20 Σεπτεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Ενορίες: μεταμορφώνονται για να ευαγγελίσουν

 
 
Δημοσιεύθηκε η οδηγία «Η ποιμαντική μεταστροφή της ενοριακής κοινότητας στην υπηρεσία της ευαγγελιστικής αποστολής της Εκκλησίας», που εκδόθηκε από τη Ρωμαϊκή Σύνοδο για τον Κλήρο: σε αυτήν αντιμετωπίζονται τα διάφορα σχέδια για τη μεταρρύθμιση των ενοριών, συμπεριλαμβανομένης της έλλειψης ιερών κλήσεων και της ανανεωμένης δέσμευσης των λαϊκών να ευαγγελίσουν.
 
Στην Εκκλησία υπάρχει χώρος για όλους και όλοι μπορούν να βρουν τη θέση τους, με σεβασμό στην κλίση του καθενός: το νόημα της Οδηγίας για τις ενορίες είναι ακριβώς αυτό. Το έγγραφο δεν περιέχει νομοθετικές αλλαγές, αλλά προτείνει τρόπους για την καλύτερη εφαρμογή της ισχύουσας νομοθεσίας, προκειμένου να ενθαρρυνθεί η συνυπευθυνότητα των βαπτισμένων και να προωθηθεί μια ποιμαντική φροντίδα της εγγύτητας και της συνεργασίας μεταξύ των ενοριών. Αυτό που προκύπτει, πάνω απ’ όλα, είναι ο επείγων χαρακτήρας μιας ιεραποστολικής ανανέωσης, μιας ποιμαντικής μεταστροφής της ενορίας, έτσι ώστε να ανακαλύψει εκ νέου τον δυναμισμό και τη δημιουργικότητα που την οδηγούν να είναι πάντοτε «εξερχόμενη», με τη συμβολή όλων των βαπτισμένων. Αποτελούμενη από έντεκα κεφάλαια, η Οδηγία θα μπορούσε να χωριστεί σε δύο μεγάλα μέρη: το πρώτο (κεφ. 1-6) προσφέρει μια ευρεία περίσκεψη για την ποιμαντική μεταστροφή, το ιεραποστολικό αίσθημα και την αξία της ενορίας στο σύγχρονο πλαίσιο· το δεύτερο μέρος (κεφ. 7-11), επικεντρώνεται στις ανακατανομές των ενοριακών κοινοτήτων, στους διαφορετικούς ρόλους που υπάρχουν σε αυτές και στις μεθόδους εφαρμογής των σχετικών κανόνων.
 
Η ενορία, “σπίτι ανάμεσα στα σπίτια”
 
Η ενορία, ως μόνιμο σημείο του Αναστημένου Χριστού εν μέσω του λαού, είναι επομένως «σπίτι ανάμεσα στα σπίτια» – όπως διαβάζουμε στο πρώτο μέρος του εγγράφου – και η ιεραποστολική της σημασία είναι θεμελιώδης για τον ευαγγελισμό. Η παγκοσμιοποίηση και ο ψηφιακός κόσμος έχουν αλλάξει τον συγκεκριμένο δεσμό της με την γύρω περιοχή, η οποία δεν είναι πλέον μόνο ένας γεωγραφικός χώρος, αλλά ένας υπαρξιακός χώρος. Αλλά ακριβώς σε αυτό το πλαίσιο εμφανίζεται η «διαπλαστική ικανότητα» της ενορίας, η οποία είναι σε θέση να δράξει τις ανάγκες των καιρών και να προσαρμόσει την υπηρεσία της στους πιστούς και στην ιστορία. Για τον λόγο αυτό, η Οδηγία υπογραμμίζει τη σημασία μιας ιεραποστολικής ανανέωσης των ενοριακών δομών: μακριά από την αυτοαναφορά και τη σκλήρυνση, οι ενορίες θα πρέπει να επικεντρωθούν στον πνευματικό δυναμισμό και σε μια ποιμαντική μεταστροφή που να βασίζεται στην αναγγελία του Λόγου του Θεού, στην ιερομυστηριακή ζωή και τη μαρτυρία της φιλανθρωπίας. Ο «πολιτισμός της συνάντησης» πρέπει, επίσης, να είναι το απαραίτητο πλαίσιο για την προώθηση του διαλόγου, της αλληλεγγύης και της διαφάνειας προς όλους: με αυτόν τον τρόπο, οι ενοριακές κοινότητες θα είναι σε θέση να αναπτύξουν μια πραγματική «τέχνη της εγγύτητας». Ιδιαιτέρως, η Οδηγία συνιστά τη μαρτυρία της πίστεως εν τη αγάπη και τη σημασία της προσοχής στους φτωχούς τους οποίους η ενορία ευαγγελίζει, αλλά από τους οποίους αφήνεται και αυτή να ευαγγελιστεί. Κάθε βαπτισμένος πρέπει να είναι ενεργός πρωταγωνιστής του ευαγγελισμού – επαναλαμβάνει η Ρωμαϊκή Σύνοδος για τον Κλήρο – και ως εκ τούτου μια αλλαγή νοοτροπίας, μια εσωτερική ανανέωση είναι απαραίτητη για να πραγματοποιηθεί μια ιεραποστολική μεταρρύθμιση της ποιμαντικής. Φυσικά, αυτές οι διαδικασίες αλλαγής θα πρέπει να είναι ευέλικτες και σταδιακές, διότι κάθε σχεδιασμός πρέπει να τοποθετείται μέσα στην πραγματική ζωή μιας κοινότητας, χωρίς να επιβάλλεται από ψηλά και χωρίς «κληρικοποίηση» της ποιμαντικής διακονίας.
 
Oι ενοριακές ανακατανομές
 
Το δεύτερο μέρος της Οδηγίας ξεκινά με την ανάλυση των ενοριακών ανακατανομών: πρώτα απ’ όλα, όπως εξηγείται, πρέπει να ακολουθούν τον βασικό παράγοντα της εγγύτητας, λαμβάνοντας υπόψη την ομοιογένεια του πληθυσμού και τα χαρακτηριστικά της περιοχής. Το έγγραφο επομένως επικεντρώνεται στις ειδικές διαδικασίες που σχετίζονται με την ενσωμάτωση, συγχώνευση ή τη διαίρεση των ενοριών, και σε εκείνες που αφορούν τα Βικαριάτα που συνενώνουν αρκετές ενοριακές ενότητες, και τις ποιμαντικές ζώνες που ομαδοποιούν αρκετά περισσότερα Βικαριάτα.
 
Ο εφημέριος, “κύριος ποιμένας” της κοινότητας
 
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά στο θέμα της ανάθεσης της ποιμαντικής φροντίδας των ενοριακών κοινοτήτων, τόσο στη συνηθισμένη μορφή όσο και σε έκτακτες καταστάσεις: πρώτον, υπογραμμίζεται ο ρόλος του εφημερίου ως του «κύριου ποιμένα» της κοινότητας. Αυτός είναι στην υπηρεσία της ενορίας, και όχι το αντίστροφο – υπενθυμίζει η Οδηγία – και έχει την πλήρη φροντίδα των ψυχών. Κατά συνέπεια, ο εφημέριος πρέπει να έχει λάβει την εις πρεσβύτερον χειροτονία· οποιαδήποτε άλλη δυνατότητα αποκλείεται. Ο εφημέριος, ως διαχειριστής των ενοριακών αγαθών και νόμιμος εκπρόσωπος της ενορίας, πρέπει να ονομάζεται για αόριστο χρονικό διάστημα, καθώς το καλό των ψυχών απαιτεί σταθερότητα και συνεπάγεται γνώση της κοινότητας και της εγγύτητάς της. Ωστόσο, η Οδηγία υπενθυμίζει ότι, όταν η Ιερά Σύνοδος της Ιεραρχίας το καθορίσει με διάταγμα, ένας Επίσκοπος μπορεί να ονομάσει έναν εφημέριο για ορισμένο χρόνο, υπό την προϋπόθεση η ονομασία αυτή να είναι όχι λιγότερο από πέντε χρόνια. Επιπλέον, μετά την ηλικία των 75 ετών, ο εφημέριος έχει το «ηθικό καθήκον» να παρουσιάσει την παραίτησή του, αλλά δεν θα παραιτηθεί από το αξίωμά του έως ότου ο Επίσκοπος το δεχτεί και το κοινοποιήσει γραπτώς. Σε κάθε περίπτωση, η αποδοχή θα γίνεται πάντοτε για μια «δίκαιη και αναλογική αιτία», ώστε να αποφευχθεί μια «λειτουργιστική» αντίληψη της διακονίας.
 
Οι διάκονοι: χειροτονημένοι λειτουργοί, όχι “μισοί ιερείς και μισοί λαϊκοί”
 
Ένα μέρος του ογδόου κεφαλαίου είναι αφιερωμένο στους διακόνους: συνεργάτες των Επισκόπων και των ιερέων στη μοναδική ευαγγελιστική ιεραποστολή, αυτοί είναι χειροτονημένοι λειτουργοί και συμμετέχουν, αν και με διαφορετικό τρόπο, στο Ιερό Μυστήριο της Χειροτονίας, ιδίως στο πλαίσιο του ευαγγελισμού και της φιλανθρωπίας, συμπεριλαμβανομένης της διαχείρισης των αγαθών, της αναγγελίας του Ευαγγελίου και της διακονίας στην τράπεζα της Θείας Ευχαριστίας. Δεν πρέπει να θεωρούνται, επομένως «μισοί ιερείς και μισοί λαϊκοί», αναφέρει η Οδηγία που παραθέτει λόγους του Πάπα Φραγκίσκου, ούτε θα πρέπει να θεωρούνται στην προοπτική του κληρικαλισμού και του λειτουργισμού.
 
Η μαρτυρία των αφιερωμένων προσώπων και ο γενναιόδωρος ζήλος των λαϊκών
 
Η Ρωμαϊκή Σύνοδος για τον Κλήρο αναφέρεται επίσης στα αφιερωμένα άτομα και τους λαϊκούς μέσα στις ενοριακές κοινότητες: για τους πρώτους, υπενθυμίζεται όχι τόσο το «να κάνουν» όσο το να «είναι μάρτυρες μιας ριζοσπαστικής ακολούθησης του Χριστού», ενώ για τους λαϊκούς τονίζεται η συμμετοχή στην ευαγγελιστική δράση της Εκκλησίας και απαιτείται από αυτούς ένας «γενναιόδωρος ζήλος» για μια μαρτυρία της ζωής σύμφωνα με το Ευαγγέλιο και στην υπηρεσία της ενοριακής κοινότητας. Επιπλέον, οι λαϊκοί πιστοί μπορούν να κατασταθούν Αναγνώστες και Ακόλουθοι (δηλαδή στην υπηρεσία της Αγίας Τράπεζας) σε σταθερή μορφή, με ειδική ιεροτελεστία, με την επιφύλαξη της πλήρους κοινωνίας τους με την Καθολική Εκκλησία, μιας επαρκούς επιμόρφωσης και μιας υποδειγματικής προσωπικής και ποιμαντικής συμπεριφοράς. Εκτός από αυτά, σε εξαιρετικές περιστάσεις, θα μπορούν να λάβουν άλλες αποστολές από τον Επίσκοπο, «κατά τη συνετή κρίση του»: να τελέσουν την Ακολουθία του Λόγου και την Εξόδιο Ακολουθία, να χορηγήσουν το Βάπτισμα, να δέχονται τη συναίνεση του ζεύγους στον  Γάμο με την προηγούμενη άδεια της Αγίας Έδρας, και να κηρύξουν στον ναό ή σε έναν ευκτήριο οίκο σε περίπτωση ανάγκης. Σε κάθε περίπτωση, δεν θα μπορούν να κηρύξουν την ομιλία κατά τη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας.
 
Τα όργανα της εκκλησιαστικής συνυπευθυνότητας
 
Η Oδηγία αναφέρεται επίσης στα ενοριακά όργανα εκκλησιαστικής συνυπευθυνότητας, συμπεριλαμβανομένου του Συμβουλίου Οικονομικών Υποθέσεων: συμβουλευτικό, υπό την προεδρία του εφημερίου και αποτελούμενο από τουλάχιστον τρία μέλη, είναι απαραίτητο διότι η διαχείριση των περιουσιακών στοιχείων μιας ενορίας είναι «ένα σημαντικό πλαίσιο για τον ευαγγελισμό και την ευαγγελική μαρτυρία της Εκκλησίας και της κοινωνίας των πολιτών». Τα περιουσιακά στοιχεία ανήκουν στην ενορία και όχι στον εφημέριο, επαναλαμβάνει η Ρωμαϊκή Σύνοδος για τον Κλήρο. Το καθήκον του Συμβουλίου Οικονομικών Υποθέσεων θα είναι συνεπώς να αναπτυχθεί μια «νοοτροπία συνυπευθυνότητας, διαχειριστικής διαφάνειας και κάλυψης των αναγκών της Εκκλησίας». Είναι επίσης συμβουλευτικό το Ενοριακό Ποιμαντικό Συμβούλιο, η σύσταση του οποίου «συνιστάται θερμά»: μακριά από το να είναι απλώς ένα γραφειοκρατικό όργανο, αυτό το Συμβούλιο πρέπει να δημιουργήσει μια πνευματικότητα κοινωνίας, επισημαίνοντας την κεντρικότητα του Λαού του Θεού ως ενεργό θέμα του ευαγγελισμού. Η κύρια λειτουργία του είναι η έρευνα και μελέτη πρακτικών προτάσεων για ποιμαντικές και φιλανθρωπικές πρωτοβουλίες της ενορίας, σε αρμονία με την πορεία της συγκεκριμένης εκκλησιαστικής επαρχίας. Προκειμένου να καταστούν επιχειρησιακές, αυτές οι προτάσεις πρέπει να γίνουν αποδεκτές από τον εφημέριο.
 
Όχι στους “τιμοκαταλόγους” για τα Ιερά Μυστήρια, η προσφορά είναι δωρεάν
 
Το τελευταίο κεφάλαιο επικεντρώνεται στις προσφορές για τον τέλεση των Ιερών Μυστηρίων: αυτές πρέπει να είναι «μια ελεύθερη πράξη» εκ μέρους του προσφέροντος και δεν πρέπει να απαιτούνται σαν να ήταν φόρος ή επιβολή. Η Οδηγία υπογραμμίζει ότι η ιερομυστηριακή ζωή δεν πρέπει να «εμπορευματοποιείται» και η τέλεση της Θείας Λειτουργίας, όπως και οι άλλες μυστηριακές ιεροπραξίες, δεν μπορεί να υπόκεινται σε τιμοκαταλόγους, διαπραγματεύσεις ή εμπόριο. Αντ’ αυτού, οι ιερείς καλούνται να προσφέρουν ένα καλό παράδειγμα στη χρήση των χρημάτων, μέσω ενός λιτού τρόπου ζωής και μιας διαφανούς διαχείρισης των ενοριακών αγαθών. Με αυτόν τον τρόπο, θα είναι δυνατόν να ευαισθητοποιηθούν οι πιστοί, ώστε να συμβάλλουν πρόθυμα στις ανάγκες της ενορίας η οποία είναι επίσης «δικό τους σπίτι».
 
Τα προηγούμενα κείμενα
 
Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι η τρέχουσα Οδηγία έρχεται μετά από εκείνη του έτους 1997, “για  ορισμένα ερωτήματα σχετικά με τη συνεργασία των λαϊκών πιστών στη διακονία των ιερέων”, και μετά την Οδηγία του 2002, που κοινοποιήθηκε από τη Ρωμαϊκή Σύνοδο για τον Κλήρο και ήταν επικεντρωμένη στο θέμα: “Ο πρεσβύτερος, ποιμένας και οδηγός της ενοριακής κοινότητας”.
 
————————–
Πηγή: Vatican News
Μετάφραση: π.Λ/kantam.gr
Προηγούμενο Άρθρο

Όταν η Καθολική Εκκλησία υπερασπίζεται την κοινή λογική!

Επόμενο Άρθρο

Ο καρδινάλιος Tagle παρουσίασε τον απολογισμό της Κάριτας

You might be interested in …

“Θα είστε μάρτυρές μου” (Πράξεις 1,8), Μήνυμα του Αγίου Πατέρα Φραγκίσκου για την Παγκόσμια Ημέρα Ιεραποστολών [2022]

Αγαπητοί αδελφοί και αδελφές! Τα λόγια αυτά ανήκουν στην τελευταία συνομιλία του αναστημένου Ιησού με τους μαθητές του, πριν αναληφθεί στον ουρανό, όπως περιγράφεται στις Πράξεις των Αποστόλων: “Θα λάβετε δύναμη από το Άγιο Πνεύμα […]

Ο πάπας Φραγκίσκος εκφράζει τα συλλυπητήριά του για τα θύματα των βομβιστικών επιθέσεων στη Σρι Λάνκα

  Ο πάπας Φραγκίσκος εξέφρασε την βαθιά του θλίψη για την επιθέσεις την Κυριακή του Πάσχα στη Σρι Λάνκα. Επιθέσεις που συμφώνα με τα τελευταία στοιχεία ανεβάζουν τον αριθμό των νεκρών στους 290 και με […]

Ο Πάπας θα πλύνει τα πόδια 12 νέων στην Ακολουθία του Νιπτήρα τη Μεγάλη Πέμπτη

Ο πάπας Φραγκίσκος επέλεξε για άλλη μια φορά ένα σωφρονιστικό ίδρυμα για να τελέσει τη Λειτουργία του Μυστικού Δείπνου του Κυρίου και την Ακολουθία του νιπτήρα. Την Πέμπτη 6 Απριλίου θα μεταβεί στη φυλακή ανηλίκων […]