Εδώ και αρκετά χρόνια, στις ιεροτελεστίες, ιδίως κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας, οι πιστοί παρατηρούν με κάποια περιέργεια παντρεμένους άνδρες να αναγγέλλουν το Ευαγγέλιο, να διανέμουν τη Θεία Κοινωνία· ακούνε ότι θα μπορούσαν να τελούν γάμους και κηδείες, να κηρύττουν στην εκκλησία. Και αναρωτιούνται: πρόκειται για λαϊκούς ή για κάποιο είδος έγγαμων ιερέων; Βέβαια κάποιοι έχουν ακούσει ότι πρόκειται για μόνιμους διακόνους, δηλαδή ότι θα παραμείνουν διάκονοι και δεν πρόκειται χειροτονηθούν ιερείς.
Στην Καθολική Εκκλησία υπήρχαν μόνιμοι διάκονοι, αλλά για πολλούς αιώνες ο θεσμός είχε πέσει σε αφάνεια. Γι’ αυτό σήμερα αποτελούν μια καινοτομία, και γι’ αυτό χρειάζεται μια κατήχηση αναφορικά με αυτή την πραγματικότητα που συναντάμε και στη χώρα μας όλο και πιο συχνά.
ΛΙΓΕΣ ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ
Η υπηρεσία των διακόνων στην Εκκλησία έχει καταγραφεί από τους αποστολικούς χρόνους. Μια καθιερωμένη παράδοση, που μαρτυρείται ήδη από τον Άγιο Ειρηναίο και αντικατοπτρίζεται στη Λειτουργία της χειροτονίας, βλέπει την αρχή της διακονίας στο γεγονός της θέσπισης των «επτά» ανδρών, που αναφέρεται στις Πράξεις των Αποστόλων (6,1-6).
Η πατερική βιβλιογραφία πιστοποιεί αυτή την ιεραρχική και υπηρεσιακή δομή της Εκκλησίας, συμπεριλαμβανομένης της διακονίας, από την αρχή. Για τον Άγιο Ιγνάτιο Αντιοχείας μια συγκεκριμένη Εκκλησία χωρίς επίσκοπο, πρεσβύτερο και διάκονο φαίνεται αδιανόητη. Τονίζει ότι η προσφορά του διακόνου δεν είναι άλλη από «τη διακονία του Ιησού Χριστού, ο οποίος ήταν με τον Πατέρα πριν από τους αιώνες και εμφανίστηκε στο τέλος των αιώνων». «Δεν είναι, στην πραγματικότητα, διάκονοι για φαγητό ή ποτό, αλλά λειτουργοί της Εκκλησίας του Θεού». Η Διδαχή των Δώδεκα Αποστόλων (1ος αιώνας) και οι Πατέρες των μεταγενέστερων αιώνων, καθώς και οι διάφορες Σύνοδοι και η εκκλησιαστική πρακτική, μαρτυρούν τη συνέχεια και την εξέλιξη αυτού του γεγονότος.
Ο θεσμός της διακονίας άκμαζε στη Δυτική Εκκλησία μέχρι τον 5ο αιώνα. Στη συνέχεια, για διάφορους λόγους, γνώρισε μια αργή παρακμή, παραμένοντας τελικά μόνο ως ενδιάμεσο στάδιο για τους υποψηφίους προς την ιερατική χειροτονία.
Η Σύνοδος της Τριδέντου (1545-1563) όρισε να αποκατασταθεί η μόνιμη διακονία, όπως ήταν στην αρχαιότητα, σύμφωνα με την ορθή φύση της, ως η αρχική της λειτουργία στην Εκκλησία, αλλά η συνταγή αυτή δεν βρήκε συγκεκριμένη εφαρμογή.
Ήταν η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού που καθόρισε ότι η διακονία θα μπορούσε «στο μέλλον να αποκατασταθεί ως κανονικός και μόνιμος βαθμός της ιεραρχίας…, (και) να ανατεθεί σε άνδρες ώριμης ηλικίας, ακόμη και αν είναι έγγαμοι» (Φως των εθνών, αρ. 29).
Ο βασικός λόγος που καθόρισε αυτή την επιλογή ήταν ο εξής: Η μέριμνα να εφοδιαστούν με ιερούς λειτουργούς οι περιοχές που υπέφεραν από έλλειψη ιερέων. Αυτός ο λόγος υπογραμμίζει το ότι η αποκατάσταση της μόνιμης διακονίας δεν είχε σε καμία περίπτωση σκοπό να υπονομεύσει τη σημασία, τον ρόλο και την άνθηση της ιεροσύνης, η οποία πρέπει πάντοτε να επιδιώκεται γενναιόδωρα και λόγω του αναντικατάστατου χαρακτήρα της.
Η ΤΑΞΗ ΤΟΥ ΔΙΑΚΟΝΙΚΟΥ ΚΛΗΡΟΥ
Ένα θέμα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε αμέσως. Συχνά επαναλαμβάνουμε πως η ιεροσύνη έχει τρεις βαθμίδες: τον διάκονο, τον πρεσβύτερο και τον επίσκοπο. Ο διάκονος, όμως, ενώ χειροτονείται κανονικά, δεν ανήκει στην τάξη της ιεροσύνης με τον ίδιο τρόπο όπως ο πρεσβύτερος (ιερέας) και ο επίσκοπος.
Στον «ordo» ή «τάξη» του ιερατείου ανήκουν μόνο οι πρεσβύτεροι και οι επίσκοποι, αλλά όχι οι διάκονοι. Το μυστήριο της χειροτονίας, στην πραγματικότητα, ενώ απονέμεται στους διακόνους, τους πρεσβυτέρους και τους επισκόπους, δεν παράγει τα ίδια αποτελέσματα για τις τρεις τάξεις. Μεταβιβάζει την ιεροσύνη μόνο στους πρεσβυτέρους και τους επισκόπους, αλλά όχι στους διακόνους.
Αυτό το επαναλαμβάνουν η Β΄ Σύνοδος του Βατικανού και η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας: «Σε ένα βαθμό κατώτερο της ιεραρχίας βρίσκονται οι διάκονοι, στους οποίους επιτίθενται τα χέρια [χειροτονούνται] όχι για την ιεροσύνη, αλλά για τη διακονία. Πράγματι, στηριζόμενοι από τη μυστηριακή χάρη στη ‟διακονία″ της λατρείας, του κηρύγματος και της αγαθοεργίας, υπηρετούν τον λαό του Θεού, σε κοινωνία με τον Επίσκοπο και το πρεσβυτέριό του» (Β΄ Σύνοδος του Βατικανού, Φως των εθνών (Περί Εκκλησίας), 29).
Το ίδιο διδάσκει η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας: «Η Καθολική Εκκλησία αναγνωρίζει ότι υπάρχουν δύο βαθμοί συμμετοχής στην ιεροσύνη του Χριστού: το αξίωμα του επισκόπου και το αξίωμα του πρεσβυτέρου. Οι διάκονοι αποσκοπούν στη βοήθεια και την υπηρεσία τους. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο ο όρος «sacerdos» (ιερέας) προσδιορίζει, στην τρέχουσα χρήση, τους επισκόπους και τους πρεσβυτέρους, αλλά όχι τους διακόνους. Ωστόσο, η Καθολική Εκκλησία διδάσκει ότι οι βαθμοί της ιερατικής συμμετοχής (αξίωμα επισκόπου και πρεσβυτέρου) και ο βαθμός της υπηρεσίας (αξίωμα διακονικό) απονέμονται και οι τρεις από μια μυστηριακή πράξη που ονομάζεται ‟χειροτονία”» (Στο ίδιο, αρ. 1554).
Αν και η χειροτονία δεν εισάγει τον διάκονο στην τάξη της ιεροσύνης, τον καθιστά μέλος του κλήρου.
Όπως όλα τα ιερά μυστήρια έτσι και το μυστήριο της χειροτονίας παρέχει σε αυτόν στον οποίο χορηγείται μια ιδιαίτερη χάρη για να εκπληρώσει την αποστολή στην οποία προορίζεται με τη χειροτονία.
Όσον αφορά τη διακονία, η χειροτονία προσδίδει ένα ανεξίτηλο σημάδι που καθιστά τον πιστό: χειροτονημένο για πάντα· και μεταδίδει σε αυτόν μια συγκεκριμένη μυστηριακή χάρη. Ο μυστηριακός χαρακτήρας της εκκλησιαστικής διακονίας σημαίνει ότι αυτή συνδέεται άρρηκτα με τον χαρακτήρα της υπηρεσίας. Πράγματι, οι διάκονοι, στο μέτρο που εξαρτώνται εξ ολοκλήρου από τον Χριστό, είναι πραγματικά «δούλοι του Χριστού», κατ’ εικόνα εκείνου που ανέλαβε ελεύθερα για μας «την κατάσταση του δούλου» (Φιλ 2,7).
Οι διάκονοι χειροτονούνται και αποστέλλονται στην υπηρεσία της εκκλησιαστικής κοινότητας, υπό την καθοδήγηση του επισκόπου και του πρεσβυτερίου του.
Η υπηρεσία του διακόνου χαρακτηρίζεται από την άσκηση των τριών αξιωμάτων που προκύπτουν από τη χειροτονία.
- Με το αξίωμα να διδάσκει, ο διάκονος καλείται να διακηρύσσει την Αγία Γραφή, να διδάσκει και να προτρέπει τον λαό. Αυτό εκφράζεται με την παράδοση του βιβλίου των Ευαγγελίων, που προβλέπεται στο ίδιο το τελετουργικό της χειροτονίας.
- Το αξίωμα να καθαγιάζει του διακόνου εκφράζεται στην προσευχή, στην πανηγυρική τέλεση του βαπτίσματος, στη διαφύλαξη και διανομή της Ευχαριστίας, στη συμμετοχή και ευλογία του γάμου, στο να προΐσταται των τελετών της κηδείας και της ταφής
- Τέλος, το αξίωμα να κυβερνά ασκείται με την αφιέρωση σε έργα φιλανθρωπίας και βοήθειας και στην εμψύχωση κοινοτήτων ή τομέων της εκκλησιαστικής ζωής, ιδίως όσον αφορά τη φιλανθρωπία. Αυτή είναι η πιο χαρακτηριστική προσφορά του διακόνου.
Επομένως ο διάκονος δεν μπορεί να τελέσει τη θεία Λειτουργία και το Μυστήριο της Μετανοίας.
Το κατ’ εξοχήν πρότυπο είναι ο δούλος Χριστός, που ζει ολοκληρωτικά στην υπηρεσία του Θεού, για το καλό της ανθρωπότητας.
+ Ιωάννης Σπιτέρης