20 Μαΐου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Οι Μικτοί Γάμοι στο Νέο Καταστατικό Χάρτη (2010) της Εκκλησίας της Κύπρου

ΟΙ ΜΙΚΤΟΙ ΓΑΜΟΙ ΣΤΟ ΝΕΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ ΧΑΡΤΗ (2010) ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΗΣ ΚΥΠΡΟΥ

(Ουσιαστικές καινοτομίες)

Του Σεβασμιοτάτου Δημητρίου

Α) Νομοθετική ρύθμιση

Ο Νέος Καταστατικός Χάρτης της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου, σε αντικατάσταση του προηγούμενου του 1979, δημοσιεύθηκε στο επίσημο Δελτίο της Εκκλησίας της Κύπρου «Απόστολος Βαρνάβας», (Τομ. ΟΑ΄, Νοέμβριος 2010, τεύχος 11). Ως προς τη σύσταση γάμου, το άρθ. 83 ορίζει: «1. Προς σύστασιν γάμου, απαιτείται αμοιβαία και ελευθέρα συναίνεσις των μελλόντων να συνάψουν γάμον και ιερολόγησις αυτού υπό κληρικού της Ορθοδόξου Εκκλησίας, κατά την κανονικήν τάξιν Αυτής. 2. Δια την ιερολόγησιν του γάμου, απαιτείται έγγραφος προηγουμένη άδεια του Αρχιερέως του τόπου τελέσεως αυτού». Περιέχει κάποιες καινοτομίες ως προς τη ρύθμιση των «Μικτών Γάμων».

Το άρθ. 85 «Γάμοι μεθ’Ετεροδόξων» ορίζει : «Ιερολόγησις εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία γάμου Ορθοδόξου Χριστιανού μετά Ετεροδόξου Χριστιανού επιτρέπεται, δι’αποφάσεως του Αρχιερέως, εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος ανήκει εις χριστιανικήν Εκκλησίαν, ή Ομολογίαν, δεχομένην το Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, και έχει δεχθή προσωπικώς βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος, και εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος δηλοί ότι δεν θα παρακωλύη το Ορθόδοξον μέλος εις την άσκησιν των θρησκευτικών αυτού καθηκόντων, κατά την Ορθόδοξον διδασκαλίαν και παράδοσιν, και ότι δεν θα αντιτεθή εις την βάπτισιν των εκ του γάμου τέκνων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και την ανατροφήν αυτών κατά την διδασκαλίαν και τας παραδόσεις Αυτής».

Οι αντίστοιχες αναθεωρηθείσες διατάξεις του προηγούμενου Καταστατικού Χάρτη της Εκκλησίας της Κύπρου (1979) ήταν οι εξής:

Το άρθ. 220 για τις «Προϋποθέσεις προς σύναψιν μνηστείας ή γάμου», παρ. 2: Θρησκεία, όριζε:

«β) Επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν και κατόπιν αποφάσεως του οικείου Επισκόπου ο γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού μετά μέλους άλλης Χριστιανικής ομολογίας – αποδεχομένης τα βασικά του Χριστιανισμού δόγματα και μυστήρια, και δη και το Βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος – προσκομίζοντος πιστοποιητικόν βαπτίσεως, υπό τους εξής όρους:

1) Ότι ο γάμος ούτος θα ανακοινώται πρότερον και θα καταγράφηται εις την αρμοδίαν κυβερνητικήν αρχήν, εφ’ όσον τούτο απαιτώσιν οι νόμοι της Πολιτείας και το Σύνταγμα.

2) Ότι θα ευλογήται υπό Ορθοδόξου κανονικού ιερέως και κατά το τυπικόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας.

3) Ότι θα δίδεται έγγραφος δήλωσις των ερχομένων εις γάμον, ότι δεν θα παρενοχλήται υπό του μη Ορθοδόξου ο ορθόδοξος εν τη ενασκήσει των θρησκευτικών αυτού καθηκόντων, ότι τα εκ του γάμου γεννηθησόμενα τέκνα θα βαπτίζωνται κατά τας διατάξεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα ανατρέφωνται κατά τα δόγματα αυτής και ότι εν περιπτώσει συζυγικής διαφοράς θα υπάγωνται ούτοι εις την δικαιοδοσίαν των Εκκλησιαστικών Δικαστηρίων αυτής.

γ) Κωλύεται απολύτως η μνηστεία ή ο γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού μετ’αλλοθρήσκου ή μέλους άλλης Χριστιανικής ομολογίας, μη αποδεχομένης τα βασικά του Χριστιανισμού δόγματα και μυστήρια».

Αρθ. 222, στ΄) : «Μνηστεία ή γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού, ιερολογηθέντες υπό μη κανονικού ή εν αργία όντος ή υπό κληρικού ετέρας μη Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι άκυροι…».

ζ) : «Γάμος τελεσθείς άνευ προηγουμένης εγγράφου αδείας του αρμοδίου Επισκόπου είναι άκυρος…»

θ) « Ορθόδοξος Χριστιανός, συνάψας γάμον μεθ’ ετεροδόξου άνευ της τηρήσεως των κεκανονισμένων διατάξεων, των αναφερομένων εις τους μεικτούς γάμους, ή πολιτικώς μετ’αλλοθρήσκου, αποκόπτει εαυτόν της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Κύπρου και απόλλυσι παν εξ αυτής Εκκλησιαστικόν δικαίωμα. Δικαιούται όμως μεταμεληθείς να αποταθή εις την Ιεράν Σύνοδον αιτούμενος το έλεος της Εκκλησίας και υποσχόμενος συμμόρφωσιν προς τας οιασδήποτε αυτής υποδείξεις και αποφάσεις».

Β) Παρατηρήσεις

1) Ενώ ο Κ.Χ. 1979 όριζε ότι «επιτρέπεται κατ’ οικονομίαν και κατόπιν αποφάσεως του οικείου Επισκόπου ο γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού μετά μέλους άλλης Χριστιανικής ομολογίας», ο Κ.Χ. 2010 ορίζει ότι «Ιερολόγησις εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία γάμου Ορθοδόξου Χριστιανού μετά Ετεροδόξου Χριστιανού επιτρέπεται, δι’αποφάσεως του Αρχιερέως, εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος ανήκει εις Χριστιανικήν Εκκλησίαν, ή Ομολογίαν.

Η χρήση εδώ της έκφρασης κατ’ οικονομίαν θεωρήθηκε ότι δεν είναι δόκιμη και διαγράφηκε. Η «οικονομία» ασκείται σε συγκεκριμένη περίπτωση, για λόγους ποιμαντικούς, αποσκοπούντες στη ψυχική ωφέλεια και τη σωτηρία του προσώπου, και αποτελεί πάντοτε παρέκκλιση, κατ’εξαίρεση, από τα γενικώς και κανονικώς προβλεπόμενα. Οικονομία, προβλεπομένη γενικά υπό του Καταστατικού Χάρτη, ρυθμίζοντος τις προϋποθέσεις αυτής και ασκουμένη ουσιαστικά σε κάθε περίπτωση εμπίπτουσα σε αυτές, δεν νοείται, δεδομένου ότι μία πρακτική ρυθμιζομένη κυριαρχικώς υπό του Καταστατικού Χάρτη και εφαρμοζόμενη γενικώς δεν αποτελεί πλέον «οικονομία», – η οποία είναι πάντοτε εξαιρετική και μεμονωμένη – , αλλά «ακρίβεια». Αντίθετα, άσκηση οικονομίας θα συνιστούσε π.χ. η αναγνώριση, για συγκεκριμένους λόγους, του κύρους μικτού γάμου, ο οποίος θα είχε τελεσθεί κατά παράβαση ή απόκλιση από τα προβλεπόμενα στον Καταστατικό Χάρτη.

Ως γενικός λοιπόν κανόνας ορίζεται ότι γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού μετά μέλους άλλης Χριστιανικής Εκκλησίας ή Ομολογίας επιτρέπεται με τη γραπτή άδεια του οικείου Επισκόπου.

2) Η φράση «μετά μέλους άλλης Χριστιανικής ομολογίας», συμπληρώθηκε με τη φράση «εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος ανήκει εις Χριστιανικήν Εκκλησίαν, ή Ομολογίαν». Ήταν αναγκαία η προσθήκη «εις Χριστιανικήν Εκκλησίαν» καθότι η Καθολική Εκκλησία δεν θεωρείται απλώς Ομολογία, αλλά Εκκλησία. Ο επίσημος Θεολογικός Διάλογος της Ορθοδοξίας με τον Καθολικισμό – στον οποίο συμμετέχει και η Εκκλησία της Κύπρου – δεν διεξάγεται μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών στο σύνολο τους και της Καθολικής Ομολογίας, αλλά με την Καθολική Εκκλησία, της οποίας δηλ. δεν αμφισβητήθηκε η εκκλησιολογική υπόσταση, δεδομένου ότι διατηρεί τη μυστηριακή και ιεραρχική εκκλησιαστική της συγκρότηση.

3) Ως προς την έννοια του «ετεροδόξου» πιστού, η φράση «μέλος άλλης Χριστιανικής ομολογίας – αποδεχομένης τα βασικά του Χριστιανισμού δόγματα και μυστήρια, και δη και το Βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος» τροποποιήθηκε ως εξής : «εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος ανήκει εις Χριστιανικήν Εκκλησίαν, ή Ομολογίαν, δεχομένην το Σύμβολον Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, και έχει δεχθή προσωπικώς βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος». Σε ένα νομοκανονικό κείμενο η φράση «αποδεχομένης τα βασικά του Χριστιανισμού δόγματα και μυστήρια» είναι αόριστη και αδόκιμη. Για λόγους αρχής και άρσης αμφιβολιών ήταν αναγκαία η τροποποίηση. Είναι γνωστό ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία και οι άλλες χριστιανικές Εκκλησίες και Ομολογίες έχουν δογματικές διαφορές, τις οποίες επιδιώκουν να λύσουν στους θεολογικούς διαλόγους και στις διομολογιακές επαφές, αλλά στην περίπτωση του μικτού γάμου, βασική προϋπόθεση είναι το μη Ορθόδοξο μέλος να ανήκει σε χριστιανική Εκκλησία, ή Ομολογία, που δέχεται το Σύμβολον της πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, και να έχει δεχθή προσωπικώς βάπτισμα εις το όνομα της Αγίας Τριάδος. Η Καθολική Εκκλησία ομολογεί το Σύμβολον της πίστεως Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως και αποδέχεται τον ιερό μυστηριακό χαρακτήρα του θεσμού του γάμου.

4) Ως προς το Βάπτισμα, δεν αρκεί η χριστιανική Εκκλησία ή Ομολογία, στην οποία ανήκει το μη Ορθόδοξο μέλος, να δέχεται το Βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας, αλλά το ίδιο το πρόσωπο να είναι βαπτισμένο στο όνομα της Αγίας Τριάδας. Η τροποποίηση είναι ουσιαστική, διότι τα Μυστήρια του Χριστού και της Εκκλησίας είναι μέσα σωτηρίας του κάθε ανθρώπου προσωπικά. Είναι ευνόητο ότι αυτό πρέπει να προκύπτει από επικυρωμένο πιστοποιητικό βάπτισης και να εξετάζεται η εγκυρότητα του βαπτίσματος. Είναι γνωστό ότι τόσον στην αρχαία Εκκλησία, όσον και σήμερα η Καθολική και η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζουν την εγκυρότητα του βαπτίσματος τελεσθέντος σε ορισμένες Ομολογίες, οι οποίες δεν χρησιμοποιούν τον Τριαδικό τύπο, κατά τη ρητή εντολή του Κυρίου (Μτ 28, 18). Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει έγκυρο το γάμο Ορθοδόξου Χριστιανού μετ’αλλοθρήσκου. Η Καθολική Εκκλησία, λαμβάνοντας υπόψει το φυσικό δικαίωμα κάθε ανθρώπου να συνάψει γάμο, τον επιτρέπει κατ’ οικονομίαν, χωρίς να του αποδίδει μυστηριακό χαρακτήρα.

5) «Ιερολόγησις εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία γάμου Ορθοδόξου Χριστιανού μετά Ετεροδόξου Χριστιανού επιτρέπεται, δι’αποφάσεως του Αρχιερέως», δηλ. ο μικτός γάμος που ιερολογείται στην Ορθόδοξη Εκκλησία με απόφαση του Ορθοδόξου Επισκόπου είναι επιτρεπτός, νόμιμος και θεμιτός. Διαφορετική θα ήταν βέβαια η έννοια της διάταξης, αν όριζε ρητά ότι «ιερολόγησις γάμου Ορθοδόξου Χριστιανού μετά Ετεροδόξου Χριστιανού επιτρέπεται και είναι έγκυρη όταν γίνεται εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, δι’αποφάσεως του Αρχιερέως».

Από τη χρήση του όρου επιτρέπεται σε συνδυασμό με τη φράση εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία, θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία της Κύπρου αναγνωρίζει έγκυρο το γάμο Ορθοδόξων πιστών με μη Ορθοδόξους χριστιανούς που ιερολογείται από κανονικό λειτουργό άλλης – κατά τα παραπάνω – χριστιανικής Εκκλησίας ή Ομολογίας, δηλ. θα μπορούσε ίσως κανείς να συμπεράνει ότι η ιερολόγηση μικτού γάμου κατά το ορθόδοξο τυπικό επιτρέπεται και είναι αναγκαία, αλλά δεν επιβάλλεται για την εγκυρότητα του γάμου. Για την Καθολική Εκκλησία, ο γάμος Καθολικού με Ορθόδοξο μέλος είναι έγκυρος, όταν ιερολογείται από Ορθόδοξο ιερέα, αλλά αθέμιτος χωρίς την άδεια του επιχωρίου Καθολικού Επισκόπου.

Εξάλλου στον νέο Κ.Χ. έχει απαληφθεί πλέον το αρθ. 222, στ΄) του Κ.Χ. 1979 που όριζε ότι: «μνηστεία ή γάμος Ορθοδόξου Χριστιανού, ιερολογηθέντες υπό μη κανονικού ή εν αργία όντος ή υπό κληρικού ετέρας μη Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι άκυροι». Στο προσχέδιο του Χάρτου προβλέπονταν η εξής διατύπωση: «Γάμος χριστιανού ορθοδόξου μετά χριστιανού ανήκοντος εις άλλην Εκκλησίαν ή Ομολογίαν, ήτις αποδέχεται τον ιερόν χαρακτήρα του θεσμού, τελεσθείς εν τη Εκκλησία ή Ομολογία εκείνη, δεν επαναλαμβάνεται εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία της Κύπρου». Όμως η πρόταση αυτή δεν έγινε τελικά αποδεκτή.

Παραμένει όμως ο προβληματισμός. Υποστηρίχτηκε από μέλος της συντακτικής Επιτροπής του Κ.Χ., ότι ο γάμος ορθοδόξου πιστού ιερολογηθείς υπό κανονικού κληρικού μη Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι αμφίβολο εάν δύναται να κηρυχθεί άκυρος, αφού ασφαλώς θα είναι έγκυρος κατά το δίκαιο της άλλης Εκκλησίας, και θα δημιουργείται έτσι χωλότητα στο γάμο. Βέβαια, το δικαίωμα της Ορθοδόξου Εκκλησίας να εισάγει τις απαιτήσεις της, επί ορθοδόξως τελεσθέντος μικτού γάμου, αντλείται ακριβώς από το γεγονός ότι τα μέρη επέλεξαν ελεύθερα την Ορθόδοξη Εκκλησία ως ιερουργό του γάμου τους και επομένως τις παραδόσεις της ως διέπουσες τη νέα οικογένεια.

6) Στον Κ.Χ. 1979, ορίζετο ως προϋπόθεση «ότι θα δίδεται έγγραφος δήλωσις των ερχομένων εις γάμον, ότι δεν θα παρενοχλήται υπό του μη Ορθοδόξου ο ορθόδοξος εν τη ενασκήσει των θρησκευτικών αυτού καθηκόντων». Στον Κ.Χ. 2010 ορθώς ορίζεται ότι «και εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος δηλοί ότι δεν θα παρακωλύη το Ορθόδοξον μέλος εις την άσκησιν των θρησκευτικών αυτού καθηκόντων, κατά την Ορθόδοξον διδασκαλίαν και παράδοσιν». Πράγματι ο όρος «παρενοχλεί» είναι μειωτικός και θα σήμαινε δόλια ή κακόβουλη ή και ενδεχομένως ποινικά ελέγξιμη πράξη, και εμφανίζει την Ορθόδοξη Εκκλησία ως προκατειλημμένη εκ προοιμίου κατά του μη ορθοδόξου μέρους, και μάλιστα όταν η δήλωση απαιτείται να είναι κοινή των ερχομένων σε γάμο, και η «παρενόχληση» να προέρχεται μόνον από το μη ορθόδοξο μέρος. Ο όρος «παρακωλύει» είναι πλέον ουδέτερος και πολύ ευρύτερης εφαρμογής και επομένως πολύ δεσμευτικότερος για το μη ορθόδοξο μέρος. Η νέα διατύπωση είναι απόλυτα συνεπής με την Ορθόδοξη εκκλησιολογία, κατά την οποία ο Ορθόδοξος πιστός υποχρεούται να παραμείνει πιστός στην Εκκλησία του και στη διδασκαλία της, απομακρύνοντας κάθε κίνδυνο απώλειας της ορθόδοξης ταυτότητας και συνείδησης του.

7) Στον Κ.Χ. 1979, ορίζετο επίσης ως προϋπόθεση «ότι θα δίδεται έγγραφος δήλωσις των ερχομένων εις γάμον ότι τα εκ του γάμου γεννηθησόμενα τέκνα θα βαπτίζωνται κατά τας διατάξεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας και θα ανατρέφωνται κατά τα δόγματα αυτής». Στον Κ.Χ. 2010 ορίζεται «εφ’όσον το μη Ορθόδοξον μέλος δηλοί ότι δεν θα αντιτεθή εις την βάπτισιν των εκ του γάμου τέκνων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία και την ανατροφήν αυτών κατά την διδασκαλίαν και τας παραδόσεις Αυτής». Δεν αναφέρεται εδώ η απαίτηση παροχής έγγραφης δήλωσης ή όρκου περί του θρησκεύματος των τέκνων, αλλά απλή υπόσχεση ότι το μη ορθόδοξο μέλος δεν θα παρακωλύσει την επιλογή της Ορθοδόξου πίστεως εκ μέρους του τέκνου, δεν θα αντιταχθεί στη βάπτιση των τέκνων και την ανατροφή τους κατά τη διδασκαλία και τις παραδόσεις της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Η διάταξη αυτή είναι και εύλογη και νομικά και ηθικά άψογη και εμφανίζει την Εκκλησία ως επαρκώς προστατεύουσα και διαφυλάττουσα, στα όρια του ανθρωπίνως δυνατού και επιτρεπτού, την πίστη και την ομολογία της.

Γ) Η Νομοθετική ρύθμιση της Καθολικής Εκκλησίας

Οι νέες αυτές διατάξεις της Εκκλησίας της Κύπρου συμβαδίζουν εν μέρει και με την ισχύουσα νομοθεσία της Καθολικής Εκκλησίας. Στην προετοιμασία στο γάμο των Καθολικών μελλονύμφων με χριστιανούς άλλου δόγματος εντάσσεται και η υπεύθυνη ενημέρωσή τους ως προς την έννοια του Μυστηρίου του Γάμου και τις διαβεβαιώσεις και εγγυήσεις (cautiones), που ορίζει το Κανονικό Δίκαιο, προκειμένου να χορηγήσει ο Επίσκοπος την άδεια προς τέλεση του μικτού γάμου. Η άδεια αυτή χορηγείται εφόσον εκπληρωθούν ορισμένες προϋποθέσεις (βλ. Κώδικα της Λατινικής Εκκλησίας [ΚΚΔ], καν. 1124, και Κώδικα των Καθολικών Ανατολικών Εκκλησιών [ΚΚΑΕ], καν. 813), που είναι οι εξής:

  • Το Καθολικό μέλος καλείται να δηλώσει ότι θα παραμείνει πιστό στην Εκκλησία του και στη διδασκαλία της και ότι θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι του είναι δυνατό, ώστε τα παιδιά που θα γεννηθούν να βαπτισθούν και να ανατραφούν στην Καθολική Εκκλησία (ΚΚΔ, καν. 1125,1 – ΚΚΑΕ καν. 814, 1). «Θα προσπαθήσει να κάνει ό,τι του είναι δυνατό» σημαίνει ότι θα επιδιώξει μέσα σε ένα ειρηνικό διάλογο με το άλλο μέλος να υπάρξει μια κοινή απόφαση, έχοντας υπ’ όψιν και τα κοινωνικά δεδομένα του τόπου. Π.χ. κατά γενικό κανόνα τα τέκνα ακολουθούν και στη χώρα μας το θρήσκευμα του πατέρα. Ο Καθολικός γονέας, στον μικτό γάμο, δεν υπόκειται σε ποινή (ΚΚΔ, καν. 1366, ΚΚΑΕ, καν. 1439), όταν, παρά την προσπάθειά του, τα τέκνα δεν βαπτίζονται και δεν ανατρέφονται στην Καθολική Εκκλησία ( Βλ. Οικουμενικό Οδηγό 1993, αριθ. 151).

  • Στο άλλο μέλος, Ορθόδοξο ή Διαμαρτυρόμενο, γνωστοποιούνται απλά και υπεύθυνα από τον εφημέριο οι υποχρεώσεις αυτές του Καθολικού μέλους (ΚΚΔ, καν.1125,2 – ΚΚΑΕ καν. 814, 2). Το Ορθόδοξο μέλος δεν υποχρεούται να κάνει καμιά γραπτή δήλωση ή διαβεβαίωση, όπως απαιτούσε ο Κώδικας του 1917 (ΚΚΔ, καν. 1061), αλλά καλείται να μη παρακωλύσει και να σεβασθεί στο Καθολικό μέλος το δικαίωμα της άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων του και δεν θα αντιταχθεί στη βάπτιση των τέκνων και την ανατροφή τους κατά το Καθολικό δόγμα, δηλ. θα αποφύγει στο λεπτό αυτό θέμα κάθε είδος ψυχολογικής βίας και εξαναγκασμού.

  • Όπως φαίνεται το θέμα αυτό είναι ακριβώς πολύ λεπτό γιατί και το άλλο μέλος έχει τις ίδιες κατά συνείδηση υποχρεώσεις που του επιβάλλει η θρησκευτική του συνείδηση και η Εκκλησία του. Τελικά, στην πράξη, όπως λέχθηκε, εναπόκειται στο ζευγάρι μια κοινή απόφαση μέσα από ένα αμοιβαίο διάλογο αγάπης και χριστιανικής συνείδησης και χωρίς θρησκευτικό εξαναγκασμό του ενός επάνω στον άλλο να πάρει τις αποφάσεις του. Το ουσιώδες είναι τα τέκνα να διαπαιδαγωγηθούν χριστιανικά. Αν βέβαια το ζευγάρι κατέχεται από θρησκευτική εμμονή στην αδιαλλαξία, θρησκευτικό φανατισμό, ήδη το μέλλον της συζυγικής συμβίωσης προμηνύεται νεφελώδες και πιθανώς να καταλήξει κάποτε σε ναυάγιο.

  • Και τα δύο μέλη καταρτίζονται γύρω από τους σκοπούς και τις ουσιώδεις ιδιότητες του γάμου (ενότητα και αδιάλυτο), που δεν πρέπει να αποκλείονται προσωπικά και από τα δυο μέρη κατά τη στιγμή που συνάπτουν γάμο (ΚΚΔ, καν. 1125,3 – ΚΚΑΕ καν. 814, 3).

  • Η τέλεση του μικτού γάμου Καθολικών με Ορθοδόξους γίνεται κατά το Καθολικό δόγμα, αλλά ο επίσκοπος μπορεί να επιτρέψει να γίνει στην Ορθόδοξη Εκκλησία (ΚΚΔ, καν. 1127, ΚΚΑΕ, καν. 834). Γάμος Καθολικών με Ορθοδόξους που ιερολογείται από Ορθόδοξο ιερέα είναι έγκυρος. Η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα την εγκυρότητα των Μυστηρίων που τελούνται στην Ορθόδοξη Εκκλησία. Όμως, μόνο στην Ελλάδα επικράτησε η πρακτική να τελούνται οι μικτοί γάμοι πρώτα στην Καθολική Εκκλησία και στη συνέχεια στην Ορθόδοξη, δηλ. το Μυστήριο του γάμου τελείται δυο φορές, πρακτική θεολογικά αδόκιμη, αλλά ίσως αναγκαία, δεδομένου ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αναγνωρίζει την εγκυρότητα του μικτού γάμου που ιερολογείται στην Καθολική Εκκλησία. Πάντως, αν ο μικτός γάμος έχει ήδη τελεσθεί στην Ορθόδοξη Εκκλησία, δεν επαναλαμβάνεται στην Καθολική Εκκλησία.

Δ) Συμπέρασμα

Η νέα Νομοθεσία της Εκκλησίας της Κύπρου για τους μικτούς γάμους σηματοδοτεί, εν μέρει, ουσιαστική καινοτομία σε σχέση με την προηγούμενη, ανταποκρίνεται, αφενός στις εκκλησιολογικές και ποιμαντικές αρχές της Ορθοδοξίας για τους πιστούς της, και αφετέρου στις αρχές του σεβασμού της χριστιανικής ταυτότητας και συνείδησης του «ετεροδόξου» μέρους, κυρίως όμως αναγνωρίζει ρητά ως χριστιανικές Εκκλησίες ή Ομολογίες εκείνες που ομολογούν το Σύμβολο της πίστεως Νικαίας – Κωνσταντινουπόλεως και χορηγούν έγκυρο βάπτισμα στο όνομα της Αγίας Τριάδας.

+ επίσκοπος Δημήτριος

Προηγούμενο Άρθρο

Καθολική Ενορία Αγίου Λουκά του Ευαγγελιστή Ηράκλειο Αττικής

Επόμενο Άρθρο

ΚΑΡΙΤΑΣ «ΘΕΙΑ ΠΡΟΝΟΙΑ», Κέντρο κοινωνικής πρόνοιας και συμπαράστασης

You might be interested in …

Ελλ. Καθολική Εξαρχία: Εορτή της Αναλήψεως στην Ν. Μάκρη

  Την Πέμπτη της Αναλήψεως (29/05/2014) στις 6.30 το απόγευμα θα τελεσθεί Θεία Λειτουργία στον υπαίθριο χώρο του Ιδρύματος «Βηθανία» στη Ν. Μάκρη και θα ακολουθήσει  ευλογία των οχημάτων και των οδηγών.

exar_pasqua

Πάσχα της Καθολικής Ελληνόρρυθμης Κοινότητας των Ουκρανών στην Αθήνα

    Η Καθολική Ελληνόρρυθμη κοινότητα των Ουκρανών στην Αθήνα εόρτασε κι’ εφέτος το Πάσχα με τα παραδοσιακά στη χώρα τους έθιμα. Πλήθος πιστών συμμετείχε στην αρχιερατική λειτουργία στον ιερό ναό της Αγίας Τριάδας, την οποία  ετέλεσε […]