Σε πρόσφατα κείμενά μας αναφερθήκαμε στην αυξανόμενη αποξένωση των ανθρώπων από την πίστη. Αυτές οι διαπιστώσεις θα μπορούσαν να προκαλέσουν μια κάποια απαισιοδοξία, σαν να επρόκειτο για ενδείξεις της έκλειψης του Θεού από τη ζωή των ανθρώπων. Πρώτα απ’ όλα, ο Θεός δεν εξαφανίζεται ποτέ από τη ζωή μας, εμείς απομακρυνόμαστε από Αυτόν. Οπωσδήποτε, υπάρχουν και σήμερα πολλοί άνδρες και γυναίκες, που αναζητούν ειλικρινά τον Θεό, ιδίως μέσω της προσευχής. Συμβαίνει, όμως, μιλώντας με κάποιους από αυτούς, να εκφράζουν τη δυσκολία τους να προσευχηθούν. Αισθάνονται κουρασμένοι και άδειοι μέσα τους. Δεν ξέρουν πώς να εκφραστούν. Σε αυτές τις περιπτώσεις προσπαθώ, να τους δώσω να καταλάβουν, ότι η προσευχή είναι πολύ πιο απλή απ’ ό,τι νομίζουμε.
Στην αρχή μιας πιο έντονης προσπάθειας προσευχής, συνήθως αισθανόμαστε μια κάποια δυσαρέσκεια, γιατί αυξάνεται η επιθυμία μας να αισθανθούμε κάποια παρουσία του Θεού. Αυτό δεν συμβαίνει πάντοτε και νομίζουμε πως ο Θεός είναι απών.
Ποτέ δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, με το βάπτισμα, ενωνόμαστε τόσο στενά με τον Θεό, μέσω του Χριστού, ώστε όχι μόνο να ανήκουμε σε Αυτόν, αλλά και να βυθιστούμε στον ίδιο τον Θεό, σε μια μοναδική νέα ύπαρξη. Συνεπώς ο Θεός δεν είναι πλέον μακριά μας, δεν είναι μια πραγματικότητα που πρέπει να συζητηθεί αν υπάρχει ή όχι. «Υπάρχει και είναι μαζί μας και είναι μέσα μας», αποτελεί το επίκεντρο της ζωής μας. Αυτή η εγγύτητα του Θεού, αποτελεί «το ζωτικό περιβάλλον της ζωής μας»: «Μέσα σ ‘Αυτόν και ζούμε και κινούμαστε και υπάρχουμε» (Πράξεις 17, 28).
Έχοντας υπόψη μας αυτήν την πραγματικότητα, καταλαβαίνουμε γιατί η προσευχή χαρακτηρίζεται ως η «αναπνοή της ψυχής», είναι αυτό που οι Πατέρες της Εκκλησίας ονόμαζαν «μνήμη Θεού», είναι «σκίρτημα καρδιάς» έστω και μπροστά στο χαμόγελό ενός μωρού, στην ταπεινή ομορφιά ενός αγριολούλουδου, σε μία ανθισμένη αμυγδαλιά, μία φλέβα νερού. Έτσι προσευχόταν ο Άγιος Φραγκίσκος.
Επομένως, η προσευχή δεν είναι πρωτίστως η απαγγελία προσευχών με λέξεις, είναι μια πράξη που εγκαθιδρύει μια σχέση με τον Θεό και αναγκάζει τον άνθρωπο να ξεκινήσει μια συνομιλία, μια κίνηση αγάπης, για να βιώσει στην καθημερινότητα αυτήν τη στενή ένωση με τον Θεό. Έστω και χωρίς λέξεις.
Όλα αυτά μπορεί να μας φανούν αφηρημένα, πως δήθεν αφορούν μόνο ανθρώπους πολύ πνευματικούς. Για αυτό πρέπει να προβούμε σε ένα δεύτερο βήμα: δεν μπορούμε να ερχόμαστε σε επαφή με τον αόρατο Θεό παρά μόνο μέσω του Χριστού, άνθρωπο όπως εμείς. Κοιτάζοντας τον άνθρωπο Χριστό, βλέπουμε τον Θεό, ζώντας εν Χριστώ, ζούμε με τον Θεό, μιλώντας με τον Χριστό συνομιλούμε με τον Πατέρα.
Στην προσευχή, πράγματι, μαθαίνουμε να γνωρίζουμε τον Ιησού και μέσω αυτού, τον Πατέρα. Είχε μεγάλη εμπειρία της προσευχής ο Άγιος Charles de Foucauld (1858-1916) όταν όριζε την προσευχή πολύ απλά ως: «Προσευχή είναι να σκέφτεσαι τον Ιησού αγαπώντας τον».
Ο άγιος Ιωάννης Μαρία Vianney (1786-1859), διηγείται, το γνωστό σε πολλούς γεγονός, για αυτόν τον αγρότη που κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, έμπαινε μόνος του στην εκκλησία της ενορίας του, καθόταν στο τελευταίο στασίδι και κοιτούσε επίμονα τo Άγιο Αρτοφόριο. Στεκόταν εκεί σιωπηλός για πολλή ώρα, δεν είχε ούτε προσευχητάρι, γιατί δεν ήξερε να διαβάζει, ούτε το Ροδάριο. Εντυπωσιασμένος από την ιδιότυπη συμπεριφορά αυτού του ηλικιωμένου χωρικού, ο Άγιος Ιωάννης Μαρία Vianney τον πλησίασε ένα βράδυ και τον ρώτησε: «Καλέ μου άνθρωπε, παρατήρησα ότι κάθε μέρα έρχεσαι εδώ την ίδια ώρα και στο ίδιο μέρος. Κάθεσαι και στέκεσαι εκεί. Πες μου: τι κάνεις;». Ο χωρικός απάντησε: «Τίποτα, κύριε εφημέριε…. Τον κοιτάζω και Εκείνος με κοιτάζει».
Η προσευχή είναι να σκεφτόμαστε τον Θεό αγαπώντας τον. Η προσευχή είναι θέμα αγάπης.
Στην προσευχή μαθαίνουμε να γνωρίζουμε τον Θεό και να τον αγαπάμε καλύτερα. Ακόμη και όταν η γνώση του Θεού είναι σκοτεινή, Αυτός είναι πάντα παρών, σαν ένα αόρατο μονοπάτι μέσα από το οποίο περνάει η αγάπη.
Εκείνος που αγαπάει αληθινά, δεν μπορεί να μη σκέφτεται συχνά τον αγαπημένο: μια σκέψη που αποτελείται από τον πόθο, από την αναζήτηση, από την εσωτερική κοινωνία. «Όπως το ελάφι λαχταρά την πηγή του νερού, έτσι και η ψυχή μου λαχταρά εσένα, Θεέ μου» (Ψαλμ. 41, 2).
Επομένως, μια αγάπη που ποθεί μια βαθύτερη γνώση του Θεού και, ταυτόχρονα, μια γνώση που τρέφει την αγάπη. Η Προσευχή γεννιέται από την αγάπη.
Και αυτό διότι υπάρχει μέσα μας μια τεράστια ανάγκη να αγαπάμε και να μας αγαπούν. Πραγματικά, «η αγάπη είναι αυτή που κάνει κάποιον να υπάρχει» (Maurice Blondel). Είναι η αγάπη που νικά τον θάνατο: «Το να αγαπάς κάποιον είναι σαν να του λες: δεν θα πεθάνεις!» (Gabriel Marcel). Προσευχόμαστε ωθούμενοι από την ανάγκη να υπερβούμε να όριά μας και μόνο Αυτός, ο Θεός μπορεί να αναπληρώσει αυτήν την λαχτάρα μας.
Σε κάθε περίπτωση, γενικά η προσευχή, η σιωπηλή ενόραση είναι απαραίτητες για να θρέψουμε την ψυχή μας. Απαραίτητες για να μην πεθάνουμε μέσα μας. Πέντε λεπτά καθημερινής προσευχής μπορούν να αλλάξουν πολλά πράγματα. Δεν αλλάζουν τη δράση του Θεού, πείθοντας τον να μας χορηγήσει χάρες, αλλά αλλάζουν τον τρόπο που εμείς βλέπουμε τα πάντα., που ερμηνεύουμε τη ζωή μας, από την προοπτική της πίστης.
Όσο περισσότερο η ζωή μας είναι χαοτική και μπερδεμένη, υπερφορτωμένη και κουραστική, τόσο περισσότερο χρειάζεται να αφιερώνουμε χρόνο στην εσωτερική μας ζωή, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να κλέψουμε λίγα λεπτά από τον ύπνο. Η προσευχή μας απελευθερώνει, η προσευχή μας καθιστά χριστιανούς.
+ Ιωάννης Σπιτέρης