Η Κατήχηση της Καθολικής Εκκλησίας διαβεβαιώνει κάτι φαινομενικά, σε πολλούς, το πολύ περίεργο: «Δεν πρέπει να πιστεύουμε σε κανέναν άλλον εκτός από τον Θεό, τον Πατέρα, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα» (αρ. 178).
Επομένως, αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να πιστεύουμε στην Παναγία, στους Αγίους ή και στους ανθρώπους. Την Παναγία και τους Αγίους τους ευλαβούμαι.
Κυρίως δεν πρέπει να πιστεύουμε σε όλους αυτούς που όλο και περισσότερο παρουσιάζονται ως «πνευματικοί» που μας αποκαλύπτουν το δικό τους «πιστεύω».
Βέβαια εδώ δεν αναφερόμαστε στην κοινή έννοια του όρου «πιστεύω», αλλά στην θεολογική.
Το ότι πρέπει να πιστεύουμε μόνο στον Τριαδικό Θεό προκύπτει από την ίδια την έννοια της πίστης. Πράγματι, «πιστεύω στον Θεό» σημαίνει αποδέχομαι, εμπιστεύομαι, στηρίζομαι στον Θεό και επιπλέον πιστεύω σε ό,τι ο Θεός μου αποκάλυψε. Επειδή έχω εμπιστοσύνη στον Θεό, δέχομαι ως αληθινό αυτό που Εκείνος μου φανέρωσε, αυτό που έκανε για μένα, αυτό που απαιτεί από μένα, αυτό που μου έχει υποσχεθεί. Και όλα αυτά, όχι επειδή έχω μια άμεση εμπειρία, αλλά ακριβώς επειδή έχω εμπιστοσύνη στον Θεό, που αποκαλύπτοντας τον εαυτό Του, δίνεται με απέραντη αγάπη σ’ εμένα.
Πίστη λοιπόν δεν είναι μια απλή διανοητική αποδοχή μερικών αληθειών, αλλά η αποδοχή ενός Προσώπου, η προσωπική συνάντηση με το Θεό εν Χριστώ. Δεν πιστεύουμε σε κάτι, αλλά σε Κάποιον. Έχουμε εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν, εγκαταλείπουμε σ’ Αυτόν τον εαυτό μας, στηριζόμαστε σ’ Αυτόν σαν σ’ ένα σταθερό βράχο.
Και στο λεξιλόγιο της Αγίας Γραφής παρατηρείται πως μόνο στον Θεό πρέπει να πιστεύουμε. Πράγματι, κυρίως στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, από γραμματολογικής άποψης, το ρήμα πιστεύω εις με την αιτιατική σημαίνει πιστεύω σε ένα πρόσωπο, στο Πρόσωπο του Θεού και του Απεσταλμένου του Ιησού Χριστού που αποκαλύφθηκε στου ανθρώπους. Αντίθετα πιστεύω ότι σημαίνει πιστεύω κάτι, πιστεύω ό, τι ο Θεός μου αποκάλυψε. Το «πιστεύω στο Θεό», δηλαδή αποδέχομαι, εμπιστεύομαι, στηρίζομαι στο Θεό, πρέπει να συμπληρωθεί με το «πιστεύω ό,τι ο Θεός μου αποκάλυψε», ακριβώς γιατί τον εμπιστεύομαι.
ΤΙ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΠΙΣΤΕΥΟΥΜΕ ΛΟΙΠΟΝ;
Κατά καιρούς παρουσιάζονται κάτι αυτόκλητοι οραματιστές που μας μεταφέρουν δήθεν αποκαλύψεις εκ μέρους του Θεού. Εμείς δεν οφείλουμε με κανέναν τρόπο να πιστεύουμε σε αυτούς, ούτε σε ότι μας μεταφέρουν εκτός και αν αυτό ταυτίζεται με ό,τι ο Θεός ο ίδιος μας αποκάλυψε. Η δημόσια αποκάλυψη, την οποία πρέπει να δεχόμαστε με την πίστη μας, συμπληρώθηκε με τον τελευταίο Απόστολο, τον Ιωάννη τον Ευαγγελιστή.
Ποιο είναι, λοιπόν, το ουσιώδες περιεχόμενο της πίστης μας;
Για τους Χριστιανούς το κεντρικό περιεχόμενο της πίστης είναι το πρόσωπο του Χριστού, η σωστική Του δράση, ο θάνατος και η Ανάστασή Του, αιτία της σωτηρίας όλων μας.
Η δράση του Θεού, διαμέσου του προσώπου, των λόγων και των έργων του Ιησού Χριστού, είναι τελικά το κέντρο της Χριστιανικής πίστης. Αυτό το χαρμόσυνο άγγελμα, μπορούμε να το εκφράσουμε και ως εξής: ο Θεός έγινε, στο πρόσωπο του Χριστού, όπως εμείς, για να μας ελκύσει στη σφαίρα της Θεϊκής Του ζωής. Για να εξακολουθήσει κατά τη διάρκεια της ιστορίας αυτή τη θεϊκή Του δράση, ο Χριστός ίδρυσε την Εκκλησία, που υπάρχει ακριβώς, για να καταστήσει παρόν το απελευθερωτικό και σωστικό έργο του Χριστού μέχρι την συντέλεια του χρόνου.
Έχοντας ως αφετηρία αυτή την βασική αλήθεια, η χριστιανική πίστη μπορεί να φωτίσει τα πιο βαθιά ερωτήματα του ανθρώπου: ποιος είναι ο Θεός; ποιος είναι ο άνθρωπος; η ανθρώπινη δράση έχει σημασία; Ποιες είναι οι σωστές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων; Γιατί πρέπει να ελπίζουμε; Γιατί πρέπει να αγαπάμε; γιατί κάθε άνθρωπος είναι άξιος σεβασμού;
Η απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα δίνεται στον Χριστιανό, ξεκινώντας από το κέντρο της πίστης του, από τον Ιησού Χριστό, εκείνον που «κάνει τα πάντα καινούρια» (Αποκάλυψη, 21,5).
Ⴕ Ιωάννης Σπιτέρης