ΜΗΝΥΜΑ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΑΤΕΡΑ
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΥ
ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΡΤΑΣΜΟ ΤΗΣ
48ης ΠΑΓΚΟΣΜΙΑΣ ΗΜΕΡΑΣ ΤHΣ ΕΙΡΗΝΗΣ
1η ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΥ 2015
ΟΧΙ ΠΙΑ ΣΚΛΑΒΟΙ, ΑΛΛΑ ΑΔΕΛΦΟΙ
1. Στην έναρξη ενός νέου έτους, που υποδεχόμαστε ως μια χάρη και ένα δώρο του Θεού στην ανθρωπότητα, επιθυμώ να απευθύνω, σε κάθε άνδρα και γυναίκα, καθώς επίσης σε κάθε λαό και έθνος του κόσμου, στους αρχηγούς Κρατών και Κυβερνήσεων, και στους υπεύθυνους των διαφόρων θρησκειών, τις θερμές μου ευχές ειρήνης, που συνοδεύω με την προσευχή μου, ώστε να παύσουν οι πόλεμοι, οι συγκρούσεις και ο τόσος πόνος που προκαλείται, είτε από τον άνθρωπο είτε από παλαιές και νέες επιδημίες και από τις ολέθριες συνέπειες των φυσικών καταστροφών. Προσεύχομαι ιδιαίτερα ώστε, ανταποκρινόμενοι στην κοινή μας κλήση, να συνεργαζόμαστε με τον Θεό και με όλους τους ανθρώπους καλής θέλησης για την προώθηση της ομόνοιας και της ειρήνης στον κόσμο, να ξέρουμε να αντιστεκόμαστε στον πειρασμό μιας συμπεριφοράς ανάξιας της ανθρώπινης φύσης μας.
Στο μήνυμα για την 1η Ιανουαρίου 2014, είχα παρατηρήσει ότι στην «επιθυμία για μια πλήρη ζωή… ανήκει ο ασυγκράτητος πόθος για αδελφοσύνη, που μας ωθεί σε κοινωνία με τους άλλους, τους οποίους θεωρούμε όχι ως εχθρούς ή ανταγωνιστές, αλλά ως αδελφούς, που υποδεχόμαστε και αγκαλιάζουμε». Επειδή ο άνθρωπος είναι ένα ον που έχει πλαστεί για να σχετίζεται, και να πραγματώνεται μέσα στο πλαίσιο διαπροσωπικών σχέσεων εμπνευσμένων από δικαιοσύνη και αγάπη, είναι θεμελιώδες, για την ανάπτυξή του, να αναγνωρίζονται και να γίνονται σεβαστές η αξιοπρέπειά του, η ελευθερία του και η αυτονομία του. Δυστυχώς, η πάντοτε διαδεδομένη πληγή της εκμετάλλευσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο, τραυματίζει βαριά τη ζωή κοινωνίας και την κλήση για τη σύναψη διαπροσωπικών σχέσεων χαραγμένων με τη σφραγίδα του σεβασμού, της δικαιοσύνης και της αγάπης. Το βδελυρό αυτό φαινόμενο, που οδηγεί στην καταπάτηση των θεμελιωδών δικαιωμάτων του άλλου, και στην εκμηδένιση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας, λαβαίνει πολλαπλές μορφές τις οποίες επιθυμώ, εν συντομία, να μελετήσω, έτσι ώστε, υπό το φως του Λόγου του Θεού, να μπορούμε να θεωρούμε όλους τους ανθρώπους «όχι πια σκλάβους, αλλά αδελφούς».
Ακούοντας το σχέδιο του Θεού για την ανθρωπότητα
2. Το θέμα που επέλεξα για το παρόν μήνυμα ανακαλεί την Επιστολή του αγίου Παύλου στον Φιλήμονα, στην οποία ο Απόστολος ζητεί από τον συνεργάτη του να υποδεχτεί τον Ονήσιμο, ήδη σκλάβο του ιδίου του Φιλήμονα αλλά τώρα χριστιανό, και συνεπώς, κατά τον Παύλο, άξιο να θεωρείται αδελφός. Ο Απόστολος των εθνών, αναφερόμενος στον Ονήσιμο, γράφει στον Φιλήμονα τα εξής: «Αποχωρίσθηκε από κοντά σου προσωρινά, ώστε να τον αποκτήσεις για πάντα, όχι πια ως δούλο, αλλά πολύ περισσότερο από δούλο, ως αγαπητό αδελφό» (Φιλ. 15-16). Ο Ονήσιμος έγινε αδελφός του Φιλήμονα αφού έγινε χριστιανός. Έτσι, η μεταστροφή στον Χριστό, η έναρξη μιας ζωής μαθητείας εν Χριστώ, αποτελεί μια νέα γέννηση (βλ. 2 Κορ. 5,17. Πετ. 1,3) που αναγεννά την αδελφοσύνη ως θεμελιωτικό δεσμό της οικογενειακής ζωής και θεμέλιο της κοινωνικής ζωής.
Στο βιβλίο της Γένεσης (βλ. 1,27-28) διαβάζουμε ότι ο Θεός έπλασε τον άνθρωπο, άνδρα και γυναίκα και τους ευλόγησε, ώστε να αυξάνονται και να πληθύνονται: Ο Ίδιος ο Θεός, έκανε τον Αδάμ και την Εύα γονείς, οι οποίοι, πραγματοποιώντας την ευλογία του Θεού να είναι γόνιμοι και να πληθύνονται, δημιούργησαν την πρώτη αδελφοσύνη, αυτήν του Κάιν και του Άβελ. Ο Κάιν και ο Άβελ είναι αδέλφια, διότι προέρχονται από τα ίδια σπλάχνα, και γι’ αυτό έχουν την ίδια καταγωγή, φύση και αξιοπρέπεια των γονέων τους, που είναι πλασμένοι κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού.
Αλλά η αδελφοσύνη εκφράζει επίσης την πολλαπλότητα και τη διαφορά που υπάρχει μεταξύ των αδελφών, παρά το γεγονός ότι συνδέονται μεταξύ τους από τη γέννησή τους και έχουν την ίδια φύση και αξιοπρέπεια. Συνεπώς ως αδελφοί και αδελφές, όλα τα πρόσωπα βρίσκονται από τη φύση τους σε σχέση με τα άλλα, από τα οποία διαφοροποιούνται αλλά μοιράζονται μ’ αυτά την ίδια προέλευση, την ίδια φύση και την ίδια αξιοπρέπεια. Δυνάμει του γεγονότος αυτού, η αδελφοσύνη αποτελεί το δίκτυο θεμελιωδών σχέσεων για την οικοδόμηση της πλασμένης από τον Θεό ανθρώπινης οικογένειας.
Δυστυχώς, μεταξύ της πρώτης πλάσης, που διηγείται το Βιβλίο της Γένεσης, και της νέας γέννησης εν Χριστώ, που καθιστά τους πιστούς, αδελφούς και αδελφές «του πρωτότοκου μεταξύ πολλών αδελφών» (Ρωμ. 8,29), υπάρχει η αρνητική πραγματικότητα της αμαρτίας, που επανειλημμένα διακόπτει την αδελφοσύνη της πλάσης και παραμορφώνει διαρκώς την ομορφιά και την ανωτερότητα του να είμαστε αδελφοί και αδελφές της ίδιας ανθρώπινης οικογένειας. Ο Κάιν, όχι μόνο δεν ανέχεται τον αδελφό του Άβελ, αλλά τον σκοτώνει από φθόνο, διαπράττοντας την πρώτη αδελφοκτονία. «Ο φόνος του Άβελ από τον Κάιν μαρτυρεί με τρόπο τραγικό τη ριζική απόρριψη της κλήσης να είμαστε αδελφοί. Η περιπέτειά τους (βλ. Γεν., 4, 1-16) επιβεβαιώνει το δύσκολο καθήκον, στο οποίο όλοι οι άνθρωποι καλούνται, να ζήσουν ενωμένοι, μεριμνώντας ο ένας για τον άλλον».
Και στην ιστορία επίσης της οικογένειας του Νώε και των παιδιών του (βλ. Γεν 9, 18-27), η ασέβεια του Χαμ προς τον πατέρα του Νώε, είναι εκείνη που ωθεί τον τελευταίο να καταραστεί τον ασεβή υιό και να ευλογήσει τους άλλους, αυτούς πού τον είχαν τιμήσει, δίνοντας έτσι αφορμή σε μια ανισότητα μεταξύ αδελφών που γεννήθηκαν από τα ίδια σπλάχνα.
Στη διήγηση των αρχών της ανθρώπινης οικογένειας, η αμαρτία απομάκρυνσης από τον Θεό, από τη μορφή του πατέρα και από τον αδελφό, αποτελεί μια εκδήλωση της άρνησης κοινωνίας και μεταφράζεται στην κουλτούρα της υποδούλωσης (βλ. Γεν 9, 25-27), με τα επακόλουθα που αυτό συνεπάγεται και τα οποία προεκτείνονται από γενεά σε γενεά: απόρριψη του άλλου, κακοποίηση των προσώπων, παραβίαση της αξιοπρέπειας και των θεμελιωδών δικαιωμάτων, θεσμοθέτηση ανισοτήτων. Από εδώ προκύπτει η αναγκαιότητα μιας συνεχούς μεταστροφής στη Συνθήκη, που πραγματοποιήθηκε από την προσφορά του Χριστού πάνω στο σταυρό, με πλήρη εμπιστοσύνη ότι «όπου πλεόνασε η αμαρτία, εκεί περίσσεψε η χάρη με το παραπάνω… διαμέσου του Ιησού Χριστού του Κυρίου μας» (Ρωμ. 5,20.21). Αυτός, ο Υιός ο αγαπητός (βλ. Μτ. 3,17), ήρθε για να αποκαλύψει την αγάπη του Πατέρα για την ανθρωπότητα. Όποιος ακούει το Ευαγγέλιο και ανταποκρίνεται στο κάλεσμα για μετάνοια, γίνεται «αδελφός, αδελφή, και μητέρα» του Ιησού (Μτ. 12,50) και γι’ αυτό θετός υιός του Πατέρα του (βλ. Εφ. 1,5).
Όμως δεν γινόμαστε χριστιανοί, παιδιά του Πατέρα και αδέλφια του Χριστού, μέσω μιας αυταρχικής θείας διάταξης, χωρίς την άσκηση της προσωπικής ελευθερίας, δηλαδή χωρίς να μεταστραφούμε ελεύθερα στον Χριστό. Για να είναι κάποιος παιδί του Θεού οφείλει να ακολουθήσει την επιταγή της μεταστροφής: "Μετανοήστε και ο καθένας ας βαφτιστεί στο όνομα του Ιησού Χριστού για την άφεση των αμαρτιών σας και θα λάβετε τη δωρεά του Αγίου Πνεύματος» (Πραξ. 2,38). Όλοι όσοι ανταποκρίθηκαν, με την πίστη και τη ζωή τους, σε αυτό το κήρυγμα του Πέτρου εισήλθαν στην «αδελφοσύνη» της πρώτης χριστιανικής κοινότητας (βλ. 1 Πε. 2,17. Πραξ. 1,15. 16. 6,3. 15,23): Εβραίοι και Έλληνες, σκλάβοι και ελεύθεροι (βλ. 1 Κορ. 12,13. Γαλ. 3, 28), των οποίων η διαφορά προέλευσης και η κοινωνική κατάσταση δεν μειώνει την αξιοπρέπεια του καθένα ούτε αποκλείει κάποιον από το να ανήκει στο λαό του Θεού. Η χριστιανική κοινότητα, είναι επομένως ο χώρος κοινωνίας βιωμένης με αγάπη μεταξύ των αδελφών (Βλ. Ρωμ. 12,10. 1 Θεσ. 4,9. Εβρ. 13,1. 1Πε. 1,22. 2Πε. 1,7).
Όλα αυτά αποδεικνύουν πως το Ευαγγέλιο του Ιησού Χριστού, διαμέσου του οποίου ο Θεός «όλα τα κάνει καινούρια" (Αποκ.21,5), είναι επίσης ικανό να λυτρώσει τις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων, συμπεριλαμβανομένης και εκείνης μεταξύ ενός δούλου και του κυρίου του, αναδεικνύοντας αυτό που έχουν από κοινού και οι δύο: τη θεία υιοθεσία και τον δεσμό αδελφοσύνης εν Χριστώ. Ο ίδιος ο Ιησούς είπε στους μαθητές του: «Δε σας λέω πια δούλους, διότι ο δούλος δε γνωρίζει τι κάνει ο κύριός του. Αλλά εσάς σας ονόμασα φίλους, διότι σας έκαμα γνωστά όλα όσα άκουσα από τον Πατέρα μου» (Ιω. 15,15).
Τα πολλαπλά πρόσωπα της σκλαβιάς χθες και σήμερα
3. Από αμνημονεύτων χρόνων, οι διάφορες ανθρώπινες κοινωνίες γνωρίζουν το φαινόμενο της υποδούλωσης του ανθρώπου από τον άνθρωπο. Υπήρξαν εποχές στην ιστορία της ανθρωπότητας κατά τις οποίες ο θεσμός της δουλείας ήταν γενικά αποδεκτός και ρυθμιζόταν από το δίκαιο. Τούτο καθόριζε ποιος γεννιόταν ελεύθερος και ποιος, αντίθετα, γεννιόταν δούλος, καθώς επίσης υπό ποιες συνθήκες το πρόσωπο που γεννήθηκε ελεύθερο, μπορούσε να χάσει την ελευθερία ή να την ανακτήσει. Με άλλα λόγια, το ίδιο το δίκαιο αποδεχόταν ότι κάποια πρόσωπα ήταν δυνατό ή έπρεπε να θεωρούνται ιδιοκτησία ενός άλλου προσώπου, το οποίο μπορούσε ελεύθερα να τα διαθέσει κατά το δοκούν. Ο σκλάβος επιτρεπόταν να πωληθεί και να αγοραστεί, να παραχωρηθεί ή να αποκτηθεί σαν να ήταν ένα εμπόρευμα.
Σήμερα, μετά από μια θετική εξέλιξη της συνείδησης της ανθρωπότητας, η δουλεία, σοβαρό αδίκημα της τραυματισμένης ανθρωπότητας, έχει επισήμως καταργηθεί στον κόσμο. Το δικαίωμα κάθε προσώπου να μην υφίσταται την κατάσταση της δουλείας ή σκλαβιάς, έχει αναγνωριστεί από το διεθνές δίκαιο ως απαράβατος κανόνας.
Και όμως, παρά το γεγονός ότι η διεθνής κοινότητα έχει υιοθετήσει πολλές συμφωνίες που στοχεύουν να θέσουν τέρμα στη δουλεία, σε όλες τις μορφές της, και έχει δρομολογήσει διάφορες στρατηγικές για να καταπολεμήσει αυτό το φαινόμενο, ακόμη και σήμερα, εκατομμύρια άνθρωποι – παιδιά, άνδρες και γυναίκες κάθε ηλικίας – αποστερούνται της ελευθερίας τους και είναι εξαναγκασμένοι να ζουν σε συνθήκες παρόμοιες με αυτές της δουλείας.
Σκέπτομαι τους πολλούς εργάτες και εργάτριες, ακόμη και ανήλικους, που εργάζονται ως δούλοι σε διάφορους τομείς, επίσημα ή ανεπίσημα, από την οικιακή έως τη γεωργική εργασία, από τη μεταποιητική βιομηχανία έως την εργασία των μεταλλωρύχων, τόσο στις Χώρες όπου η εργατική νομοθεσία δεν είναι σύμφωνη με τους ελάχιστους διεθνείς κανόνες και πρότυπα, όσο – παράνομα βέβαια – και στις Χώρες όπου η νομοθεσία προστατεύει τον εργάτη.
Σκέπτομαι και τις συνθήκες ζωής πολλών μεταναστών, οι οποίοι, κατά τη δραματική τους διαδρομή, υποφέρουν από πείνα, αποστερούνται την ελευθερία και τα υπάρχοντά τους, γίνονται αντικείμενο φυσικής ή σεξουαλικής εκμετάλλευσης. Σκέπτομαι μεταξύ αυτών εκείνους, οι οποίοι, αφού φθάσουν στον προορισμό τους, μετά από ένα σκληρότατο ταξίδι γεμάτο φόβο και ανασφάλεια, κρατούνται σε καταστάσεις συχνά απάνθρωπες. Σκέπτομαι επίσης αυτούς που οι διάφορες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές περιστάσεις ωθούν στην παρανομία, και αυτούς που, για να παραμείνουν στη νομιμότητα, δέχονται να ζουν και να εργάζονται σε αναξιοπρεπείς συνθήκες, ειδικά όταν οι εθνικές νομοθεσίες δημιουργούν ή συναινούν σε μια δομική εξάρτηση του μετανάστη εργάτη έναντι του εργοδότη, π.χ. εξαρτώντας τη νομιμότητα της παραμονής με τη συμφωνία εργασίας… Ναι, σκέπτομαι την «εργασία σκλαβιά».
Σκέπτομαι τα πρόσωπα που εξαναγκάζονται στην πορνεία, – μεταξύ αυτών υπάρχουν πολλοί ανήλικοι – και τις σκλάβες και σκλάβους για σεξουαλικούς σκοπούς. Σκέπτομαι τις γυναίκες που υποχρεώνονται να παντρευτούν, αυτές που πωλούνται ενόψει του γάμου ή αυτές που δίνονται, ως διάδοχες, σε ένα συγγενή λόγω θανάτου του συζύγου τους χωρίς να έχουν το δικαίωμα να δώσουν ή να μη δώσουν τη συγκατάθεσή τους.
Δεν μπορώ να μη σκεφτώ όσους, ανήλικους ή ενήλικους, γίνονται αντικείμενο εμπορίας και καπηλείας για την απόσπαση οργάνων, για να στρατολογηθούν ως στρατιώτες, για επαιτεία, για παράνομες δραστηριότητες όπως η παραγωγή ή η πώληση ναρκωτικών, ή για μεταμφιεσμένες μορφές διεθνούς υιοθεσίας.
Σκέπτομαι τελικά όλους αυτούς που απάγονται και κρατούνται σε αιχμαλωσία από τρομοκρατικές ομάδες, που τους εξαναγκάζουν να υπηρετούν τους σκοπούς τους ως μαχητές ή, κυρίως όσον αφορά τις κοπέλες και τις γυναίκες, ως σκλάβες του σεξ. Πολλοί από αυτούς εξαφανίζονται, κάποιοι άλλοι πωλούνται περισσότερες φορές, βασανίζονται, ακρωτηριάζονται ή φονεύονται.
Μερικές βαθιές αιτίες της δουλείας
4. Σήμερα όπως και χθες, στη ρίζα της δουλείας βρίσκεται μια αντίληψη για το ανθρώπινο πρόσωπο που επιτρέπει να χρησιμοποιείται ως αντικείμενο. Όταν η αμαρτία διαφθείρει την καρδιά του ανθρώπου και τον απομακρύνει από τον Πλάστη του και τους ομοίους του, οι τελευταίοι δεν γίνονται πια αντιληπτοί ως όντα ίσης αξίας, ως αδελφοί και αδελφές στην ανθρώπινη φύση, αλλά θεωρούνται ως αντικείμενα. Το ανθρώπινο πρόσωπο, πλασμένο κατ’ εικόνα και ομοίωση του Θεού, με τη δύναμη, την εξαπάτηση, και τον φυσικό και ψυχολογικό εξαναγκασμό, αποστερείται την ελευθερία του, εμπορευματοποιείται και καταντάει ιδιοκτησία κάποιου. Χρησιμοποιείται ως μέσον και όχι ως σκοπός.
Εκτός αυτής της οντολογικής αιτίας – απόρριψης της ανθρώπινης φύσης στον άλλον – υπάρχουν και άλλες αιτίες που εξηγούν τις σύγχρονες μορφές δουλείας.
Μεταξύ αυτών, ο νους μου πάει πριν απ’ όλα στη φτώχεια, στην υπανάπτυξη και στον αποκλεισμό, ιδιαίτερα όταν αυτά συνδυάζονται με την αδυναμία πρόσβασης στην εκπαίδευση ή με μια πραγματικότητα που χαρακτηρίζεται από σπάνιες, αν όχι ανύπαρκτες, ευκαιρίες εργασίας. Όχι σπάνια, τα θύματα εμπορίας και υποδούλωσης είναι πρόσωπα που προσπάθησαν να βρουν έναν τρόπο για να βγουν από μια κατάσταση ακραίας φτώχειας, συχνά πιστεύοντας σε ψεύτικες υποσχέσεις εργασίας, ενώ αντίθετα έπεσαν στα χέρια των εγκληματικών δικτύων που διαχειρίζονται την εμπορία ανθρώπινων όντων. Τα δίκτυα αυτά χρησιμοποιούν με δεξιοτεχνία την μοντέρνα τεχνολογία της πληροφορικής για να προσελκύσουν νέους και παιδιά σε κάθε σημείο του κόσμου.
Και η διαφθορά αυτών που είναι διατεθειμένοι να κάνουν τα πάντα προκειμένου να πλουτίσουν πρέπει να συμπεριληφθεί μεταξύ των αιτιών της δουλείας. Πράγματι, η υποδούλωση και η εμπορία ανθρώπων, απαιτούν μια συνενοχή που συχνά περνά μέσα από τη διαφθορά των μεσαζόντων, ορισμένων μελών των δυνάμεων της δημόσιας τάξης ή άλλων κρατικών παραγόντων ή διαφόρων θεσμών πολιτικών και στρατιωτικών. «Τούτο συμβαίνει όταν στο επίκεντρο ενός οικονομικού συστήματος είναι ο θεός-χρήμα και όχι ο άνθρωπος, το ανθρώπινο πρόσωπο. Ναι, στο επίκεντρο κάθε κοινωνικού και οικονομικού συστήματος πρέπει να είναι ο άνθρωπος, εικόνα του Θεού, που πλάστηκε για να είναι ο κυρίαρχος της οικουμένης. Όταν o άνθρωπος παραμερίζεται και φθάνει ο θεός-χρήμα παράγεται αυτή η ανατροπή αξιών».
Άλλες αιτίες της δουλείας είναι οι ένοπλες συγκρούσεις, οι βιαιότητες, η εγκληματικότητα και η τρομοκρατία. Πολλά πρόσωπα απάγονται για να πωληθούν, είτε στρατολογούνται ως μαχητές, είτε για σεξουαλική εκμετάλλευση, ενώ άλλα εξαναγκάζονται να μεταναστεύουν, εγκαταλείποντας όλα όσα κατέχουν: γη, σπίτι, ιδιοκτησία, ακόμη και τους συγγενείς. Τα πρόσωπα αυτά, εξωθούνται να αναζητήσουν μια εναλλακτική διέξοδο από αυτές τις τρομερές καταστάσεις ακόμη και με το ρίσκο της αξιοπρέπειας και της επιβίωσής τους, διακινδυνεύοντας, με αυτόν τον τρόπο, να μπουν στον φαύλο κύκλο που τους καθιστά λεία της αθλιότητας, της διαφθοράς και των ολέθριων συνεπειών τους.
Μια κοινή δέσμευση για να συντρίψουμε τη δουλεία
5. Συχνά, παρατηρώντας το φαινόμενο του δουλεμπορίου, της παράνομης εμπορίας των μεταναστών και των άλλων γνωστών ή άγνωστων μορφών της δουλείας, έχει κανείς την εντύπωση ότι αυτό συμβαίνει μέσα στη γενική αδιαφορία.
Αν αυτό είναι, δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό αληθινό, θα ήθελα να υπενθυμίσω το σιωπηλό έργο που επιτελούν εδώ και πολλά χρόνια πολλές μοναστικές κοινότητες, ιδιαίτερα γυναικείες, προς όφελος των θυμάτων. Τα ιδρύματα αυτά δραστηριοποιούνται μέσα σε δύσκολα περιβάλλοντα, όπου μερικές φορές κυριαρχεί η βία, προσπαθώντας να σπάσουν τις αόρατες αλυσίδες που κρατούν δεμένα τα θύματα με τους εμπόρους και εκμεταλλευτές ανθρώπων. Αλυσίδες των οποίων οι κρίκοι είναι φτιαγμένοι από λεπτούς ψυχολογικούς μηχανισμούς, που κάνουν τα θύματα να εξαρτώνται από τους βασανιστές τους με τον εκβιασμό και την απειλή προς αυτά και προς τα αγαπητά τους πρόσωπα, αλλά και με υλικά μέσα, όπως η κατάσχεση των ντοκουμέντων ταυτότητας και η φυσική βία. Η δράση των μοναστικών κοινοτήτων διαρθρώνεται κυρίως γύρω από τρία έργα: την αρωγή στα θύματα, την αποκατάστασή τους από ψυχολογικής και εκπαιδευτικής σκοπιάς, και την επανένταξή τους στην κοινωνία προορισμού ή προέλευσης.
Το τεράστιο αυτό έργο, που απαιτεί θάρρος, υπομονή και επιμονή, αξίζει την εκτίμηση από μέρους όλης της Εκκλησίας και της κοινωνίας. Αλλά αυτό, από μόνο του, δεν είναι φυσικά αρκετό για να τεθεί τέρμα στην πληγή της εκμετάλλευσης του ανθρώπινου προσώπου. Απαιτείται επίσης, σε επίπεδο θεσμικό, μια τριπλή στράτευση πρόληψης, προστασίας των θυμάτων και δικαστικής ενέργειας απέναντι στους υπεύθυνους. Επιπλέον, όπως οι εγκληματικές οργανώσεις χρησιμοποιούν παγκόσμια δίκτυα για να επιτύχουν τους σκοπούς τους, έτσι η δράση για να συντριβεί αυτό το φαινόμενο απαιτεί μια κοινή και επίσης παγκόσμια προσπάθεια από μέρους των διαφόρων παραγόντων που συνθέτουν την κοινωνία.
Τα Κράτη θα πρέπει να επαγρυπνούν ώστε οι εθνικές νομοθεσίες τους για τις μεταναστεύσεις, για την εργασία, για τις υιοθεσίες, για την μετατόπιση των επιχειρήσεων και για την εμπορευματοποίηση των προϊόντων που παράγονται διά της εκμετάλλευσης της εργασίας, να σέβονται πραγματικά την αξιοπρέπεια του ανθρώπου. Είναι απαραίτητοι δίκαιοι νόμοι, με κέντρο το ανθρώπινο πρόσωπο, που να προστατεύουν τα θεμελιώδη δικαιώματά του και να τα επανορθώνουν αν παραβιάζονται, αποκαθιστώντας τα θύματα και εξασφαλίζοντας σ’ αυτά την ασφάλεια. Είναι επίσης απαραίτητοι αποδοτικοί μηχανισμοί ελέγχου της σωστής εφαρμογής αυτών των κανόνων, που να μην αφήνουν περιθώριο για διαφθορά και ατιμωρησία. Είναι ακόμη αναγκαίο να αναγνωριστεί ο ρόλος της γυναίκας μέσα στην κοινωνία, ενεργώντας επίσης και σε επίπεδο πολιτιστικό και επικοινωνίας προκειμένου να επιτευχθούν τα προσδοκώμενα αποτελέσματα.
Οι διακυβερνητικοί οργανισμοί, σύμφωνα με την αρχή της επικουρικότητας , καλούνται να αναλάβουν συντονισμένες πρωτοβουλίες για να καταπολεμήσουν τα διακρατικά δίκτυα του οργανωμένου εγκλήματος που διαχειρίζονται το δουλεμπόριο και την παράνομη εμπορία των μεταναστών. Καθίσταται αναγκαία μια συνεργασία σε διάφορα επίπεδα που να περιλαμβάνει δηλαδή τους εθνικούς και διεθνείς θεσμούς, καθώς επίσης τους οργανισμούς της κοινωνίας των πολιτών και τον εμπορικό κόσμο.
Οι επιχειρήσεις, έχουν, πράγματι, το καθήκον να εγγυώνται στους υπαλλήλους τους συνθήκες εργασίας αξιοπρεπείς και μισθούς κατάλληλους, αλλά και να επαγρυπνούν ώστε μορφές δουλείας ή εμπορία ανθρώπων να μην υφίστανται στις αλυσίδες διανομής. Η κοινωνική ευθύνη της επιχείρησης συνοδεύεται κατόπιν από την κοινωνική ευθύνη του καταναλωτή. Πράγματι, κάθε άνθρωπος θα πρέπει να έχει επίγνωση ότι το «να αποκτάς κάτι είναι πάντοτε μια ηθική πράξη και όχι μόνο οικονομική».
Οι οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, από την πλευρά τους, έχουν το καθήκον να ευαισθητοποιούν και να διεγείρουν τις συνειδήσεις για τα βήματα που πρέπει να γίνουν προκειμένου να αντισταθούμε και να ξεριζώσουμε την κουλτούρα της υποδούλωσης.
Τα τελευταία χρόνια, η Αγία Έδρα, ανταποκρινόμενη στην κραυγή πόνου των θυμάτων του δουλεμπορίου και στη φωνή των μοναστικών κοινοτήτων που τα συνοδεύουν προς την απελευθέρωση, πολλαπλασίασε τις εκκλήσεις προς την διεθνή κοινότητα ώστε οι διάφοροι παράγοντες να ενώσουν τις προσπάθειες και να συνεργαστούν για να θέσουν τέρμα σε αυτή την πληγή. (8) Επιπλέον, διοργανώθηκαν ορισμένες συναντήσεις με σκοπό να προβάλλουν το φαινόμενο της εμπορίας ανθρώπων και να διευκολύνουν τη συνεργασία μεταξύ διαφόρων παραγόντων, όπως οι ειδικοί του ακαδημαϊκού κόσμου και των διεθνών οργανώσεων, οι δυνάμεις της δημόσιας τάξης των διαφόρων Χωρών προέλευσης, διέλευσης και προορισμού των μεταναστών, και οι αντιπρόσωποι των εκκλησιαστικών ομάδων που στρατεύονται υπέρ των θυμάτων. Εύχομαι η προσπάθεια αυτή να συνεχιστεί και να ενισχυθεί κατά τα προσεχή έτη.
Να παγκοσμιοποιήσουμε την αδελφοσύνη, όχι τη δουλεία ούτε την αδιαφορία
6. Στο έργο της «να αναγγέλλει την αλήθεια της αγάπης του Χριστού μέσα στην κοινωνία», η Εκκλησία επιδίδεται σταθερά σε δράσεις φιλανθρωπικού χαρακτήρα ξεκινώντας από την αλήθεια για τον άνθρωπο. Αυτή έχει το καθήκον να δείξει σε όλους την πορεία προς τη μεταστροφή, που οδηγεί στο να αλλάξουμε το βλέμμα προς τον πλησίον, να αναγνωρίσουμε στον άλλον, οποιοσδήποτε και αν είναι αυτός, έναν αδελφό και μια αδελφή κατά την ανθρώπινη φύση, να αναγνωρίσουμε την ενδογενή αξιοπρέπεια στην αλήθεια και στην ελευθερία όπως μας διδάσκει η ιστορία της Ιωσηφίνας Bakhita, της αγίας που καταγόταν από το Darfur του Sudan, την οποία απήγαγαν δουλέμποροι και πώλησαν σε απάνθρωπους αφέντες από την ηλικία των εννέα ετών. Αυτή, κατόπιν, μέσα από οδυνηρές περιπέτειες, έγινε «ελεύθερη κόρη του Θεού» μέσω της πίστεως, που βίωσε στην αφιερωμένη μοναχική ζωή και στην υπηρεσία προς τους άλλους, ιδιαίτερα τους μικρούς και αδύναμους. Αυτή η Αγία, που έζησε μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα, είναι και σήμερα υποδειγματικός μάρτυρας ελπίδας για τα πολυάριθμα θύματα της δουλείας και μπορεί να στηρίξει τις προσπάθειες όλων αυτών που αφοσιώνονται στον αγώνα ενάντια σε αυτή την «πληγή που υπάρχει στο σώμα της σύγχρονης ανθρωπότητας, μια πληγή στη σάρκα του Χριστού».
Σε αυτή την προοπτική, επιθυμώ να καλέσω τον καθένα, μέσα στο δικό του ρόλο του και τις δικές του ιδιαίτερες αρμοδιότητες, να προβεί σε πράξεις αδελφοσύνης προς αυτούς που κρατούνται σε κατάσταση δουλείας. Ας αναρωτηθούμε, ως κοινότητα και ως μεμονωμένα άτομα, πώς άραγε αισθανόμαστε επερωτώμενοι, όταν μέσα στην καθημερινότητα, συναντούμε ή έχουμε να κάνουμε με πρόσωπα που θα μπορούσαν να είναι θύματα εμπορίας ανθρώπινων όντων ή όταν πρέπει να επιλέξουμε αν θα αγοράσουμε προϊόντα που λογικά θα μπορούσαν να είχαν παραχθεί από την εκμετάλλευση άλλων προσώπων. Μερικοί από εμάς, από αδιαφορία, ή επειδή είμαστε απορροφημένοι με τις δικές μας καθημερινές απασχολήσεις, ή για οικονομικούς λόγους, κλείνουν τα μάτια. Άλλοι, αντίθετα, επιλέγουν να κάνουν κάτι θετικό, να στρατευτούν στις οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών ή να προβούν σε μικρές καθημερινές πράξεις – αυτές οι πράξεις έχουν τόση αξία! – όπως το να απευθύνουν ένα λόγο, ένα χαιρετισμό, ένα «καλημέρα» ή ένα χαμόγελο, που δεν μας κοστίζουν τίποτε, αλλά που μπορούν να δώσουν ελπίδα, να ανοίξουν δρόμους, να αλλάξουν τη ζωή σε ένα πρόσωπο που ζει στην αφάνεια, και να αλλάξουν επίσης τη δική μας ζωή απέναντι σε αυτή την πραγματικότητα.
Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι είμαστε εμπρός σε ένα παγκόσμιο φαινόμενο που υπερβαίνει τις αρμοδιότητες μιας μόνο κοινότητας ή έθνους. Για να το συντρίψουμε απαιτείται μια κινητοποίηση διαστάσεων συγκρίσιμων με αυτές του ίδιου του φαινόμενου. Για τον λόγο αυτόν, απευθύνω μια κατεπείγουσα έκκληση προς όλους τους άνδρες και τις γυναίκες καλής θέλησης, και σε όλους αυτούς, που, από κοντά ή από μακριά, ακόμη και στα πιο υψηλά επίπεδα των θεσμών, είναι μάρτυρες της πληγής της σύγχρονης σκλαβιάς, να μη γίνονται συνένοχοι αυτού του κακού, να μην αποστρέφουν το βλέμμα εμπρός στα βάσανα των αδελφών τους ως προς την ανθρώπινη φύση, που στερούνται την ελευθερία και την αξιοπρέπεια, αλλά να έχουν το θάρρος να αγγίξουν την πονεμένη σάρκα του Χριστού (12), που γίνεται ορατή μέσα από τα αναρίθμητα πρόσωπα αυτών που ο Ίδιος ονομάζει «αυτοί οι άσημοι αδελφοί μου» (Μτ. 25,40.45).
Γνωρίζουμε ότι ο Θεός θα ρωτήσει τον καθένα από μας: «Τι έκανες στον αδελφό σου;» (βλ. Γεν. 4,9-10). Η παγκοσμιοποίηση της αδιαφορίας, που σήμερα βαρύνει πάνω στις ζωές πολλών αδελφών μας, ανδρών και γυναικών, ζητά από όλους εμάς να γίνουμε οικοδόμοι μιας παγκοσμιοποίησης της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης, που να μπορεί να δώσει ξανά σ’ αυτούς την ελπίδα και να τους κάνει να ξαναρχίσουν με θάρρος την πορεία μέσα από τα προβλήματα της εποχής μας και τις νέες προοπτικές που αυτή φέρνει μαζί της και που ο Θεός θέτει στα δικά μας χέρια.
Από το Βατικανό, 8 Δεκεμβρίου 2014
ΦΡΑΓΚΙΣΚΟΣ
Μετάφραση από τα Ιταλικά Πέτρου Ανδριώτη