εμφανίζονται κατ’ αυτές τις μέρες, με τις γιορτές τόσων και τόσων προφητών κάθε φορά κατά την οποία στα λειτουργικά κείμενα η Βηθλεέμ συνδέεται με την Εδέμ του Θεού, η οποία παρουσιάζεται ως «αμνάς», ένας τίτλος τον οποίο θα ξαναβρούμε κατά τη Μεγάλη Εβδομάδα, δηλαδή εκείνη η οποία φέρνει στα σπλάχνα της τον Χριστό τον Αμνό του Θεού. Μία ολόκληρη σειρά φυσιογνωμίας, προσωπικότητες και χώροι, όπως σας έλεγα, η οποία σειρά εμφανίζεται επάνω στη λατρευτική σκηνή των εβδομάδων αυτών, από τα τέλη Νοεμβρίου και μετά, σαν να θέλει να μας υπενθυμίσει (στη δυνατή έννοια της λέξης «υπενθυμίζω»), ότι αποτελούμε μέλη μίας ιστορίας, μίας ανθρωπότητας, που περίμενε τον Μεσσία, μέσα σε αγρυπνία εμπιστοσύνης, αλλά και μέσα στο σκοτάδι, μέσα στην αμφιβολία, μέσα στην αμαρτία μία ιστορία και μία ανθρωπότητα, που ίσως δεν βρίσκονται πια στην αναμονή, αλλά που παραμένουν στο σκοτάδι και στην αμαρτία. Μία ανθρωπότητα, η δική μας, η οποία αγαπάται, σώζεται και λυτρώνεται από τον Χριστό.
Επίσης σε κοινωνικό επίπεδο, η εξωτερική εμφάνιση της κοινωνίας στην οποία ζούμε και κινούμαστε, μας κάνει να σκεπτόμαστε, αν και κατά τρόπο πολύ επιφανειακό, τα Χριστούγεννα αλλά πρόκειται για μία κοινωνία όπου τα πρωτεία τα κατέχει η επιθυμία για τα εύκολα πράγματα, για τα εφήμερα, για τα συμφεροντικά μας ενδιαφέροντα, μία κοινωνία στην οποία έχει χαθεί το πρωτείο της αγάπης, όχι μόνο προς τον Θεό αλλά και προς τον συνάνθρωπό μας, προς τον αδελφό που βρίσκεται δίπλα μας. Το πρωτείο αυτό το κατέχει ο εγωιστικός εαυτός μας, αυτός που μερικές φορές δεν είναι πια ικανός ν αγαπά και να αγαπιέται, ένας εγωιστικός εαυτός, ο οποίος αρνείται κάθε όριο, κάθε πόνο, κάθε ασθένεια… ένας εγωιστικός εαυτός ο οποίος ξεχνά να προσφέρει στον άλλο την αγάπη του, την δωρεάν αγάπη του, το απλό προσωπικό δώρο του.
Τώρα που φτάσαμε πλέον στις πύλες των Χριστουγέννων, γιορτάζοντας την κατά σάρκα γέννηση του Κυρίου και Θεού και Σωτήρα μας Ιησού Χριστού, η βυζαντινή θεία λατρεία μας καλεί, (θα έλεγε ότι μας καθοδηγεί χέρι, χέρι), μαζί με την Αειπάρθενο Μαρία και όλη την Εκκλησία, προς το σπήλαιο της Βηθλεέμ, για να υποδεχθούμε Αυτόν που έρχεται, Αυτός ο οποίος, ενώ είναι ο Αιώνιος Λόγος του Θεού, γίνεται ένας από εμάς. Γι’ αυτό σας προτείνω την ανάγνωση και ένα σύντομο σχόλιο δύο κειμένων, από τα χριστουγεννιάτικα Κοντάκια του Ρωμανού του Μελωδού (+555). Τα Κοντάκια είναι θεολογικά ποιήματα, συνήθως με 24 στροφές οι οποίες συχνά ακολουθούν το ελληνικό αλφάβητο. Ο συγγραφέας ή και τόσοι άλλοι ανώνυμοι συγγραφείς στα Κοντάκια αυτά αναπτύσσει, ψέλνει ένα θεολογικό θέμα, συνδεόμενο με μία γιορτή, ή με έναν εορταζόμενο άγιο. Τα κοντάκια είναι ένα φιλολογικό είδος, που το συναντούμε ήδη από τον τέταρτο αιώνα, στη συριακή παράδοση ειδικά στα γραπτά έργα του Αγίου Εφραίμ του Σύρου (+373). Ο Ρωμανός Ο Μελωδός έγραψε τρία κοντάκια για τα Χριστούγεννα, και στο δεύτερο από αυτά βρίσκουμε ένα θέμα, το οποίο αρχικά ενδέχεται να μας καταπλήξει. Σας προτείνω να το μελετήσουμε: πρόκειται για ένα «προσκύνημα», για μία «επίσκεψη» του Αδάμ και της Εύας προς το νεογέννητο βρέφος, μέσα στο σπήλαιο. Επαναλαμβάνω ότι πρόκειται για ένα θέμα, το οποίο στην πρώτη του ανάγνωση μας εκπλήσσει αλλά η έκπληξή μας μειώνεται, όταν σκεφθούμε τον παραλληλισμό για τον οποίο σας μίλησα, ένα παραλληλισμό τον οποίο κάνουν η βυζαντινή θεία λατρεία και η βυζαντινή εικονογραφία, ανάμεσα στα Χριστούγεννα και στο Πάσχα. Θυμηθείτε πως στη βυζαντινή εικονογραφία, για τα Χριστούγεννα, βρίσκουμε τον Χριστό γεννημένο, τυλιγμένο στα σπάργανα, βαλμένο σε μία φάτνη σαν ενταφιασμένο μέσα σ’ ένα σπήλαιο και συνέχεια κατά το Πάσχα, βρίσκουμε τον Χριστό ντυμένο στα λευκά, να κατεβαίνει σε ένα άλλο σπήλαιο, στον Άδη από όπου ανασταίνει τον Αδάμ και την Εύα.
Το δεύτερο χριστουγεννιάτικο Κοντάκιο του Ρωμανού του Μελωδού, το οποίο θέλω να σας προτείνω, αποτελείται από 18 στροφές. Το ποίημα αναπτύσσει το θέμα του, σε διάφορες στροφές, με αυτόν τον τρόπο: η Μαρία, η Θεοτόκος, Θα έλεγε κανείς ότι ψέλνει το «νάνι νάνι» για το νεογέννητο βρέφος, ένα ψαλμό ο οποίος ξυπνά την Εύα από τον αιώνιο ύπνο της, και η Εύα (όπως στο βιβλίο της Γενέσεως), πείθει τον Αδάμ να μεταβούν μαζί στο σπήλαιο για να καταλάβουν τι λέει αυτός ο ψαλμός της Μαρίας. Φτάνοντας εκεί προσεύχονται ζητώντας τη μεσιτεία της Θεοτόκου για την τύχη τους, δηλαδή για τη συμφορά τους να διωχθούν έξω από τον παράδεισο. Η Μαρία τους ενθαρρύνει και πλησιάζει προς τον Υιό της και υποστηρίζει την υπόθεση των πρωτόπλαστων. Ο Ιησούς αποκαλύπτει στη Μαρία την ευρύτητα της αγάπης του για τους ανθρώπους, μέχρι θανάτου, και μάλιστα θανάτου σταυρικού. Τελικά η Μαρία στρέφεται προς τον Αδάμ και την Εύα και ζητά απ’ αυτούς να έχουν υπομονή.
Θέλω να υπογραμμίσω αποκλειστικά δύο στροφές, στις οποίες ο Ιησούς αποκαλύπτει στη Μαρία τη μοναδική αιτία της δράσεως του, εκ μέρους του Θεού: δηλαδή της Θεϊκής αγάπης προς τον άνθρωπο. «Με καταπιέζει η αγάπη την οποία αισθάνομαι για τον άνθρωπο» απαντά ο Δημιουργός. Εγώ ω Θυγατέρα μου και Μητέρα μου, δεν θα σε λυπήσω. Θα σε κάνω να γνωρίσεις όλα όσα κάνω και θα έχω σεβασμό για την ψυχή σου, ω Μαρία. Το βρέφος το οποίο βαστάς τώρα στην αγκαλιά σου, δεν θ’ αργήσεις να το δεις με τα χέρια καρφωμένα, γιατί αγαπά τον λαό σου. Αυτόν που εσύ τρέφεις, άλλοι θα ποτίσουν με χολή, αυτόν τον οποίο εσύ ονομάζεις ζωή, θα τον δεις να κρέμεται στον σταυρό, και θα κλαις για τον θάνατό του. Αλλά εσύ θα με σφίξεις στην αγκαλιά σου, όταν θα αναστηθώ, ω Κεχαριτωμένη.
Όλα αυτά θα τα υποφέρω ευχαρίστως, και αιτία όλων αυτών είναι η αγάπη την οποία πάντα αισθανόμουν και συνεχίζω και τώρα να αισθάνομαι για τους ανθρώπους, είναι η αγάπη ενός Θεού, ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να σώσει τους ανθρώπους. Ακούοντας αυτά τα λόγια η Μαρία φώναξε ένα κλαυθμό: Ω σπλάχνο μου, οι ασεβείς να μη σε καταπατήσουν! Όταν θα μεγαλώσεις ω Υιέ μου, να μη σε δω θυσιασμένο! Αλλά Εκείνος προσθέτει: Μην κλαίς Μητέρα γι’ αυτό που δεν ξέρεις: αν όλα αυτά δεν εκπληρωθούν, όλοι εκείνοι, για τους οποίους με ικετεύεις, θα χαθούν, ω Κεχαριτωμένη».
Επειδή αγαπά τον λαό σου…. ένας Θεός ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώσει…. Αυτή είναι η πραγματικότητα, η μοναδική πραγματικότητα την οποία γιορτάζουμε κατά τις ημέρες αυτές των Χριστουγέννων, κατά τις οποίες γιορτάζουμε τη χριστιανική μας πίστη: είναι η αγάπη του Θεού για τους ανθρώπους, η αγάπη που φανερώθηκε ολοκληρωτικά στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού. Και την πραγματικότητα αυτή τη γιορτάζουμε, τη ζούμε σε ολόκληρη τη ζωή μας ως χριστιανοί. Αυτό σημαίνει να ζούμε τη ζωή μας συμμεριζόμενοι ίσως και αντιστεκόμενοι με την πίστη μας με ένα κόσμο (τουλάχιστον τον κόσμο που μας περιβάλλει άμεσα), σημαδεμένο δυνατά από τον ατομικισμό από το ξέχασμα του πλησίον μας, από την άγνοια των άλλων, μία πίστη η οποία οφείλει να κηρύττει ένα Θεό, ο οποίος προσφέρεται δωρεάν, ο οποίος συγχωρεί, αγαπά, και επειδή αγαπά θυσιάζεται για τους άλλους, ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώζει, όπως μας λέει ο Ρωμανός ο Μελωδός. Κατά τι μέρες αυτές, βλέποντας τα πλήθη στους δρόμους των πόλεών μας, ας διερωτηθούμε: τι ζητά αυτός ο κόσμος; Ένα πράγμα είναι καθαρό: στα πλήθη αυτά των ανθρώπων μέσα στους δρόμους μας οφείλουμε να κηρύττουμε, να αναγγέλλουμε: ότι ο Θεός αγαπά τον λαό του και δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώσει… Υπάρχει επίσης και μία άλλη ανθρωπότητα στην οποία οφείλουμε να μεταφέρουμε το μήνυμα του Ευαγγελίου, μία ανθρωπότητα η οποία βρίσκεται στη φτώχεια, μέσα στον πόνο μία ανθρωπότητα την οποία ίσως δεν βλέπουμε, ή απλά την διακρίνουμε από μακριά.
Γιατί αγαπά τον λαό σου… ένας Θεός ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο από το να μπορεί να σώσει… Αυτή είναι η πίστη μας, η πίστη την οποία ζούμε, την οποία καθημερινά αναγγέλλουμε στην Εξαρχία μας, η οποία είναι η Εκκλησία μας. Πρόκειται για μία Εκκλησία, ακριβώς τη δική μας, η οποία δεν είναι μία πραγματικότητα φανταστική, ιδανική, αλλά πραγματική και συγκεκριμένη, στην Ελλάδα του «σήμερον», του 2017, στην Ελληνική Καθολική Εξαρχία. Είναι η δική μας Εκκλησία, ευλογημένη και αγαπημένη από τον Κύριο, με τις αξίες της και με τις ελλείψεις της, αλλά, (ποτέ ας μην το λησμονούμε), πάντοτε αγαπητή και ποθητή από τον Κύριο. Μία Εκκλησία που αναγγέλλει το Ευαγγέλιο, τελεί τη θεία λατρεία και τα ιερά μυστήρια, τελεί και ζει την αγάπη. Η καθημερινή ζωή της Εξαρχίας είναι μία χάρη, και μερικές φορές η καθημερινότητα ενδέχεται να παραμορφώνει αυτή τη χάρη, μία ζωή η οποία μας ζητά επίσης μία μεγάλη αγάπη, μία μεγάλη υπομονή, μία μεγάλη γενναιοδωρία, και επίσης κάποια δόση καλού «χιούμορ». Θυμηθείτε το ωραίο κείμενο του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου, στο οποίο λέγεται ότι: η αγάπη χωρίς μαρτύριο μπορεί να έχει οπαδούς, αλλά οι μάρτυρες χωρίς αγάπη δεν μπορούν ποτέ να γεννήσουν οπαδούς.
Κατά τα Χριστούγεννα αυτά και στην αρχή του νέου πολιτικού έτους θέλω να σας ενθαρρύνω να μην κουράζεστε ποτέ αλλά να ξαναρχίζετε πάντοτε στο δρόμο της αγάπης, και αυτό για τον απλούστατο λόγο: γιατί είμαστε χριστιανοί, και ο Θεός μας αγαπά τον λαό του… (επαναλαμβάνοντας ακόμα μία φορά τις λέξεις του Ρωμανού του Μελωδού) είναι ένας Θεός ο οποίος δεν ζητά τίποτα άλλο παρά να μπορεί να σώσει… Πεπεισμένοι πάντοτε από την πίστη μας, ότι ο Κύριο μας αγαπά και μας χορηγεί κάθε μέρα τη χάρη να ξαναρχίζουμε με αγάπη τη χριστιανική μας ζωή. Γι’ αυτό σας προτρέπω να ατενίζουμε όλοι στη ζωή μας με πίστη και ελπίδα, βλέποντας τα μικρά και τα μεγάλα σημεία της αναγεννήσεως μας, της νέας ζωής την οποία ο Κύριος μας δίνει: σημεία τα οποία είναι παρόντα, και αρκεί μόνο να τα βλέπουμε και να τα ενατενίζουμε.
Εύχομαι σε όλους: ιερείς, αδελφές μοναχές και πιστούς της Εξαρχίας, και σε όλους τους αδελφούς και φίλους μας Καλά Χριστούγεννα.
π. Εμμανουήλ Νιν
Αποστολικός Έξαρχος