21 Νοεμβρίου 2024
Expand search form

Ειδήσεις από την Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα

Το Κανονικό Δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας σε Ελληνική μετάφραση

Δημητρίου Σαλάχα

Ο Κώδικας του Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας (Codex iuris canonici) εκδόθηκε στις 25 Ιανουαρίου 1983 από τον πάπα Ιωάννη-Παύλο Β΄. Η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, λαμβάνοντας υπόψη την έγκριση της Αρχιγραμματείας της Αγίας Έδρας της 29 Ιουλίου 2019, αποφάσισε στις 13 Ιανουαρίου 2020, την εκτύπωση του Κώδικα στη νεοελληνική γλώσσα, με την παράθεση του πρωτοτύπου κειμένου στη λατινική. Η έκδοση της μετάφρασης έγινε από τον εκδοτικό Οίκο του Βατικανού (Libreria Editrice Vaticana) και το Γραφείο Καλού Τύπου της Ελληνικής Καθολικής Εξαρχίας.

Η μακρά πορεία της προσπάθειας για τη μετάφραση του Κώδικα στην νεοελληνική γλώσσα συνδέεται με την μακρά πορεία του προβλήματος της Νομικής Θέσης της Καθολικής Εκκλησίας και ειδικότερα της ισχύος του Κανονικού Δικαίου στην Ελλάδα.

Όπως προκύπτει από τις έρευνες εγκρίτων ιστορικών και νομικών, στη χώρα μας η Καθολική Εκκλησία με τις επισκοπές, τους ιερούς ναούς, τις ιερές μονές και τα διάφορα κοινωνικά και εκπαιδευτικά καθιδρύματά της από τους πρώτους αιώνες της δεύτερης χιλιετίας, διέπονταν από τα ισχύοντα πολιτικά καθεστώτα της εκάστοτε εποχής, φραγκοκρατίας, τουρκοκρατίας, μέχρι σήμερα.

Το πρόβλημα της νομικής προσωπικότητας της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα και της αναγνώρισης αυτής από τις εκάστοτε κυβερνήσεις απασχόλησε μέχρι σήμερα περισσότερο τη νομολογία των δικαστηρίων, η οποία στο σκεπτικό των αποφάσεων των δικαστηρίων περιέχει ουσιαστικά στοιχεία στη νομική επιστήμη. Μέχρι σήμερα τα ελληνικά δικαστήρια, προκειμένου να εκδικάσουν υποθέσεις αναφερόμενες στην ίδρυση, λειτουργία, προσωπικό, περιουσιακές σχέσεις κλπ. των διαφόρων καθιδρυμάτων της Καθολικής Εκκλησίας και εν γένει στην έμπρακτη άσκηση της υπό του Συντάγματος κατοχυρωμένης ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και λατρείας των οπαδών και των κοινοτήτων της, βρέθηκαν συχνά προ νομικών δυσκολιών λόγω ακριβώς του χρονίζοντος νομοθετικού κενού.

Πράγματι, πλην της συνταγματικής διάταξης του άρθρου 13 του Συντάγματος, τα δικαστήρια προσέτρεχαν άλλοτε στις διεθνείς συνθήκες, ερμηνευμένες σύμφωνα με τα κοινωνικά δεδομένα της εκάστοτε πολιτικής κυβέρνησης, άλλοτε εφαρμόζοντας κατά αναλογία τη νομοθεσία της Ορθόδοξης Εκκλησίας, προστρέχοντας ενίοτε και στο Κανονικό Δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας σε συνδυασμό με τους εκάστοτε νόμους του Κράτους.

Επί δεκαετίες κατά τους δυο τελευταίους αιώνες το θέμα της νομικής θέσης της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα απετέλεσε άμεσα ή έμμεσα, αντικείμενο διεθνών συμβάσεων, όπως το «Πρωτόκολλο του Λονδίνου» (3 Φεβρουαρίου 1830), η Συνθήκη των Σεβρών «περί προστασίας των εν Ελλάδι μειονοτήτων» (28 Ιουλίου /10 Αυγούστου 1920), η Σύμβαση της Ρώμης «περί προστασίας των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου» (4 Νοεμβρίου 1950).

Σημαντικό κείμενο διεθνούς δικαίου είναι το «Πρωτόκολλο του Λονδίνου», που υπέγραψαν οι τότε τρείς προστάτιδες Δυνάμεις Γαλλίας, Μεγάλης Βρετανίας και Ρωσίας. Στο Πρωτόκολλο η Γαλλία παραιτείτο της μέχρι τότε άσκησης της αντίστοιχης προστασίας, και όριζε ότι «απεφασίσθη να εκτελείται ελευθέρως και δημοσίως εις την νέαν Πολιτείαν η λατρεία της Καθολικής Εκκλησίας, αι κτήσεις της να είναι ησφαλισμέναι, να διατηρηθώσι ανέπαφα τα καθήκοντα, δίκαια, και προνόμια των αρχιερέων, τα οποία ούτοι απελάμβανον επι της προστασίας των Βασιλέων της Γαλλίας. Τέλος δε πάντων, κατά την αυτήν αρχήν, να αναγνωρίζονται και να μένουν ανεπηρέαστα τα κτήματα τα ανήκοντα εις τας αρχαίας γαλλικάς αποστολάς ή γαλλικά ιδρύματα».

Το επικυρωμένο τότε Πρωτόκολλο του Λονδίνου παραχώρησε στους οπαδούς της Καθολικής Εκκλησίας ειδική προστασία, ως προς την αναγνώριση και το σεβασμό της ιδιοκτησίας και της ελευθερίας στην άσκηση της λατρείας τους, υπό τον όρο βέβαια ότι η επικρατούσα θρησκεία είναι εκείνη του ανατολικού ορθοδόξου δόγματος.

Ιδιαίτερης νομικής σημασίας από άποψη δημοσίου δικαίου ήταν το θέμα της αναγνώρισης του Κανονικού Δικαίου ως προς την εσωτερική οργάνωση και λειτουργία της Καθολικής Εκκλησίας. Η Νομική επιστήμη και η νομολογία θεωρούσαν ότι δεν ήταν δυνατόν να εισαχθεί στην Ελλάδα και να ενσωματωθεί στην εσωτερική έννομη τάξη ένα αλλοδαπό δίκαιο.

Στη σύγχρονη περίοδο βασική θεμελιακή συνταγματική αρχή της Ελληνικής Πολιτείας είναι το ισχύον Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας (ΦΕΚ, Τεύχος A’ 211/24.12.2019), το οποίο στο άρθρο 13 ορίζει:

Άρθρο 13

1. H ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. H απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός.

2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. H άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. O προσηλυτισμός απαγορεύεται.

Δεν ήταν όμως σαφής η μορφή του νομικού προσώπου της Καθολικής Εκκλησίας ως «γνωστής θρησκείας» κατά το Σύνταγμα, δηλαδή αν πρόκειται για νομικό πρόσωπο ιδιωτικού η δημοσίου δικαίου, και αν η λειτουργία της διέπεται από το εσωτερικό αυτής Κανονικό Δίκαιο. Η Καθολική Ιεραρχία στην Ελλάδα κατά την εκάστοτε συζήτηση των Σχεδίων Συντάγματος, ιδιαίτερα του 1975, είχε προτείνει την παρακάτω διατύπωση της παραγράφου 2 του άρθρου 13:

2. Kάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό το κράτος και την προστασία των νόμων. Τα της λατρείας και διοικήσεως πάσης γνωστής θρησκείας διέπονται υπό των εσωτερικών αυτής κανονισμών και ιερών εκάστης παραδόσεων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη.

Το τελικώς όμως ψηφισθέν Σύνταγμα του 1975 δεν απεδέχθη την διατύπωση αυτή.

Το θέμα της νομικής αναγνώρισης της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα λύθηκε νομοθετικά με τον Ν. 4301/2014 (ΦΕΚ Α 223/7-10-2014):

«Οργάνωση της νομικής μορφής των θρησκευτικών κοινοτήτων και των ενώσεών τους στην Ελλάδα και άλλες διατάξεις αρμοδιότητας Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων και λοιπές διατάξεις».

Στο άρθρο 13 αναφέρεται η «αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας της εν Ελλάδι Καθολικής Εκκλησίας…»:

«Αναγνωρίζονται ως ίδια νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ως εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου η «Καθολική Εκκλησία στην Ελλάδα»… που έχει ως ανώτατη αρχή την «Ιερά Σύνοδο της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος (Ι.Σ.Κ.Ι.Ε.)» και ως θρησκευτικά νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου οι θρησκευτικές κοινότητες (επισκοπές, ενορίες, μονές) με τις κάτωθι επωνυμίες, οι οποίες είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένες με την Καθολική Εκκλησία και των οποίων η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία διέπεται από το κανονικό δίκαιό της».

Το Κανονικό Δίκαιο της Καθολικής Εκκλησίας περιέχεται κυρίως στον Κώδικα Κανονικού Δικαίου (Codex Juris canonici). Ο πάπας Ιωάννης-Παύλος Β΄, με την Αποστολική Διάταξη Sacrae Disciplinae Leges της 25 Ιανουαρίου 1983, με την οποία εξέδωσε τον νέο Κώδικα σε αντικατάσταση του προηγουμένου του 1917, και με βάση τις αποφάσεις και καινοτομίες της Β΄ Συνόδου του Βατικανού (1962-1965), επισημαίνει:

«… είναι σαφές ότι ο Κώδικας πρέπει να αντανακλά την ίδια χροιά πιστότητας στην καινοτομία και καινοτομίας στην πιστότητα, και ο ίδιος να συντάσσεται με εκείνη στο δικό του πεδίο και με το δικό του τρόπο εκφράσεως.

«Ο νέος Κώδικας Κανονικού Δικαίου βλέπει το φως της δημοσιότητας σε μια χρονική περίοδο κατά την οι Επίσκοποι όλης της Εκκλησίας όχι μόνο ζητούν τη δημοσίευσή του αλλά επίμονα και θερμά την εξαιτούνται.

«Και πράγματι ο Κώδικας Κανονικού Δικαίου είναι εξαιρετικά απαραίτητος για την Εκκλησία. Διότι αυτή, οργανωμένη ως κοινωνική και ορατή ένωση, χρειάζεται να έχει δικούς της κανόνες για να γίνεται ορατή η ιεραρχική και οργανική δομή της, για να μπορεί να οργανωθεί κατάλληλα η άσκηση των έργων που της ανέθεσε ο Θεός, ιδιαίτερα της ιεράς εξουσίας και της χορηγήσεως των μυστηρίων, για να μπορούν να ρυθμίζονται οι μεταξύ των πιστών σχέσεις με δικαιοσύνη βασισμένη στην αγάπη, με τα δικαιώματα των ατόμων εγγυημένα και καθορισμένα, τέλος, για να στηρίζονται, ενισχύονται και ενθαρρύνονται με νόμιμες διατάξεις οι κοινές πρωτοβουλίες που στοχεύουν σε μια χριστιανική ζωή όλο και πιο τέλεια».

Το πρωτότυπο του Κώδικα είναι στη λατινική, όπως και τα άλλα επίσημα κείμενα της Αγίας Έδρας. Σε περίπου 200 γλώσσες έχει μεταφρασθεί μέχρι σήμερα ο Κώδικας, στις οποίες προστέθηκε και η Ελληνική. Η μετάφραση και η επίσημη έκδοση του Κώδικα ήταν επιτακτική ανάγκη τόσον από ποιμαντική άποψη, αλλά και μετά την αναγνώριση από την Πολιτεία της νομικής προσωπικότητας της Καθολικής Εκκλησίας και των διοικητικών θεσμών της ως νομικών προσώπων ιδιωτικού δικαίου.

Η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος, με έγγραφο της 13 Ιανουαρίου 2020 του τότε προέδρου της αναφέρει σχετικά:

« Η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, κατά την συνεδρία της 9ης Οκτωβρίου 2019, λαμβάνοντας υπόψη την έγκριση της Αρχιγραμματείας Αγίας Έδρας της 29-7-2019, αποφάσισε την εκτύπωση του Κώδικα του Κανονικού Δικαίου της Εκκλησίας στη νεοελληνική γλώσσα με την παράθεση του πρωτοτύπου κειμένου του Κώδικα στη λατινική.

Η Ελληνική Δημοκρατία με τον νόμο 4301/ ΦΕΚ 223/7-10-2014 ανεγνώρισε τη νομική προσωπικότητα της «Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα» ως «εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου» της οποίας «η εσωτερική και οργάνωση και λειτουργία διέπεται από το κανονικό δίκαιό της». Οι επαφές με τις Δημόσιες Υπηρεσίες καθώς και τα διάφορα νομικά ζητήματα, που συχνά αναφύονται κατά τας σχέσεις καθολικών Εκκλησιαστικών νομικών προσώπων με ιδιώτες ή με άλλα νομικά πρόσωπα, είναι ένας πρόσθετος λόγος για τη δημοσίευση του Κώδικα του Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας στην ελληνική γλώσσα. Ώστε όλοι οι ενδιαφερόμενοι να γνωρίζουν τους εσωτερικούς κανόνες που διέπουν τη ζωή της Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα. Με χαρά λοιπόν η Ιερά Σύνοδος παραδίδει προς εκτύπωση την επίσημη ελληνική μετάφραση του Κώδικα του Κανονικού Δικαίου».

Στον Πρόλογο με ημερομηνία 25 Ιανουαρίου 2020 της Γραμματείας της Ιεράς Συνόδου της Ιεραρχίας επισημαίνεται, μεταξύ άλλων, και τα εξής:

«Ο Κώδικας Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας του Λατινικού Τυπικού και άλλων τυπικών της Δύσης, στο παρελθόν, είχε μεταφραστεί εν όλω ή εν μέρει, στα ελληνικά, αλλά οι μεταφράσεις εκείνες δεν έτυχαν και της απαιτούμενης προσοχής ώστε να προχωρήσει η επεξεργασία τους και να εξασφαλιστεί μία έκδοση.

«Το έτος 2011, η Ιερά Σύνοδος της Καθολικής Ιεραρχίας Ελλάδος αποφάσισε να προχωρήσει σε μία επίσημη μετάφραση στην νεοελληνική γλώσσα με σκοπό την έκδοσή της.

«Η πρώτη εργασία ανατέθηκε σε ειδικό θεολόγο νομικό, ο οποίος συνεργάστηκε με καθηγητή νομικής σχολής… Στη συνέχεια η εργασία τους δόθηκε σε φιλολόγους για την φιλολογική επεξεργασία του κειμένου.

«Ο τελικός έλεγχος της όλης μετάφρασης και η ευθύνη για την οριστική επιλογή της κατάλληλης ορολογίας για την απόδοση μερικών όρων κυρίως θεολογικού χαρακτήρα, ανατέθηκε σε Ιεράρχες, Θεολόγους, με ειδικές γνώσεις της λατινικής γλώσσας.

Στην πρώτη σελίδα οι συνεκδότες, δηλ. η Libreria Editrice Vaticana και το Γραφείο Καλού Τύπου της Ελληνικής Καθολικής Εξαρχίας αναφέρουν ότι:

«Για την μετάφραση του ΚΚΔ στη νεοελληνική γλώσσα συνεργάστηκαν Έλληνες Καθολικοί Νομικοί, Θεολόγοι και Ιεράρχες, οι οποίοι θέλησαν να μείνουν ανώνυμοι, θεωρώντας την επίπονη εργασία τους ως μια απλή πράξη αγάπης προς την Εκκλησία τους».

Η έγκριση της Αγίας Έδρας για την έκδοση σε Ελληνική μετάφραση δόθηκε στις 29 Ιουλίου 2019, δεδομένου ότι η πρωτότυπη έκδοση στη λατινική έκδοση είναι ιδιοκτησία της Αγίας Έδρας. Σημειωτέον ότι η έγκριση από την Αγία Έδρα δεν αναφέρεται στο κείμενο της μετάφρασης, αλλά στην έκδοση της μετάφρασης. Το πρωτότυπο λατινικό κείμενο αποτελεί σημείο αναφοράς και αυθεντίας.

Η έγκριση της Ιεράς Συνόδου της Καθολικής Ιεραρχίας της Ελλάδος, για την έκδοση της μετάφρασης δόθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2020.

Η μακρά λοιπόν και επίπονη προσπάθεια για τη μετάφραση του ισχύοντος Κώδικα Κανονικού Δικαίου της Καθολικής Εκκλησίας (Codex iuris canonici) στην νεοελληνική γλώσσα συνδέεται κυρίως με την μακρά πορεία του προβλήματος της Νομικής Θέσης της Καθολικής Εκκλησίας και ειδικότερα της ισχύος του Κανονικού Δικαίου στην Ελλάδα.

Μετά λοιπόν την αναγνώριση της νομικής προσωπικότητας της «Καθολικής Εκκλησίας στην Ελλάδα» ως «εκκλησιαστικό νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου», της οποίας «η εσωτερική οργάνωση και λειτουργία διέπεται από το κανονικό της δίκαιο», που περιέχεται κυρίως στον CODEX IURIS CANONICI, η μετάφραση του Κώδικα στην νεοελληνική γλώσσα ήταν επιτακτική ανάγκη τόσον από ποιμαντική άποψη, όσον για τις σχέσεις της Καθολικής Εκκλησίας με την Ελληνική Πολιτεία.

Προηγούμενο Άρθρο

Μήνυμα του Αγίου Πατέρα Φραγκίσκου, για την 37η Παγκόσμια Ημέρα Νεολαίας 2022-2023

Επόμενο Άρθρο

«In Dulci Jubilo», Συναυλία 25 Νοεμβρίου στις 8 μ.μ.

You might be interested in …

«Ένα συμπόσιο ορόσημο για τον οικουμενισμό στην Ελλάδα», του σεβασμ. Ιωάννη Σπιτέρη

Από τις 26 έως τις 28 Αυγούστου πραγματοποιήθηκε το 16ο Διαχριστιανικό Συμπόσιο, φιλοξενούμενο από τον αγαπητό, νέο Μητροπολίτη Περιστερίου κύριο Γρηγόριο στη Μητρόπολή του. Η φιλοξενία του ήταν πέρα από κάθε προσμονή θετική, πλούσια, γενναιόδωρη […]