- «Το εσπέρας αυτής της ημέρας, ενώ έξω σκοτεινιάζει, αναγγέλλουμε το Πάσχα της εβδομάδας, την Κυριακή, και ανανεώνουμε τη βεβαιότητα πως κανένα σκοτάδι δεν είναι τόσο ισχυρό ώστε να κατανικήσει το φως του Χριστού. Ακούμε να αντηχούν οι προσευχές και οι φωνές και των αδελφών μας βυζαντινής παράδοσης, οι οποίοι στην Ακολουθία του Εσπερινού ψέλνουν τον αρχαίο ύμνο “Φως ιλαρόν” και θυμιατίζουν το ναό και τη σύναξη, ώστε να θυμίσουν στον καθέναν τη δική του ύψιστη τιμή ως αναστημένου μαζί με τον Χριστό, επιδιώκοντας τα αγαθά που βρίσκονται στον ουρανό, όπως λέει ο Απόστολος Παύλος.
- Με την παρουσία μου στη Θεσσαλονίκη ζω τον τελευταίο σταθμό αυτού του προσκυνήματός μου στην Ελλάδα, γη αποστολική και των αγίων Πατέρων, η οποία θα έπρεπε να ανακαλυφθεί εκ νέου ως τόπος προσκυνήματος τόσων πιστών από όλο τον κόσμο, μετά τους Αγίους Τόπους, ώστε οι προσκυνητές να αντιληφθούν τη δυναμική με την οποία το Ευαγγέλιο διαδόθηκε και έφτασε ως εμάς, μέσω του θάρρους ανθρώπων εμψυχωμένων από το Άγιο Πνεύμα και της ικανότητάς τους να συναντούν νέους λαούς και πολιτισμούς, αναγγέλλοντάς τους τον Ιησού Χριστό ως Σωτήρα και Λυτρωτή του ανθρώπου. Ο λόγος μου θέλει να είναι προπάντων λόγος ευγνωμοσύνης και ενθάρρυνσης για την παρουσία σας και τη διακονία ευαγγελισμού και φιλανθρωπίας που προσφέρετε, η οποία φανερώνει την όψη της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα, που αποτελείται από Έλληνες Καθολικούς και από πολλούς άλλους που ήλθαν για διάφορους λόγους στο πέρασμα του χρόνου, αλλά αισθάνονται παιδιά αυτής της χώρας και επιθυμούν να συμβάλλουν στην οικοδόμηση του κοινού αγαθού αυτής της κοινωνίας, χωρίς να ξεχνούν την πατρίδα καταγωγή τους, ιδιαιτέρως εκείνες που δοκιμάζονται από πολέμους και διωγμούς.
- Θα ήθελα να πάρω αφορμή από δύο γεγονότα της χριστιανικής ιστορίας αυτής της πόλης, για να απευθύνω μια πρόσκληση για το σήμερα. Η Θεσσαλονίκη υπήρξε πράγματι τόπος παραμονής του Αποστόλου Παύλου, κατά τη διάρκεια της οποίας παρατηρούμε από τη μια πλευρά το κλείσιμο της καρδιάς των μελών της κοινότητας των Ιουδαίων, και από την άλλη το άνοιγμα του κηρύγματος στους Εθνικούς: την καταδίωξη που αναγκάζει τον Παύλο και τον Σίλα να φύγουν από την πόλη, μαζί με την ελπίδα της αποδοχής του Ευαγγελίου από μέρους πολλών άλλων. Το γεγονός αυτό αγγίζει και εμάς: με τρόπο θετικό, διότι μας βοηθά να παραμείνουμε σε μια στάση θαυμασμού και ευγνωμοσύνης για τη δωρεά του Ευαγγελίου και της πίστεως που λάβαμε. Δεν αποκτήσαμε τη δωρεά αυτή ούτε την αξίζαμε, αλλά είναι καθαρή χάρη, στην οποία ασφαλώς κληθήκαμε να απαντήσουμε με όλη την ύπαρξή μας, ιδιαιτέρως ως ιερείς, μοναχοί ή μοναχές, και δυνάμει του Βαπτίσματος, του ιερού μυστηρίου της αναγέννησής μας. Μένει όμως ένα ερώτημα που μας προκαλεί, επειδή το κλείσιμο της καρδιάς των μελών της ιουδαϊκής κοινότητας που δοκίμασαν ο Παύλος και ο Σίλας, μπορεί να είναι και μια δική μας εσωτερική ασθένεια που έχει συνέπειες στον τρόπο να είμαστε Εκκλησία. Μπορούμε δηλαδή να ζήσουμε τοποθετώντας τον εαυτό μας ένα σκαλάκι ψηλότερα από τους άλλους, ίσως εξαιτίας της διακονίας μας, η οποία από μόνη της επιζητεί να κατεβεί ένα σκαλάκι χαμηλότερα για να πλύνει τα πόδια των άλλων, όπως έκανε ο Κύριος και Διδάσκαλος. Ή οι σχέσεις μας μέσα στις μοναστικές κοινότητες ή σε μια κοινότητα αφιερωμένης ζωής μπορεί να μην είναι αυθεντικές, αλλά τυπικές και επιβεβλημένες ή να χαρακτηρίζονται από διαιρέσεις, που αμαυρώνουν το ένδυμα της Ωραίας Νύμφης του Χριστού. Υπάρχει λοιπόν ο κίνδυνος να μην δείχνουμε το πρόσωπο μιας Εκκλησίας δεκτικής και φιλόξενης, αν παραμένουμε αναδιπλωμένοι στον εαυτό μας, στις παραδόσεις μας, χωρίς αυτές να γίνονται εορτασμός του ζωντανού Θεού.
- Στο πλαίσιο όσων λέμε, θα ήθελα να αναφερθώ στη θετική εμπειρία που μπόρεσαν να βιώσουν τα δύο λαμπρά τέκνα της κοινότητας της Θεσσαλονίκης, οι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος, συμπροστάτες της Ευρώπης, και απόστολοι των Σλαβικών λαών. Ο Άγιος Ιωάννης-Παύλος Β’, στο ταξίδι του στην Ελλάδα το 2001, τους περιέγραψε ως εξής: “Ο Κύριλλος και ο Μεθόδιος, τα δύο αδέλφια από τη Θεσσαλονίκη, άκουσαν το κάλεσμα του Αναστημένου: «Πηγαίνετε σε όλο τον κόσμο και κηρύξτε το Ευαγγέλιο σε κάθε πλάσμα». Αναχώρησαν για να συναντήσουν τους Σλαβικούς λαούς και μπόρεσαν να μεταφέρουν το Ευαγγέλιο στη γλώσσα τους. Όχι μόνο «επιτέλεσαν την αποστολή τους σεβόμενοι πλήρως τον ήδη υπάρχοντα πολιτισμό των Σλαβικών λαών, αλλά μέσω της χριστιανικής θρησκείας τον εξύψωσαν κατά τρόπο εξαίσιο και τον προώθησαν» (Slavorum Apostoli, 26). Είθε το παράδειγμά τους και η μεσιτεία τους να μας βοηθήσουν να ανταποκριθούμε καλύτερα στην ανάγκη εγκλιματισμού του Ευαγγελίου και να χαρούμε γι’ αυτή την πολύμορφη όψη της Εκκλησίας του Χριστού!”. Μπορούμε να πούμε ότι, μέσω αυτών, ανανεώνεται το θαύμα που ήδη είχε επιτελεστεί εδώ με το κήρυγμα του Αποστόλου Παύλου: το Ευαγγέλιο είναι αιώνια αλήθεια, και όμως θέλησε να συναντήσει έναν πολιτισμό για να τον κάνει να ανθίσει εκ των ένδον, και δεν δέχεται να μείνει αλυσοδεμένο, αλλά είναι ένας Λόγος που “τρέχει”, σύμφωνα με μια γνωστή παύλεια έκφραση που απευθύνεται στην κοινότητα της Θεσσαλονίκης. Τρέχει ο Λόγος και κάνει να τρέχουν οι αγγελιοφόροι του: οι άγιοι αδελφοί Κύριλλος και Μεθόδιος στην πορεία τους να συναντήσουν τους Σλαβικούς λαούς, βοηθώντας τους να γνωρίσουν την Αγία Γραφή στη γλώσσα του, συναντούν και δυσκολίες και εμπόδια εκ μέρους άλλων ιεραποστόλων, προερχόμενων αυτή τη φορά από τον λατινικό και γερμανικό κόσμο, οι οποίοι μιλούν άσχημα γι’ αυτούς δυσφημώντας το έργο τους και αναγκάζοντάς τους να καταφύγουν στη Βενετία και στη Ρώμη για να υπερασπίσουν τη δράση τους. Πόσες φορές και στις δικές μας χριστιανικές κοινότητες, κάποιες κρίσεις που συνδέονται με “κεκτημένα δικαιώματα” επάνω στην κοινότητα, σταματούν το άγγελμα του Ευαγγελίου και καθιστούν τη μαρτυρία των μαθητών λιγότερο αξιόπιστη! Έχουμε ανάγκη όλοι εμείς, παρακινημένοι από τον Άγιο Πατέρα Φραγκίσκο κατά τον έκτακτο ιεραποστολικό μήνα που μόλις ολοκληρώθηκε, να πάρουμε νέα ορμή και να βγούμε έξω όχι από την ορθή διδασκαλία προφανώς, αλλά έξω από τα στεγανά μας για να συναντήσουμε τον “πολυάριθμο λαό”, ο οποίος είναι παρών σε κάθε πόλη και χωριό και διψάει για τον λόγο που σώζει. Εμπιστεύομαι στη δραστηριότητά σας – όπως ήδη έκανα τις προηγούμενες ημέρες σε άλλες ελληνικές Επισκοπές – τον κόσμο του πολιτισμού, καθώς και τον πανεπιστημιακό κόσμο και τον κόσμο των νέων, ως κατεξοχήν χώρους συνάντησης και μαρτυρίας πως ανήκετε στον Κύριο και ανάδειξης, αν ο Θεός θέλει, νέων κλήσεων μιας ειδικής αφιέρωσης.
- Μια τελευταία σύντομη αναφορά: ο Άγιος Παύλος στις επιστολές του μας μιλά για τον αυθόρμητο Έρανο, που πολλές κοινότητες – όπως της Μακεδονίας – έκαναν για τους φτωχούς της Μητέρας Εκκλησίας, της Ιερουσαλήμ. Αυτή η διάσταση της αγάπης και της αγαθοεργίας ξέρω ότι είναι ζωντανή σε πολλούς τομείς της παρουσίας και της δράσης σας, όπως για παράδειγμα στην υποδοχή που η Ελλάδα μπόρεσε να προσφέρει σε τόσους πρόσφυγες, πολλοί εκ των οποίων προέρχονται από την Εγγύς και Μέση Ανατολή, μερικούς από τους οποίους συνάντησα κατά την παραμονή μου στην Αθήνα. Ο Απόστολος λέει και σ’ εμάς σήμερα: “Θυμηθείτε τους φτωχούς”, όσους είναι κοντά ή μακριά, Έλληνες και μη Έλληνες. Η παρουσία όμως δύο μικρών κοινοτήτων της Κουστωδίας των Αγίων Τόπων, στη Ρόδο και από φέτος – λόγω σπουδών – εδώ στη Θεσσαλονίκη, μου δίνει την ευκαιρία να προσκαλέσω όλους εσάς να προσευχηθείτε για την ειρήνη στην Ιερουσαλήμ, στη Γάζα, στη Βηθλεέμ και σε άλλες ζώνες του Ισραήλ και της Παλαιστίνης, στη Συρία, στο Ιράκ, και σε τόσους άλλους τόπους που συνδέονται με την ιστορία της σωτηρίας μας, που δεν μας θυμίζουν μόνο γεγονότα του παρελθόντος, αλλά αγγίζουν και το παρόν μας. Ο Χριστός είναι ο ίδιος χτες, σήμερα και στους αιώνες!».