22 Νοεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Κέρκυρα: Μια εβδομάδα αφιερωμένη στην ενότητα των Χριστιανών

 

Η Εβδομάδα προσευχής για την ενότητα των χριστιανών ξεκίνησε στην Κέρκυρα με την καθημερινή λειτουργία και προσευχή υπέρ της ενώσεως των χριστιανών και κορυφώθηκε το Σαββατοκύριακο 18 και 19 Ιανουαρίου.

Την Τετάρτη 15 Ιανουαρίου, στο Πνευματικό Κέντρο της Ενορίας του Ιερού Καθολικού Μητροπολιτικού Ναού «Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Βαρθαλίτης», διοργανώθηκε βραδιά εμβάθυνσης πάνω στο θέμα της πορείας του διαλόγου ανάμεσα στην Καθολική και την Ορθόδοξη Εκκλησία με επίκεντρο το γεγονός της άρσεως των αναθεμάτων από τους Μακαριστούς τότε προκαθημένους των δύο Εκκλησιών, Πάπα Παύλο τον Στ’ και Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Αθηναγόρα τον Α’, το Δεκέμβριο του έτους 1965. Κεντρικός ομιλητής ήταν ο Π. Ιουστίνος Κεφαλούρος, Ιερέας της Ιεράς Μητροπόλεως Ιερισσού και διευθυντής του Κέντρου Διαχριστιανικού Διαλόγου “TOGETHER”, το οποίο βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη. Ο ομιλητής αναφέρθηκε στην ιστορικής σημασίας πράξη της άρσεως των αναθεμάτων και επεκτάθηκε στα επακόλουθα αυτής της πράξης σε ό,τι αφορά το διάλογο και την πορεία σύγκλισης προς την πολυπόθητη ενότητα των δύο Εκκλησιών. Ακολούθησε ζωηρός και ενδιαφέρων διάλογος με το ακροατήριο. Τέλος ο Αρχιεπίσκοπος Σεβ. Π. Ιωάννης Σπιτέρης, ως μέλος της επιτροπής για τον διάλογο των Εκκλησιών, εξήγησε εν συντομία στους παρευρισκομένους την πορεία αυτού του διαλόγου με τις δυσκολίες που συναντά και τις ελπίδες για το μέλλον.

Το Σάββατο 18 Ιανουαρίου το βράδυ στον Ιερό Καθολικό Μητροπολιτικό Ναό πραγματοποιήθηκε η συνάντηση-Προσευχή για την ενότητα των χριστιανών με την παρουσία και συμμετοχή των εκπροσώπων των χριστιανικών ομολογιών. Ο Αρχιεπίσκοπος Σεβασμ. Π. Ιωάννης Σπιτέρης, ο Εκπρόσωπος του Σεβασμιοτάτου Μητροπολίτη Κερκύρας και Παξών ΚΚ Νεκταρίου και ο Πάστορας της Ευαγγελικής Εκκλησίας στην Κέρκυρα Αιδ/τος Μιλτιάδης Παντελιός, αναφέρθηκαν στις ομιλίες τους στο κεντρικό θέμα, «Μοιράστηκε ο Χριστός;», της φετινής εβδομάδας προσευχής για την Ενότητα, το οποίο είναι εμπνευσμένο από την Α’ επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς τους Κορινθίους. Ενθαρρυντικά τα λόγια όλων και οι ελπίδες για ένα μέλλον με περισσότερη συνεργασία μεταξύ των χριστιανών και με περισσότερες ελπίδες για την ενότητα. Εκ μέρους της Αγγλικανικής Εκκλησίας στην Κέρκυρα, λόγω απουσίας του Πάστορα, μίλησε μία λαϊκός της Αγγλικανικής Εκκλησίας, η οποία αναφέρθηκε στην πραγματικότητα της χριστιανικής τους κοινότητας, στις δυσκολίες τους και λόγω της έλλειψης σταθερού ποιμένα, αλλά και της αγαστής συνεργασίας τους με την Καθολική Εκκλησία στην Κέρκυρα καθώς και τις άλλες χριστιανικές Εκκλησίες. Μετέφερε και αυτή τον πόθο όλων για ενότητα. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης η Μικτή Χορωδία του Πολιτιστικού Συλλόγου Παξών έψαλε άσματα από τη βυζαντινή και δυτική εκκλησιαστική παράδοση υπό τη διεύθυνση του μαέστρου Άντον Ιβάνοφ. Οι παρευρισκόμενοι έκλεισαν την εκδήλωση με την απαγγελία της Κυριακής προσευχής και με δεήσεις υπέρ της ενότητας των χριστιανών που απήγγειλαν μέλη της Καθολικής Ενορίας του Μητροπολιτικού Ναού.

Την Κυριακή ο Αρχιεπίσκοπος μαζί με τον Εφημέριο Π. Μάριο και τον Υπεφημέριο Π. Ρόμπερτ τέλεσαν την επίσημη Αρχιερατική Θεία Λειτουργία υπέρ της Ενότητας των χριστιανών τα μέρη της οποίας έψαλε η Χορωδία της Ενορίας του Ιερού Καθολικού Μητροπολιτικού Ναού. Μετά από το τέλος της Θείας Ευχαριστίας ο Αρχιεπίσκοπος και ο Εφημέριος ευλόγησαν και την πρωτοχρονιάτικη πίτα της Ενορίας του Μητροπολιτικού Ναού και ακολούθησε στο κατάμεστο από πιστούς πνευματικό κέντρο, με την παρουσία των μελών του Ενοριακού Ποιμαντικού Συμβουλίου, ο ποιμαντικός και οικονομικός απολογισμός της χρονιάς που πέρασε από τον Εφημέριο και τους συνεργάτες του.

 

Π. Μάριος Ρήγος

 

ΥΓ. Παραθέτουμε την ομιλία του Σεβ/τάτου Αρχιεπισκόπου Κερκύρας Π. Ιωάννη Σπιτέρη, την οποία ανάγνωσε κατά τη διάρκεια της συνάντησης των εκπροσώπων των χριστιανικών εκκλησιών το Σάββατο 18 Ιανουαρίου στον Ιερό Καθολικό Μητροπολιτικό Ναό.


 

Ο Χριστός μοναδικό θεμέλιο της Εκκλησίας

(1 Κορ 3, 1-23)

 

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές,

Το κείμενο που οι αντιπρόσωποι του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών διάλεξαν ως μελέτη και ως έμπνευση και ώθηση για την οικουμενική δράση είναι από την πρώτη επιστολή του Αποστόλου Παύλου προς Κορινθίους.

Ο Απ. Παύλος έφθασε στη Κόρινθο για πρώτη φορά το φθινόπωρο του ’50, ολοκληρώνοντας το δεύτερο ιεραποστολικό του ταξίδι. Το ταξίδι αυτό είχε ξεκινήσει από τη Μακεδονία (Φιλίππους, Θεσσαλονίκη, Βέροια), και εξαιτίας της μεγάλης του επιτυχίας συνάντησε την εχθρότητα των εβραίων, οι οποίοι κατήγγειλαν τον Παύλο στις αρχές για διάδοση μιας παράνομης θρησκείας, ενάντιας στην Αυτοκρατορία. Μετά λοιπόν το πέρασμά του από την Αθήνα ο Παύλος φθάνει στην πόλη του Ισθμού, η οποία λόγω των κοινωνικών και πολιτιστικών της συνθηκών φαινόταν να υπόσχεται μεγαλύτερη ελευθερία δράσης.

Η Κόρινθος ζούσε εκείνη την εποχή μια περίοδο ακμής εξαιτίας και της στρατηγικής της θέσης ανάμεσα στις δύο θάλασσες. Έχοντας δύο λιμάνια (Κεχρεές στο Σαρωνικό κόλπο και Λέχαιο στον κόλπο της Κορίνθου) μετέφερε τα εμπορεύματα από το ένα λιμάνι στο άλλο εξοικονομώντας στα πλοία τον χρονοβόρο και επικίνδυνο περίπλου όλης της Πελοποννήσου.

Από ηθικής πλευράς ωστόσο η πόλη δεν έχαιρε καλής φήμης, ενώ η θρησκευτική κατάσταση ήταν ενδεικτική μιας ελληνιστικής πόλης: συνυπήρχαν αρχέγονες θρησκείες δίπλα σε ελληνικές, ρωμαϊκές, ασιατικές και αιγυπτιακές θεότητες. Σε κοινωνικό επίπεδο, όλες οι γραπτές μαρτυρίες, κάνουν λόγο για ανισότητες ανάμεσα σε μεγάλους γαιοκτήμονες και σε πλήθος ακτημόνων και φτωχών. Από τις τάξεις αυτών των τελευταίων προήλθαν κι οι πρώτες μεταστροφές στο χριστιανισμό. Η εβραϊκή κοινότητα της πόλης ήταν ευάριθμη κι υπήρχε και Συναγωγή.

Ο Παύλος λοιπόν, όπως μαρτυρούν οι Πράξεις των Αποστόλων, αφιερώθηκε εξ ολοκλήρου στο κήρυγμα, βεβαιώνοντας τους ιουδαίους ότι ο Ιησούς ήταν ο Μεσσίας που ανέμεναν. Εκείνοι όμως του εναντιώνονταν και βλασφημώντας τίναζαν τα ρούχα τους και έφευγαν. Τότε ο Παύλος αποφάσισε να κηρύξει στους ειδωλολάτρες. Οι εβραίοι της Κορίνθου όπως κι εκείνοι της Μακεδονίας τον καταγγέλλουν στο ρωμαίο ανθύπατο της πόλης, αλλά ο Παύλος χάρη στη ευρύτητα πνεύματος του ανθύπατου και το αντισημιτικό κλίμα στην πόλη, συνεχίζει το έργο του.

Αυτό που έχει σημασία για την πνευματική και διδακτική ωφέλειά μας από την εμπειρία της Κορίνθου είναι ότι η χριστιανική της κοινότητα ήταν η πρώτη μεγάλη κοινότητα που έζησε σε ελληνορωμαϊκό κοινωνικό και πολιτιστικό περιβάλλον. Μπορούμε λοιπόν εύκολα να φανταστούμε πόσες δυσκολίες συνάντησε η πίστη για να διεισδύσει και να εκφραστεί σε έναν πολιτισμό εντελώς διαφορετικό από εκείνον στον οποίο γεννήθηκε: τον ιουδαϊκό.

Όμως τι συνέβη στην Εκκλησία της Κορίνθου ώστε ο Παύλος να της στείλει από την Έφεσο, 4 επιστολές (οι δύο χάθηκαν) σε λίγα χρόνια; Υπήρξαν εσωτερικές διαιρέσεις και ανακόλουθες ηθικές συμπεριφορές.

Μια αντιπροσωπεία από την Κόρινθο πήγε στην Έφεσο, στον Παύλο, κομίζοντας μια επιστολή, ζητώντας οδηγίες για την ορθή χριστιανική διδασκαλία και συμπεριφορά. Γι’ αυτό το λόγο η Πρώτη Επιστολή προς Κορινθίους είναι ένα ποιμαντικό κείμενο που αποβλέπει στην αποσαφήνιση της χριστιανικής ύπαρξης σε ένα δύσκολο κοινωνικό περιβάλλον. Ο χριστιανισμός συναντάται με την ελληνιστική σοφία και ευσέβεια και η κατάσταση της Εκκλησίας της Κορίνθου αποτελεί παράδειγμα αυθεντικού διαλόγου και ένταξης του χριστιανισμού στο κόσμο. Επίσης, για πρώτη φορά σημειώνεται η μετάβαση του χριστιανισμού από το αγροτικό ή κοινοτικό περιβάλλον στο αστικό περιβάλλον μιας μεγάλης κοσμοπολίτικης πόλης.

 

Διαβάζοντας το κείμενο του Αποστόλου Παύλου που μας αφορά (1 Κορ 3,1-23), η πρώτη διαπίστωση που μπορούμε να κάνουμε είναι το γεγονός ότι ήδη οι πρώτες χριστιανικές κοινότητες σπαράζονται από τις διαμάχες και τις διχόνοιες. Και όμως γνώριζαν τη βασική διδασκαλία του Χριστού σχετικά με τη «νέα εντολή» της αγάπης και της ενότητας. Όσον αφορά την κοινότητα της Κορίνθου δεν θα μπορούσε να είχε καταλληλότερο δάσκαλο γύρω από την ενότητα της εκκλησίας από τον ιδρυτή της, τον Απόστολο Παύλο. Και όμως πρόκειται για μια κοινότητα διηρημένη. Πρέπει να αναρωτηθούμε το γιατί τόσο γρήγορα στις χριστιανικές κοινότητες εισχώρησαν η διχόνοια και τα «σχίσματα».

Η αιτία, τουλάχιστον στην Εκκλησία της Κορίνθου της εποχής του Παύλου, δεν είναι οι δογματικές διαφορές, όλοι συμφωνούν με την «ορθοδοξία» του δόγματος, αυτό που τους έλειπε ήταν η «ορθοπραξία» της πίστης.

Η κατάσταση της χριστιανικής κοινότητας της Κορίνθου, αφήνει να εννοηθεί ότι το πνεύμα του Χριστού δεν έχει εισχωρήσει ικανοποιητικά μέσα στην κοινότητα. Το κριτήριο για να κατανοηθεί αν μια κοινότητα χριστιανική είναι πραγματικά χριστιανική, είναι η ικανότητά της να ξεπεράσει την προσωπολατρία. Η θεολογία της Χάρης του Παύλου τονίζει εκ νέου σ’ αυτή την περικοπή ότι μονάχα ο Θεός είναι ο πραγματικός υπεύθυνος, ο πρωταγωνιστής των όσων συμβαίνουν μέσα στη χριστιανική κοινότητα. Ωστόσο η κοινότητα της Κορίνθου είχε δημιουργήσει τα «είδωλά» της: όταν ένας λέει «εγώ είμαι του Παύλου» κι ο άλλος «εγώ είμαι του Απολλώ», καταδεικνύει ότι παραμένει αμέτοχος, ξένος προς τη Χάρη του Θεού που του δόθηκε. Τι είναι ο Παύλος, ο Κεφάς, ο Απολλώς; Είναι υπηρέτης στη διάδοση της πίστης. Κεφαλή της κοινότητας είναι ο Χριστός όχι οι υπηρέτες του. «Εγώ φύτεψα, ο Απολλώς πότισε, αυτός όμως που φέρνει την αύξηση είναι ο Θεός» (3,6).

Οι χριστιανοί της Κορίνθου απλώς είναι ακόμη «σαρκικοί», δηλαδή ακόμη δεν θέλουν να εγκαταλείψουν τις κακές συνήθειες, που κληρονόμησαν από το ειδωλολατρικό παρελθόν τους, δεν οδηγούνται από το Πνεύμα αλλά από τα πάθη τους, πράγματι, διαπιστώνει ο Απόστολος, «υπάρχει ανάμεσά σας ζήλια και φιλονικία», υπάρχει δηλαδή δίψα για εξουσία. Αυτά τα πάθη οδηγούν τους κορινθίους να διασπάσουν την κοινότητα και να χωριστούν σε φατρίες ακολουθώντας, όχι το Πνεύμα, όχι το Χριστό τον Κύριο, αλλά τους δούλους του, τους απεσταλμένους του, τους ανθρώπους, αυτούς που πρέπει να είναι και να παραμένουν όχι «κύριοι του λόγου», αλλά «υπηρέτες του λόγου».

Μια τέτοια συμπεριφορά αποδεικνύει της ανωριμότητα της πίστης, οι χριστιανοί της Κορίνθου είναι ακόμη «νήπια στην πίστη του Χριστού» μολονότι έχουν λάβει από το Θεό τόσα χαρίσματα, όπως διαπιστώνει ο ίδιος ο Απόστολος στο κεφάλαιο 14°.

Η ενότητα της κοινότητας, λοιπόν, δεν μπορεί να βασιστεί σε ανθρώπινα κριτήρια, αλλά πάνω στην ίδια τη φύση της χριστιανικής κοινότητας, στη σωστή συμπεριφορά των «συνεργατών» του Θεού, και στην ωριμότητα της πίστης των βαπτισμένων.

 

Η χριστιανική κοινότητα δεν μπορεί και δεν πρέπει να χωρίζεται γιατί αποτελεί ένα ενιαίο οικοδόμημα του Θεού, το οποίο βασίζεται, στηρίζεται και βρίσκει τη συνοχή του πάνω στο Χριστό, μοναδικό θεμέλιο αυτής της οικοδομής.

Ο Παύλος εξηγεί υποδειγματικά τον τρόπο οικοδόμησης της Εκκλησίας: αναγνωρίζει ότι, ωθούμενος από τη μυστηριώδη δύναμη του Θεού, αφού έλαβε τη Χάρη Του, ως σοφός αρχιτέκτονας, έθεσε το θεμέλιο. Δεν ισχυρίζεται ο απόστολος ότι αυτός είναι το θεμέλιο, αλλά ο ίδιος ο Θεός έθεσε το θεμέλιο που είναι ο Ιησούς Χριστός. Πάνω στο θεμέλιο οι υπηρέτες του Θεού οικοδομούν. Η Εκκλησία είναι οικοδομή φτιαγμένη από πολλά χέρια. Το θεμέλιο παραμένει πάντοτε το ίδιο: ο Ιησούς Χριστός. Ούτε ο Μωυσής, ούτε ο εβραϊκός Νόμος, ούτε η αρχαιοελληνική σοφία, ούτε το πρόσωπο κάποιου αποστόλου. Μόνο ο Χριστός Ιησούς, ο Κύριος, είναι το θεμέλιο. Επομένως η Εκκλησία είναι ιδιοκτησία του Θεού. Κάθε απόπειρα οικειοποίησης (και κατά συνέπεια διαίρεσης) της Εκκλησίας είναι προσβολή ενάντια στην ακεραιότητα του ίδιου του Τριαδικού Θεού.

Προέκταση αυτής της σκέψης του Παύλου είναι ότι θεωρεί ως αυθεντικό ναό του Θεού την ίδια την κοινότητα των ανθρώπων. Αυτή η αποδέσμευση της λατρείας από συγκεκριμένους χώρους θα διατηρηθεί στους χριστιανούς για πολλές δεκαετίες. Ένας ναός από πέτρες είναι ένα κτήριο που υπόκειται σε περιορισμούς και κανονισμούς κοσμικής προέλευσης. Ένας ναός όμως από ζωές πιστών είναι ένας έξοχος τρόπος να είναι τόπος λατρείας, ο κάθε τόπος ζωής (το κάθε περιβάλλον) όσων έχει κερδίσει βιωματικά ο Κύριος Ιησούς.

Θαυμάστε, αδελφοί, την μεγαλειώδη και δυνατή διακήρυξη του Παύλου: «όλα είναι δικά σας: κι ο Παύλος κι ο Απολλώς κι ο Πέτρος. Σ’ εσάς ανήκει όλος ο κόσμος, και η ζωή και ο θάνατος, και το παρόν και το μέλλον. Όλα σ’ εσάς ανήκουν, εσείς όμως ανήκετε στο Χριστό, κι ο Χριστός στο Θεό» (3,22-23). Η χριστιανική κοινότητα δεν εγκαταλείπεται, δεν επαφίεται δηλαδή σε κανέναν και σε τίποτα. Αυτό την καθιστά ελεύθερη έναντι της ζωής και των δομών της κοινωνίας, των οποίων οφείλει να διδάσκει την μη θεοποίησή τους. Αυτό καθίσταται εφικτό, αν οι χριστιανοί είναι του Χριστού, όπως ο Χριστός είναι του Θεού. Όλοι είμαστε καλεσμένοι στην ενότητα με το Χριστό: απ’ αυτόν προερχόμαστε, γι’ αυτόν ζούμε, προς αυτόν κατευθυνόμαστε. Η αυθεντικότητα της χριστιανικής κοινότητας είναι η ενδόμυχη ενότητά της με το Χριστό, που είναι το φως του κόσμου, αναγνωρίζοντας ότι ο ρόλος της είναι προφητικός: οι χριστιανοί υπηρετούν το Θεό … δεν τον υποκαθιστούν! Τα λόγια τους απηχούν το Λόγο του Θεού, δεν τον αντικαθιστούν !

Αυτό το οικοδόμημα αποτελεί τον ναό του Θεού, το σώμα του Χριστού ζωοποιημένο και ενοποιημένο από το Πνεύμα το Άγιο το οποίο κάνει ώστε οι διάφορες πέτρες που το αποτελούν να είναι άρρηκτα ενωμένες μεταξύ τους και με το θεμέλιό τους, τα διάφορα μέλη του σώματος να αποτελούν μαζί με την κεφαλή μια αδιάσπαστη ενότητα. Αλίμονο σε αυτόν που θα επιχειρήσει να διασπάσει αυτή τη ενότητα δια την οποία ο Χριστός έχυσε το αίμα του για να συγκεντρώσει τα διασκορπισμένα παιδιά του Θεού.

 

Όσον αφορά τους συνεργάτες του Χριστού, αυτό που πρέπει να τους χαρακτηρίζει είναι πρώτ’ από όλα η ταπεινότητα, αυτοί οφείλουν να είναι οι υπηρέτες του Λόγου και τίποτα άλλο, κάθε προσπάθεια να ανατραπεί αυτή η τάξη και να εκμεταλλευθούν το Χριστό και το λόγο του για προσωπικά οφέλη δημιουργεί αναταραχή και εντάσεις στην χριστιανική κοινότητα, και αυτές με τη σειρά τους προκαλούν χωρισμούς και έχθρες. Έτσι οι χριστιανοί παύουν να ανήκουν αποκλειστικά στο Χριστό και στο δικό του Σώμα, που είναι η Εκκλησία, και ευθυγραμμίζονται τελικά με τις διάφορες φατρίες των ανθρώπων. Η συνοχή αυτού του Σώματος, η συνεχής αύξησή του ανήκει μόνο στη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, οι άνθρωποι είναι απλοί συνεργάτες, διάκονοι του λόγου, πρέπει να εμπνέονται από τον ίδιο το Χριστό, ο οποίος «ήλθε όχι να τον υπηρετήσουν, αλλά να υπηρετήσει» (Μτ 20, 28). Όλα τα χαρίσματα που ο καθένας δέχεται πρέπει να βαλθούν στην υπηρεσία του σχεδίου του Θεού, από την στιγμή που πρέπει να ξαναδοθούν στον Πρωτουργό αυτών των χαρισμάτων και όχι να τα παρακρατήσουν αυτοί στους οποίους δόθηκαν ακριβώς ως χάρισμα για το καλό της κοινότητας.

 

Όσο αφορά τους χριστιανούς, μόνο η ώριμη πίστη στο Χριστό αληθινό Θεό και αληθινό άνθρωπο τους καθιστά ζωντανούς λίθους του ναού του Θεού κα μέλη του σώματος του Χριστού. Η χριστολογική ομολογία πίστεως εις στον Ιησού Χριστό ως μοναδικό σωτήρα ολόκληρης της ανθρωπότητας αποτελεί τη βάση του Παγκοσμίου Συμβουλίου των Εκκλησιών, είναι ο κοινός παρανομαστής όλων εκείνων οι οποίοι συμμετέχουν στο οικουμενικό κίνημα. Πρόκειται για την κοινή ιεραποστολική μαρτυρία που ομολογεί, μπροστά σε έναν κόσμο που ακόμη δεν πιστεύει ή έχει χάσει την πίστη του, ότι η σωτηρία βασίζεται μόνο στο όνομα του Ιησού Χριστού (Πρ 4, 12). Ο Ιησούς Σωτήρας δεν αποτελεί μόνο τη βάση της πίστης μας, αλλά και το σκοπό του οικουμενισμού.

Το έχουμε αυτό υπόψη μας όταν συναντιόμαστε, όπως σήμερα, για κάποια οικουμενική εκδήλωση; Χρειαζόμαστε αυτό το θεμέλιο, αυτή τη βάση, κυρίως σήμερα που όλα έχουν σχετικοποηθεί, σήμερα που ο καθένας θέλει να δημιουργήσει τη δική του à la carte θρησκεία, χρειαζόμαστε αυτήν την κοινή αναφορά δια την προσωπική μας ζωή και δια την οικουμενική μας δράση. Αν οι εκκλησίες πάψουν να είναι οι μάρτυρες του Χριστού Σωτήρα μέσα στον κόσμο και αναδεικνύουν μόνο τον εαυτό τους, η δικαιολογία της ύπαρξής τους παύει να υφίσταται.

Στην πράξη τι σημαίνει αυτή η διαπίστωση ότι ο Χριστός είναι το μοναδικό θεμέλιο της Εκκλησίας; Σημαίνει ότι όλοι εμείς οι βαπτισμένοι είμαστε ενσωματωμένοι ήδη εν Χριστώ, που αποτελεί το κοινό μας θεμέλιο, έτσι στην οικουμενική μας προσπάθεια δεν αρχίζουμε από το μηδέν. Με το κοινό μας βάπτισμα αποτελούμε όλοι μια κοινότητα, διότι είμαστε ενσωματωμένοι εν Χριστώ και επομένως ενωμένοι μεταξύ μας. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ο Χριστός αποτελεί το μοναδικό θεμέλιο της Εκκλησίας, είναι ο Χριστός που μας ενώνει και επίσης είναι το Πνεύμα της αγάπης που μας κάνει όλους παιδιά του Θεού και αδέλφια μεταξύ μας, και σε όλους εμάς δίνει το θάρρος να λέμε το Θεό: «Αββά, Πατέρα» (βλ. Ρωμ 8, 15-16). Η άρνηση αυτής της πραγματικότητας αποτελεί έμπρακτη μη αναγνώριση ότι ο Χριστός είναι το μοναδικό θεμέλιο της Εκκλησίας, ο μοναδικός Σωτήρας.

Ο οικουμενισμός έχει νόημα μόνο εάν πιστέψουμε πραγματικά, ότι ο Χριστός είναι για όλους τους βαπτισμένους όχι μόνο το μοναδικό θεμέλιο, αλλά και το κοινό θεμέλιο που ήδη μας ενώνει σε μια κοινωνία, η οποία, αν και ακόμη δεν είναι πλήρης εντούτοις είναι πραγματική κοινωνία. Και για αυτό ας δοξάσουμε και ας ευχαριστήσουμε τον Κύριο, τον Θεό μας!

 

+Ιωάννης Σπιτέρης


 

Προηγούμενο Άρθρο

Τήνος: Εορτή της αγ. Αγγέλας στη Χώρα Τήνου

Επόμενο Άρθρο

Τήνος: Αρχιεπίσκοπος Νικόλαος, Μήνυμα για την αφιερωμένη ζωή

You might be interested in …

– Κέρκυρα : Μήνυμα του σεβ/του Αρχιεπισκόπου π.Ιωάννη για την Τεσσαρακοστή.

† ΙΩΑΝΝΗΣ Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Κερκύρας, Ζακύνθου, Κεφαλληνίας Αποστολικός Τοποτηρητής του Βικαριάτου Θεσσαλονίκης.   Τεσσαρακοστή 2011   Αγαπητοί μου, πιστοί των εκκλησιαστικών επαρχιών Κέρκυρας και Θεσσαλονίκης